Μαριάννα Τζιαντζή
Τοπίο όχι «μετά» αλλά «πριν» τον πόλεμο. Δεν βλέπουμε τον κουρνιαχτό, τις στάχτες, τα αποκαΐδια, αλλά βλέπουμε τις μεταπολεμικές και τις μεταπολιτευτικές μας βεβαιότητες να τρεμοσβήνουν, να χάνονται, κι εμείς να αναρωτιόμαστε τι είδους «μετά» μας περιμένει.
«Δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας…», λέει ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην έναρξη της Επανάστασης του 1821. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Και σήμερα διαπιστώνουμε ότι «δεν είν’ ο περσινός καιρός», αν και από καταβολής κόσμου κανένα «πέρυσι» δεν έμοιαζε με το «φέτος». Μόνο που οι αλλαγές, σε σχέση με τον χειμώνα του 2022, είναι πιο δραματικές από ό,τι συνήθως και προοιωνίζονται ακόμα δραματικότερες. Κάτι που όλοι λίγο-πολύ διαισθανόμαστε και ίσως γι’ αυτό τόσοι πολλοί προσπαθούν να αδράξουν τη μέρα, να ζήσουν τη στιγμή ξεχνώντας το αύριο.
Καταρχάς, ο καιρός μάς ξεγέλασε: πασχαλινά Χριστούγεννα και εαρινή Πρωτοχρονιά και ο βαρύς χειμώνας να καιροφυλακτεί στη γωνία. Μόνο που ενώ πέρυσι ψευτοξεγελούσαμε το κρύο, ανάβοντας με το σταγονόμετρο το κλιματιστικό, τη σόμπα ή το καλοριφέρ, φέτος το χέρι διστάζει να πατήσει το κουμπί καθώς έρχονται οι νέες, ληστρικές αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα – το ακριβότερο στην Ευρώπη, όπως λένε. Ούτε στην εποχή των μνημονίων τέτοια οικιακή παγωνιά.
«Ο ταχυδρόμος χτυπάει δύο φορές», όμως ο νέος χειμερινός υγειονομικός εφιάλτης χτυπάει ταυτόχρονα «τρεις», καθώς μια νέα λέξη μπήκε πρόσφατα στο λεξιλόγιό μας: η τριδημία (Covid-19, RSV και γρίπη). Και να ’ταν μόνο τρία τα κακά της μοίρας μας… Εδώ και δεκαετίες η ανεργία έχει βαφτιστεί «ενδημική», όμως ενδημική γίνεται και η ακρίβεια, ο καλπασμός των τιμών όπως σχεδόν όλοι τον ζούμε. Για να μη μιλήσουμε για τους συνεχόμενους βιασμούς της Δημοκρατίας, για τις παρακολουθήσεις ή τα γαλάζια παιδιά που αριστεύουν στο πλιάτσικο του Δημοσίου ή για την πρόσφατη και ύπουλη αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων που γονατίζει εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς δανειολήπτες.
Τοπίο όχι «μετά» αλλά «πριν» τον πόλεμο. Δεν βλέπουμε τον κουρνιαχτό, τις στάχτες, τα αποκαΐδια, αλλά βλέπουμε τις μεταπολεμικές και τις μεταπολιτευτικές μας βεβαιότητες να τρεμοσβήνουν, να χάνονται, κι εμείς να αναρωτιόμαστε τι είδους «μετά» μας περιμένει.
Καθώς δεν μπορούμε να ξορκίσουμε, να καταπολεμήσουμε το Μεγάλο Κακό, δηλαδή το αιμοβόρο σύστημα, το άδικο γκουβέρνο, ας αρκεστούμε στο να δακτυλοδείχνουμε και να ελεεινολογούμε τους αναγνωρίσιμους «κακούς», αυτούς για τους οποίους μαθαίνουμε από τα δελτία ειδήσεων: τους παιδοβιαστές, τους καταχραστές, τις παιδοκτόνους, τους «παλικαράδες» του σχολείου ή της γειτονιάς. Εκείνοι που παρακολουθούν με ιερή αγανάκτηση το θέαμα της «κοινωνικής σαπίλας» εύκολα μπορούν να πέσουν στα δίχτυα της ακροδεξιάς, του ρατσισμού, της μισανθρωπίας.
Κι όμως υπάρχουν νήματα που δένουν το ακριβό κεφαλοτύρι με το λιμάνι-φρούριο της Αλεξανδρούπολης ή το λαμπερό ζεύγος Εύα-Τζόρτζι και τη διαφθορά των Βρυξελλών, με το συστηματικό ξεχαρβάλωμα του ΕΣΥ και την παράδοση της δημόσιας υγείας σε ιδιώτες-αρπακτικά και με τα φάρμακα που λείπουν από τα φαρμακεία.
Ίσως η πιο βαθιά πληγή που άνοιξε η περυσινή χρονιά και παραμένει ανοιχτή είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Μια κτηνωδία δεν διορθώνεται διαπράττοντας μια καινούργια, ανοίγοντας μια νέα πληγή πάνω στην παλιά. Η κτηνωδία της ουκρανικής κυβέρνησης συντελείται εδώ και παραπάνω από οκτώ χρόνια, ενώ οι επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής έχουν μέλλον. Ασφαλώς η δική μας φραστική καταδίκη δεν αλλάζει αυτό το αιματηρό παιχνίδι, όμως το παραδοσιακό αίτημα για μια δίκαιη ειρήνη επανέρχεται επιτακτικά, μαζί με το παλιομοδίτικο σύνθημα «Αμερικάνοι, φονιάδες των λαών», παρόλο που αυτοί οι φονιάδες δεν βάφουν με αίμα τα δικά τους χέρια αλλά τα χέρια των άλλων (το ίδιο κάνει, με διάφορους τρόπους, και η ελληνική κυβέρνηση.)
Καθώς δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε το Μεγάλο Κακότο αιμοβόρο σύστημα, ας αρκεστούμε στο να δακτυλοδείχνουμε τους αναγνωρίσιμους «κακούς»
Καθώς αφήσαμε το 2022 πίσω μας, νιώθω την ανάγκη να αποχαιρετήσω, έστω με καθυστέρηση, έναν άνθρωπο που, άθελά του, μου υπενθύμισε ότι η ευαισθησία και η ανθρωπιά δεν είναι ιδιότητες αποκλειστικά των αριστερών ή των κομμουνιστών. Δεν ήμουν στενή φίλη του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, που πέθανε τον περασμένο Σεπτέμβρη σε ηλικία 77 ετών και που ο χαμός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος ή υπήρξαν μόνο διεκπεραιωτικές αναφορές. Για λίγα χρόνια ήμασταν απλώς συνάδελφοι στην Καθημερινή. Μια μέρα το 2003, όταν βρέθηκα για κάποιο λόγο στο γραφείο του κι εκείνος άνοιξε το πορτοφόλι του για να πληρώσει τον καφέ του, πρόσεξα ότι εκεί, πίσω από τη ζελατίνα, υπήρχε ένα απόκομμα εφημερίδας, μια μικρή, τοσοδούτσικη φωτογραφία που έδειχνε ένα αγοράκι σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στο Ιράκ. Δίχως χέρια, ακρωτηριασμένο από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς. Τα κολοβωμένα μέλη του μπανταρισμένα. Ένας σταυρός: αυτό το σχήμα είχε πάρει το σώμα του. Ένας πολιτικός αρθρογράφος σε μια συντηρητική εφημερίδα να κρατά σαν εικόνισμα μια φωτογραφία-σύμβολο της ιμπεριαλιστικής θηριωδίας, χωρίς ο ίδιος να αυτοπροσδιορίζεται ως αντι-ιμπεριαλιστής.