Ηλέκτρα Γεωργίου
Όσα συνέβησαν στην Μπραζίλια την περασμένη Κυριακή 8 Ιανουαρίου – σε μια «αντιγραφή» της εισβολής των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον πριν δύο χρόνια – με τη βίαιη είσοδο στα τρία κέντρα της εξουσίας, αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Αποδεικνύουν, δε, την ισχύ και τα πλοκάμια του «βαθέως κράτους», με το οποίο ο Λούλα και το κόμμα του δεν τα έβαλαν ποτέ.
Στις 8 Ιανουαρίου, η εισβολή των ακροδεξιών στα τρία κορυφαία κυβερνητικά κτίρια, την Προεδρία, το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κογκρέσο, που βρίσκονται στο πάρκο που ονομάζεται «Τετράγωνο της Εξουσίας» στη βραζιλιάνικη πρωτεύουσα, απέδειξε και στους πιο δύσπιστους ότι ο μπολσοναρισμός έχει βαθιές ρίζες στη χώρα και δεν μπορεί να ηττηθεί μόνο με τις εκλογές. «Δράστες» ήταν γύρω στα 3.000 άτομα, τα οποία κατέφθασαν με λεωφορεία από διάφορα σημεία της χώρας, ενώ βάδισαν ως τον «στόχο» τους σχεδόν χέρι-χέρι με τα μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας, η οποία, θεωρητικά, είχε την ευθύνη της φύλαξης του συγκεκριμένου χώρου.
Ο Λούλα αντέδρασε λίγες ώρες μετά, εκδίδοντας διάταγμα με το οποίο δινόταν εντολή για αφαίρεση της αρμοδιότητας από τις αρχές της Μπραζίλια και για την έναρξη της «ομοσπονδιακής παρέμβασης». Έκανε λόγο για φασιστική επίθεση και προανήγγειλε παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και διερεύνηση των χρηματοδοτών τους, ενώ απέδωσε από το πρώτο βράδυ στην αστυνομία πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της. Tην επόμενη μέρα, ο δικαστής του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Αλεξάντρε ντε Μοράις, έθεσε σε διαθεσιμότητα εννέα μηνών τον Κυβερνήτη του κρατιδίου στο οποίο βρίσκεται η πρωτεύουσα κι έδωσε εντολή για τη σύλληψη του υπευθύνου για τη δημόσια τάξη (και πρώην υπουργού Δικαιοσύνης) Άντερσον Τόρες, όταν αυτός επιστρέψει από τη Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου… κατά τύχη βρίσκεται και ο Μπολσονάρο από τα τέλη του 2022. Μέχρι τώρα δε, έχουν συλληφθεί 1500 άτομα.
Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, η βίαιη κλιμάκωση των εγκληματικών ενεργειών δεν θα ήταν δυνατή παρά μόνο με την ανοχή και δη την ενεργητική συμμετοχή των αρμόδιων αρχών για τη δημόσια τάξη, δεδομένου ότι η οργάνωση των διαδηλώσεων και η μετακίνηση πλήθους από όλη τη χώρα ήταν γεγονός γνωστό και δημοσιοποιημένο. Το βραζιλιάνικο κράτος, διά των ανώτατων πολιτειακών οργάνων του, αναγκάστηκε να ομολογήσει, μετά την εισβολή, αυτό που ο Λούλα δεν τόλμησε ούτε να ονοματίσει κατά την τελετή ορκωμοσίας, προτιμώντας να μιλήσει για κυβέρνηση που θα φέρει την κοινωνική ειρήνη και προκρίνοντας συμβολισμούς για την πλουραλιστική και συμπεριληπτική ταυτότητα της χώρας…
Η «αρμόδια για την τήρηση της τάξης» στο κρατίδια που ανήκει η Μπραζίλια –και σε όλα τα υπόλοιπα– στρατιωτική αστυνομία είναι ένα από τα δύο σώματα που επιτελούν αυτόν τον ρόλο στη Βραζιλία. Αυτοί «οι αρμόδιοι» που επέτρεψαν την εισβολή των ακροδεξιών δεν φημίζονται καθόλου για την ελαστικότητά τους, ούτε απέναντι στα κινήματα ούτε απέναντι στους πολίτες. Πρόκειται για τις ίδιες αρχές που δολοφονούν μαύρους πολίτες στον δρόμο επειδή έκαναν μια τροχαία παράβαση ή διαπράττουν σφαγές στις φαβέλες, όπως αυτή τον Απρίλιο του 2021 στο Ζακαρεζίνιο του Ρίο ντε Ζανέιρο, που στοίχισε τη ζωή σε 28 ανθρώπους — ενώ μέσα σε μερικούς μήνες, σχεδόν ολόκληρη η έρευνα αρχειοθετήθηκε «λόγω ελλιπών αποδεικτικών στοιχείων».
Το κάλεσμα για δημοκρατική απάντηση του λαού στους επίδοξους πραξικοπηματίες δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση
Η στρατιωτική αστυνομία είναι ένα βαριά οπλισμένο σώμα. Διαθέτει στρατιωτική συγκρότηση και είναι επιφορτισμένη με την αστυνόμευση των αστικών περιοχών (και όχι των στρατώνων ή των συνόρων, όπως τα περισσότερα αντίστοιχα σώματα άλλων κρατών). Πρόκειται για τον στρατό του ομόσπονδου κράτους με ευθύνη την καταστολή του πολυάριθμου «εσωτερικού εχθρού». Αυτό το «ένοπλο κόμμα» θεωρείται, μαζί με τις ευαγγελικές εκκλησίες, η βάση υποστήριξης του Μπολσονάρο. Αποτελεί ιστορικό κατάλοιπο της παρελθούσας –ακόμα παρούσας ως εκ των πραγμάτων– αποικιοκρατικής οργάνωσης της Βραζιλίας, αλλά και της πρόσφατης στρατιωτικής δικτατορίας που έληξε το 1985. Η σημερινή μορφή και λειτουργία του είναι συνδεδεμένη με την διαδικασία αποχουντοποίησης (την πιο ατελή συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής), ως αποτέλεσμα της οποίας παραχωρήθηκε αμνηστία στους στρατιωτικούς, ενώ οι στρατιωτικές εξουσίες ενισχύθηκαν με το άρθρο 142 του Συντάγματος του 1988, σύμφωνα με το οποίο ο στρατός αποτελεί εγγυητή του συνταγματικών εξουσιών, του νόμου και της τάξης.
Αυτό το κραυγαλέο «παράδοξο» της βραζιλιάνικης δημοκρατίας δεν το έθεσαν ποτέ σε αμφισβήτηση οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων του Κόμματος των Εργατών, υπό την ηγεσία του Λούλα ντα Σίλβα και της διαδόχου του, Ντίλμα Ρούσεφ. Λίγες μέρες μόλις πριν το «πραξικόπημα» της 8ης Ιανουαρίου, άλλωστε, ο Ζοζέ Μούσιο Μοντέιρο, ένας πολιτευτής της Δεξιάς τον οποίο επέλεξε ο Λούλα για υπουργό Άμυνας της νέας κυβέρνησής του, δήλωνε χαριτολογώντας ότι θα μιλούσε με τους μπολσοναρικούς «φίλους και συγγενείς» που είχαν στρατοπεδεύσει έξω από το Γενικό Επιτελείο για να τους πείσει να φύγουν. Πρόκειται για τους χιλιάδες οπαδούς του Μπολσονάρο που είχαν στήσει έναν ολόκληρο καταυλισμό εκεί, από τις αρχές Νοέμβρη, αμέσως μετά την εκλογική νίκη του Λούλα, ζητώντας να παρέμβει ο στρατός για να ακυρώσει το αποτέλεσμα των εκλογών. Μέχρι την 9η Ιανουαρίου, οπότε και ο καταυλισμός εκκενώθηκε υπό την πίεση της κοινωνίας, δεν είχε ανοίξει ρουθούνι στην περιοχή…
Η κυβέρνηση Λούλα φαίνεται να αντιμετωπίζει όσα συνέβησαν εντείνοντας τις διοικητικές και κατασταλτικές παρεμβάσεις, αλλά χωρίς τη διάθεση να αγγίζει τους θεσμούς του βαθέως κράτους που συνέβαλαν στη ριζοσπαστικοποίηση της άκρας Δεξιάς. Από την άλλη πλευρά, η άμεση πρωτοβουλία αρκετών δυνάμεων του βραζιλιάνικου κινήματος να καλέσουν σε διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα την 9η Ιανουαρίου, με αίτημα να μην υπάρξει αμνηστία για τα εγκλήματα, δεν κατάφερε –με εξαίρεση τη συγκέντρωση στο Σάο Πάολο– να συσπειρώσει πολύ κόσμο και να εκφράσει μια δυναμική στον δρόμο. Αναδείχτηκε, έτσι, η εδώ και χρόνια υπαρκτή δυσκολία συγκρότησης μιας αποτελεσματικής πολιτικής παρέμβασης από μεριάς τους.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 14-01-2023