Ένας νέος πόλεμος — ίσως και στην αυλή μας; Ένα πυρηνικό «δυστύχημα»; Μια νέα πανδημία από άγνωστη μέχρι σήμερα αιτία; Επιδείνωση της κλιματικής κρίσης και των συνεπειών της; Στασιμοπληθωρισμός και φτώχεια για τους πολλούς; Τι από όλα αυτά ή από άλλα που μπορεί να σκεφτεί κανείς, θα αποτελούσε κεραυνό εν αιθρία τη νέα χρονιά;
Στην εποχή των μεγάλων κρίσεων και των δύσκολων απαντήσεων
Γιώργος Παυλόπουλος
Είναι γνωστό και μάλλον αποδεκτό ότι σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις κρίσεις. Καθώς η μία διαδέχεται την άλλη και κάνει τους απανταχού θρησκευόμενους να σταυροκοπιούνται διαρκώς, αναφωνώντας «από το δόξα σοι ο Θεός στο βοήθα Παναγία μου», παύουν ουσιαστικά να αποτελούν κρίσεις. Καταστάσεις, δηλαδή, οι οποίες διαταράσσουν την κανονικότητα. Είναι αυτές, αντιθέτως, που συγκροτούν πλέον τη νέα κανονικότητα, πείθοντας και τους πιο δύσπιστους ότι έχουμε εισέλθει για τα καλά στην εποχή των μεγάλων ανατροπών, όπως και των πολέμων που αναπόφευκτα τις συνοδεύουν, όπως ίσως θα έλεγε και ο μεγάλος Έριχ Χόμπσμπάουμ εάν ζούσε.
Πρόκειται για μια κανονικότητα που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε και το σύστημα που κυριαρχεί παγκοσμίως, σε διάφορες παραλλαγές –ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός– έχει αρχίσει να σαπίζει και να βρωμάει πατόκορφα. Και στην απέλπιδα προσπάθειά του να σωθεί, να ξαναζωντανέψει τα γερασμένα του κύτταρα και να αντιστρέψει τους αμείλικτους κανόνες της ιστορίας, απειλεί να μας καταδικάσει όλους σε θάνατο. Σαν ένας γέροντας με κακιασμένη ψυχή, ο οποίος θεωρεί ότι ο κόσμος πρέπει να τελειώσει μαζί του (ή σαν τον Πούτιν, ο οποίος γύρισε και μας είπε κυνικά ότι εάν δεν υπάρχει η Ρωσία, δεν αξίζει να υπάρχει κανείς).
Κάπως έτσι, ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν να μας εκπλήξουν τη χρονιά που έρχεται. Πρακτικά, εδώ που έχουμε φτάσει, όλα μπορούν να θεωρούνται αναμενόμενα και προβλέψιμα. Όλα, με μια έννοια, έχουν ειπωθεί. Όχι επειδή τα πρόβλεψαν κάποιοι αλλόκοτοι Παΐσιοι της πολιτικής αλλά επειδή ο βασιλιάς έχει αποκαλύψει τη γύμνια του και το σκεβρωμένο του κορμί. Αυτό που έκρυβε μέχρι σήμερα μέσα σε μια φανταχτερή πλαστική κούκλα ενός ρωμαλέου και «άθραυστου» μποντιμπιλντερά.
Λένε, εκείνοι που ισχυρίζονται πως ξέρουν και εκείνοι που δεν χάνουν ποτέ το χαμόγελο και την ελπίδα, πως το πιο πυκνό σκοτάδι είναι πριν την αυγή. Είναι κομμάτι δύσκολο, όμως, αυτό να πείσει όσους σήμερα ζουν –για την ακρίβεια, επιβιώνουν– βυθισμένοι σε ένα πηχτό μαύρο χρώμα. Όλους αυτούς, δηλαδή, που όχι μόνο δεν μπορούν να διακρίνουν λίγο κόκκινο στο βάθος του ουρανού αλλά αδυνατούν να δουν έστω και μια φωτεινή αχτίδα, την οποία μετά θα κάνουν με τα χέρια, τον νου και την ψυχή τους, μίτο που θα τους οδηγήσει έξω από τον αποπνιχτικό λαβύρινθο. Μη ζητάτε πολλά, μη λέτε τίποτα — ας την βγάλουμε και σήμερα και μετά βλέπουμε.
Το Πριν, τούτο το εφημεριδάκι που κρατάτε στα χέρια σας και σήμερα, το οποίο συμπληρώνει 1.600 φύλλα (ποιος να το ’λεγε, σύντροφοι Γιώργο και Κώστα…) και πάει για πολλά ακόμη, δεν μπορεί ασφαλώς να αλλάξει πολλά από όλα τούτα. Ούτε η συντακτική ομάδα του, που κάθε εβδομάδα «κάνει το καθήκον της» ούτε οι δεκάδες «ανταποκριτές» του σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και σε πολλές πόλεις του κόσμου, που δίνουν διαρκώς πολύτιμη και μοναδική πληροφόρηση και βάζουν τη δική τους πινελιά. Ούτε ακόμη και οι –ολοένα πιο λίγοι– «ρομαντικοί» δημοσιογράφοι που επιμένουν να πετούν στα σκουπίδια τα δελτία τύπου και τα non paper κυβερνήσεων, κομμάτων και επιχειρηματικών ομίλων, παίζοντας τη δουλειά τους (ενίοτε και το κεφάλι τους)
κορώνα-γράμματα.
Αλλά ας το σκεφτούμε κάπως καλύτερα. Μήπως όχι απλώς είναι ανάγκη αλλά μπορούμε πολύ καλύτερα και πολλά περισσότερα; Να γίνουμε οι ζωντανοί εφιάλτες τους, όπως γράφει και ο καλός σύντροφος Σεΐντ;