Χρήστος Τριανταφυλλόπουλος
Δημήτρης Σταμούλης
«Κοκκινίζουν» τα δάνεια
Για μια ακόμα φορά οι τράπεζες πρωταγωνιστούν σε ένα προκλητικό κερδοσκοπικό παιχνίδι, αξιοποιώντας τη νέα λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος μέσω του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει και σε νέα (την τρίτη συνεχόμενη) αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ (0,5%) και συνολικά κατά 1,75% για να ελέγξει τον πληθωρισμό, και η εκτίμηση ότι τελικά το επιτόκιο στην ευρωζώνη θα εκτιναχθεί στο 2,75%, έχει ήδη επιφέρει μια ιδιαίτερα μεγάλη και απότομη αύξηση στο κόστος δανεισμού των νοικοκυριών (και των επιχειρήσεων), απειλώντας με τη δημιουργία μιας νέας γενιάς υπερχρεωμένων δανειοληπτών και «κόκκινων» δανείων, με τραγικές κοινωνικές συνέπειες.
Να σημειωθεί ότι η αύξηση των επιτοκίων στα νοικοκυριά περνά αυτόματα καθώς η μεγάλη πλειονότητα των δανείων (το 90%) στη χώρα μας είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένου με το euribor. Έτσι, κάθε μεταβολή του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ περνάει αμέσως στα δάνεια. Από την αρχή του ράλι αυξήσεων των επιτοκίων, οι δόσεις των στεγαστικών δανείων έχουν σημειώσει πέντε φορές άνοδο. Η αύξηση στη μηνιαία δόση θα προσεγγίσει το 30% μετά την ολοκλήρωση των αυξήσεων από την ΕΚΤ, επιβαρύνοντας δραστικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, σε μια συγκυρία που η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός αδειάζουν τις τσέπες μισθωτών και συνταξιούχων.
Το προκλητικό είναι ότι για τις επιχειρήσεις, η αύξηση του επιτοκίου δανεισμού θα είναι περιορισμένη, καθώς μέρος μόνο της ανόδου θα περάσει στα επιχειρηματικά δάνεια, ενώ μεγάλο μέρος θα απορροφηθεί από τις τράπεζες! Αυτή η ξέφρενη πορεία των επιτοκίων δεν αποφέρει ωστόσο μόνο κινδύνους για τις τράπεζες –πιθανή δημιουργία νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων– αλλά και «αβασάνιστα» κέρδη και τεράστια αύξηση εσόδων. Εκτιμάται ότι το όφελος στα επιτοκιακά έσοδα από τις δύο αυξήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί θα ανέλθει σε περίπου 100-150 εκατ. ευρώ ανά τράπεζα, δηλαδή περίπου 400 έως 600 εκατ. ευρώ για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Δ.Σ
Ληστρική αύξηση των δανειακών δόσεων
Το 2010 η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας εισήλθε σε οικονομική ύφεση με συνακόλουθα –ενδεικτικά– αποτελέσματα την απώλεια συνολικά 180.000 θέσεων εργασίας, την αύξηση της ανεργίας σε ποσοστό 14,2%, τη μείωση της εγχώριας ζήτησης, την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου και τέλος, σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο, τη μείωση του συνολικού ενεχύρου των τραπεζών. Η χώρα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία. Τα κυβερνώντα κόμματα που ευθύνονταν για την πτώχευση της χώρας και του λαού, φοβούμενα τη λαϊκή αντίδραση, η οποία πιθανά να οδηγούσε και στο τέλος της πολιτικής τους ύπαρξης, προσπάθησαν να εφαρμόσουν προστατευτικές δημοσιονομικές πολιτικές, τουλάχιστον στους αδύναμους οικονομικά δανειολήπτες, οι οποίοι λόγω της μείωσης των εισοδημάτων τους ήταν αδύνατο να εξυπηρετούν το δάνειό τους, κινδυνεύοντας να απωλέσουν την πρώτη κατοικία τους.
Συγκεκριμένα, το 2010, ο ν. 3869 (γνωστός ως νόμος Κατσέλη) έδωσε τη δυνατότητα, μόνο σε φυσικά πρόσωπα, να προσφύγουν στα κατά τόπους ειρηνοδικεία αιτούμενα τη ρύθμιση των οφειλών τους προς πιστωτικά ιδρύματα και μόνο, επιδιώκοντας τουλάχιστον την προστασία της πρώτης κατοικίας τους. Το 2015, ο ν. 4336/2015 (γνωστός ως νόμος Κατσέλη-Σταθάκη) έδωσε τη δυνατότητα υπό προϋποθέσεις πλέον σε φυσικά πρόσωπα και σε ελεύθερους επαγγελματίες να αιτηθούν στα κατά τόπους ειρηνοδικεία τη ρύθμιση των οφειλών τους, όχι μόνο προς τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά και προς το Δημόσιο, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, λοιπούς ιδιώτες πιστωτές και τα χρέη τους προς τους ΟΤΑ. Σημαντικό στοιχείο του νομοθετήματος αυτού ήταν ότι με την κατάθεση της αίτησης ο αιτών οφειλέτης προστάτευε τα περιουσιακά του στοιχεία από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, προστασία η οποία είχε λήξει με την ανοχή της Πολιτείας από τον Δεκέμβριο του 2014.
Το 2017 ακολούθησε ο νόμος 4469/17, που χαρακτηρίστηκε ως εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, διότι ο δικαιούχος οφειλέτης (επιχειρηματίας, ελεύθερος επαγγελματίας ή αγρότης) αιτούνταν προς τους πιστωτές του, μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, τη ρύθμιση των οφειλών του. Μόνο οι εμπλεκόμενοι πιστωτές αποφάσιζαν την κατάθεση πρότασης και μόνο με το κριτήριο της οικονομικής του βιωσιμότητας. Αυτό επέτρεψε στους πιστωτές να αποφασίζουν με αμφισβητήσιμα οικονομικά κριτήρια και εξαιτίας αυτού, ενώ εκκίνησαν τη διαδικασία διαπραγμάτευσης 41.952 επιχειρήσεις, 19.119 ελεύθεροι επαγγελματίες και 1.586 αγρότες, εν τέλει ρυθμίστηκαν οφειλές 433 επιχειρήσεων (ποσοστό 1,03%), 1.524 ελεύθερων επαγγελματιών (ποσοστό 8%) και 231 αγροτών (ποσοστό 14,5%).
Ο τελευταίος νόμος που προστατεύει την πρώτη κατοικία των οικονομικά αδύναμων δανειοληπτών, με την προϋπόθεση βέβαια να πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, είναι ο νόμος 4605/2019. Δυστυχώς τα κριτήρια αυτά αλλά και η απροθυμία των ιδρυμάτων να καταθέσουν πρόταση κατέστησε και αυτό το εργαλείο ρύθμισης ελάχιστα ωφέλιμο για το σύνολο των αδύναμων δανειοληπτών. Συγκεκριμένα, σε ένα έτος (από 1/7/19 έως και 30/6/20) υποβλήθηκαν 4.755 αιτήσεις, εκ των οποίων έχουν ωφεληθεί μόνο 1.546 οφειλέτες (ποσοστό 32,5%).
Σε όλα τα ανωτέρω νομοθετήματα από τα συστημικά ΜΜΕ ασκήθηκε έντονη «κριτική», όπως ότι ευεργετούνται οι «μπαταχτσήδες» και οι κακοπληρωτές, ζημιώνονται οι «καλοπληρωτές δανειολήπτες», επιδοτούνται μόνο οι «ρομά» και οι μετανάστες, ότι «πήρανε τα λεφτά και τα φάγανε και τώρα θέλουν να τους τα πληρώσουμε εμείς». Βασιζόμενη σε τέτοιου είδους επιχειρήματα, η κυβέρνηση ΝΔ-Μητσοτάκη θέσπισε τον νόμο της «δεύτερης ευκαιρίας» (ν. 3869/2020) στον οποίο:
– Δεν προβλέπεται καμία προστασία σε κανένα περιουσιακό στοιχείο των δανειοληπτών ή των εγγυητών τους (ούτε στην α΄ κατοικία).
– Τα ιδρύματα απαιτούν την υποβολή αίτησης από όλους τους οφειλέτες (συνοφειλέτες και εγγυητές) διαφορετικά ακυρώνουν την αίτηση ως «άκαρπη».
– Κανένα ίδρυμα δεν υποχρεούται, έστω και υπό προϋποθέσεις, να καταθέσει πρόταση ρύθμισης οφειλών στον δανειολήπτη.
– Ρυθμίζονται οφειλές μόνο προς τα ιδρύματα (δηλαδή τράπεζες, fund ή και servicers), το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και όχι προς π.χ. λοιπούς ιδιώτες, Ο.Τ.Α. κ.λπ.).
– Το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία καταθέτουν πρόταση μόνο αν η πλειοψηφία των ιδρυμάτων συμφωνήσουν στη ρύθμιση αναδιάρθρωσης οφειλών. Σε διαφορετική περίπτωση το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία είναι αδύνατο να προβούν σε ρύθμιση.
– Εισάγεται για πρώτη φορά η έννοια της πτώχευσης των φυσικών προσώπων.
– Η απαιτούμενη ηλεκτρονική αίτηση από τον οφειλέτη είναι αδύνατο να συνταχθεί από τον ίδιο με αποτέλεσμα να καλείται να καταβάλει υψηλά χρηματικά ποσά σε λογιστές, δικηγόρους ή και εταιρείες που αναλαμβάνουν τη σύνταξη και την υποβολή της.
Οι τράπεζες έχουν… πολλά λεφτά για να απορροφήσουν τις όποιες αυξήσεις στα στεγαστικά δάνεια
Επιπλέον, η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε αύξηση της δόσης αποπληρωμής με αποτέλεσμα να είναι δύσκολα εξυπηρετήσιμη από τους οφειλέτες. Παράδειγμα: δόση στεγαστικού δανείου συνολικού ποσού 510 ευρώ αυξήθηκε στο συνολικό ποσό των 560 ευρώ (+10% περίπου) ή σε δόση καταναλωτικού δανείου ποσού 55 ευρώ αυξήθηκε στο ποσό των 67 ευρώ (+21%). Η κυβερνητική επιλογή να παραχωρήσει στα ιδρύματα, μέσω του παραπάνω νόμου, απεριόριστα δικαιώματα οδήγησε τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους σε αποτυχία. Συγκεκριμένα: Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας έως τον Ιούνιο 2022 τα υπόλοιπα των δανείων (προ προβλέψεων) ήταν συνολικά 147 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΓΔΙΧ έως και τον Νοέμβριο 2022 έχουν κατατεθεί συνολικά 44.207 αιτήσεις οι οποίες επιδιώκουν τη ρύθμιση συνολικά 24,7 δισ. ευρώ (ποσοστό 16,5% των συνολικών δανείων). Σημειώνεται όμως ότι από το σύνολο των 44.200 αιτήσεων, οι 33.400 (ποσοστό 76% και αντίστοιχο ποσό 18,9 δισ.) είναι στο αρχικό στάδιο, οι 5.300 αιτήσεις είναι στο στάδιο οριστικής υποβολής (ποσοστό 12% και ποσό 3,9 δισ.) και τέλος μόνο 5.500 αιτήσεις είναι ολοκληρωμένα αιτήματα (ποσοστό 12 % και ποσό 1,9 δισ.). Δηλαδή από το συνολικό χρέος των περίπου 147,5 δισ. έχει ρυθμιστεί μόνο το 1,9 δισ. (ποσοστό 1,28%).
Από την «Έκθεση Προόδου του εξωδικαστικού Μηχανισμού» της ΕΓΔΙΧ τα ιδρύματα είναι απρόθυμα να καταθέτουν προτάσεις ρύθμισης οφειλών. Ειδικότερα, τα ιδρύματα έως και τον 11/2022 ενέκριναν μόνο το 47% των αυτοματοποιημένων προτάσεων του μηχανισμού. Το ερώτημα είναι γιατί να κάνουν προτάσεις αναδιάρθρωσης εφόσον τους επιτρέπεται να πλειστηριάζουν τα ακίνητα εύκολα και γρήγορα. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα διενέργειας των πλειστηριασμών μόνο την προηγούμενη εβδομάδα (12-16/12) είχαν προγραμματιστεί 1.634 πλειστηριασμοί δηλαδή 326 πλειστηριασμοί την ημέρα.
Χ. Τ
Διαγραφή των χρεών για τις λαϊκές οικογένειες
Τα μέτρα που εξήγγειλαν οι τράπεζες κάθε άλλο παρά θα λύσουν το εκρηκτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες. Ανακοίνωσαν ότι θα δημιουργήσουν ένα κοινό ταμείο μέσα από το οποίο θα χρηματοδοτείται μόνο το 50% της επιπλέον δόσης που έχει προκληθεί από την αύξηση των επιτοκίων.
Περιορισμένα είναι και τα κριτήρια για την επιδότηση, τα οποία θα είναι ανάλογα με εκείνα που ίσχυσαν στο ΓΕΦΥΡΑ 1, που σημαίνει ότι οι δικαιούχοι θα είναι περίπου 30.000 δανειολήπτες με υπόλοιπα ύψους τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ. Θα μπορούν να υπαχθούν μόνο υφιστάμενες ενήμερες οφειλές, δηλαδή δάνεια σε καθυστέρηση μέχρι 90 ημέρες και όχι τα νέα (μετά τις 15/12/2022).
Το κόστος της «εθελοντικής παρέμβασης» των τραπεζών δεν θα υπερβαίνει τα 40 έως 50 εκατ. ευρώ, όταν μόνο για φέτος εκτιμάται ότι τα κέρδη τους θα είναι 3,5 δισ. ευρώ! Αόριστες ήταν και οι δεσμεύσεις που εξαγγέλθηκαν για τα επιτόκια καταθέσεων, που παραμένουν καθηλωμένα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, τη στιγμή που το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων είναι 4,86%. Το ίδιο ισχύει και για τις προμήθειες που προβλέπονται για την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών, όταν μόνο τους πρώτους εννέα μήνες του 2022 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν εισπράξει από τις χρεώσεις αυτές περισσότερα από 1,3 δισ. ευρώ, το οποίο αποτελεί ποσό ρεκόρ! Τέλος, οι τράπεζες δηλώνουν ότι σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις δανείων μέσα από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, θα τρέξουν με πιο γρήγορους ρυθμούς.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν καμία σχέση με τις διεκδικήσεις του ταξικού εργατικού λαϊκού κινήματος. Διότι για να αλλάξει ριζικά η κατάσταση, απαιτείται οι ίδιες οι τράπεζες να απορροφήσουν τις όποιες αυξήσεις στα στεγαστικά δάνεια, καθώς και έχουν τεράστια κέρδη και έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές, με τον ελληνικό λαό να έχει συνεισφέρει πάνω από 30 δισ. ευρώ για τη σωτηρία τους, ενώ εσχάτως, μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έλαβαν εγγυήσεις ύψους 32 δισ. ευρώ για να «ξεφορτωθούν» κόκκινα δάνεια.
Το ταξικό κίνημα διεκδικεί επίσης την κατάργηση όλου του νομοθετικού πλαισίου απελευθέρωσης των πλειστηριασμών από το 2015 ως σήμερα, τη διαγραφή χρεών λαϊκών οικογενειών προς τράπεζες-κράτος-ΔΕΚΟ και τη θέσπιση του ακατάσχετου της πρώτης λαϊκής κατοικίας. Από την άλλη, το κράτος απαιτείται να καλύψει με χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια την πρώτη κατοικία, να επανασυστήσει τον ΟΕΚ, και το ΙΚΑ να αποδώσει τις εισφορές 1,2 δισ. ευρώ που έχει εισπράξει τη χρονική περίοδο μέχρι το τέλος του 2010 αλλά και τις εισφορές που εισέπραττε από το 2012 έως και το 2019 για στεγαστικά προγράμματα που ποτέ δεν υλοποίησε.
Δ.Σ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (17.12.22)
Αντί για «ρήξη»… χάδια στους τραπεζίτες, στον «αέρα» οι δανειολήπτες