Δημήτρης Μαριόλης
Με την απελευθέρωση της Αθήνας από τη γερμανική κατοχή (12 Οκτώβρη 1944) και την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γ. Παπανδρέου (18 Οκτώβρη), τέθηκαν ανοιχτά τα ερωτήματα για το μέλλον της χώρας. Η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, παρά τη συμμετοχή των υπουργών-μελών του ΕΑΜ, ήρθε σε αντίθεση με τις ριζοσπαστικές διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος. Η ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη.
Την πιο όμορφη, την πιο γλυκιά ημέρα του κόσμου, όπως χαρακτήρισε ο Γιώργος Σεφέρης την ημέρα απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς, διαδέχτηκαν οι πικρές ημέρες του Νοέμβρη, όταν οι μεταπολεμικές λαϊκές προσδοκίες διαψεύδονταν από τα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, και οι σκληρές νύχτες του Δεκέμβρη, όταν οι βρετανικές ξιφολόγχες και τα αναβαπτισμένα τάγματα ασφαλείας κέρδιζαν τη μάχη της Αθήνας. Αποδεικνύοντας έτσι ότι ήταν αδύνατη η επιλογή της ταξικής ανακωχής που επιχείρησε να ακολουθήσει το ΕΑΜ τους πρώτους δύο μήνες μετά την απελευθέρωση. Οι πυκνές εξελίξεις αυτών των 47 ημερών και τα ασφυκτικά διλήμματα που έθετε η σιδερένια πραγματικότητα της απελευθέρωσης στην ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές της. Η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του παραγωγικού ιστού και των δικτύων μεταφοράς, η απόλυτη αδυναμία του πληθυσμού της Αθήνας να επιβιώσει τον χειμώνα του 1944-45 χωρίς ξένη βοήθεια σε τροφή και μάλιστα από θαλάσσης, η πλήρης αδυναμία των γειτονικών ΚΚ να δεσμευτούν ότι θα συνδράμουν σε υλική βοήθεια και όπλα σε περίπτωση που το ΕΑΜ ερχόταν αντιμέτωπο με τον βρετανικό παράγοντα, η προσαρμογή της γραμμής του λαϊκού μετώπου όλων των ευρωπαϊκών ΚΚ στις μεταπολεμικές συνθήκες, οι γεωπολιτικές επιλογές της ΕΣΣΔ αλλά και το γεγονός ότι οι μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μαίνονταν ακόμη, διαμόρφωναν ένα δυσχερέστατο τοπίο. Εύκολες λύσεις δεν υπήρχαν.
Παρά τους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να κάνει στον Λίβανο και την Καζέρτα, παρά τη νομιμότητα που επέδειξε στην κρίσιμη συγκυρία της απελευθέρωσης, παρά την πολιτική του επιλογή για ομαλές δημοκρατικές πολιτικές εξελίξεις και συνεργασία με τις συμμαχικές δυνάμεις, το ΕΑΜ συνιστούσε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Ακριβώς γιατί αποτελούσε ένα συντριπτικά πλειοψηφικό λαϊκό ρεύμα, που εξέφραζε τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων και, επιπλέον, αγωνιζόταν για μια νέα πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων ριζικά διαφορετική από την προπολεμική.
Η ένταση της ταξικής πόλωσης ανάμεσα στο ΕΑΜ από τη μία και στον πολιτικό στόχο των Βρετανών, του παλιού πολιτικού κόσμου, της νέας αστικής τάξης και του μειοψηφικού αλλά πολυάριθμου δυναμικού μαυραγοριτών, δωσίλογων και ταγματασφαλιτών να επαναφέρουν την προπολεμική τάξη πραγμάτων και να διαφυλάξουν όσα κέρδισαν με αθέμιτα μέσα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, επιδιώκοντας την πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική συντριβή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, επικεντρώνεται γύρω από το επίδικο του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. εκβάλλει στη μάχη του Δεκέμβρη και ερμηνεύει τη σφοδρότητά της αλλά και την αποφασιστικότητα που επέδειξε ο λαϊκός παράγοντας.
Στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», το ΕΑΜ αναλαμβάνει πέντε θέσεις υπουργών και μία υφυπουργού, μεταξύ αυτών, τα υπουργεία Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Γεωργίας και Δημοσίων Έργων. Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναλαμβάνει ο εκλεκτός του Γ. Παπανδρέου Ξενοφών Ζολώτας, ο οποίος προτείνει μια οικονομική ατζέντα που μόνο φιλολαϊκή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί: Οι προβλεπόμενες εισαγωγές αγαθών από τους Συμμάχους, που θεωρούνται όρος επιβίωσης του πληθυσμού, πρέπει να διατεθούν προς πώληση στην αγορά και μάλιστα όχι σε χαμηλές τιμές, οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης πρέπει να αυξηθούν και ειδικότερα του ψωμιού στο πενταπλάσιο, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και οι μισθοί τους πρέπει να περιοριστούν, η φορολογία πρέπει να επικεντρωθεί στους έμμεσους φόρους, ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος και, τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό, να εκδοθεί νέα δραχμή σε σταθερή ισοτιμία με τη λίρα Αγγλίας. Τα μέτρα αυτά επιβλήθηκαν από τους Βρετανούς υπό την εκβιαστική απειλή διακοπής της επισιτιστικής βοήθειας, ωστόσο το βαρύτατο πολιτικό τους κόστος επωμίστηκαν οι εαμικοί υπουργοί, καθώς εκείνοι υπέγραφαν τις σχετικές αποφάσεις.
Τον Νοέμβρη του ‘44 τα εαμικά συνδικάτα διεκδικούν εθνικοποιήσεις τραπεζών και βιομηχανιών
Επιπλέον, η πλήρης ανυποληψία του εθνικού νομίσματος ακυρώνει τις δηλώσεις των εαμικών υπουργών και τις ανακοινώσεις στον Ριζοσπάστη ότι η νέα δραχμή είναι λίρα. Στις πιάτσες της μαύρης αγοράς ο χρυσός γυαλίζει ακόμα πιο λαμπερά, η χρυσή λίρα είναι το μόνο αξιόπιστο νόμισμα και οι δραστηριότητες θησαυρισμού και λαθραίας εξαγωγής χρυσών λιρών συνεχίζονται αμείωτες. Ο υπερπληθωρισμός καλπάζει και συνθλίβει το λαϊκό εισόδημα, ενώ οι προπολεμικές καταθέσεις ανθρώπων του μόχθου γίνονται καπνός, λόγω της έκδοσης της νέας δραχμής και της πλήρους απαξίωσης της παλαιάς. Ταυτόχρονα, οι βιομήχανοι προχωρούν σε ένα ιδιότυπο μποϋκοτάζ κρατώντας κλειστά τα εργοστάσια και εκτινάσσοντας τα ποσοστά ανεργίας.
Από την άλλη πλευρά, στις 12 του Οκτώβρη, η διοίκηση της ΓΣΕΕ κατεβαίνει από το βουνό στην πρωτεύουσα, αναλαμβάνει την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος ενώ στις Ομοσπονδίες, τα Εργατικά Κέντρα και τα Σωματεία αναλαμβάνουν διοικήσεις που ελέγχονται από το ΕΑΜ. Οι αντιδράσεις της εαμικής εργατικής βάσης θα υποχρεώσουν την ηγεσία του ΚΚΕ να αναπροσαρμόσει τη στάση της. Το άρθρο που σηματοδοτεί την αναπροσαρμογή της στάσης του ΚΚΕ δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη της 17ης του Νοέμβρη, διατυπώνει μια διαφορετική, πιο φιλολαϊκή, εκδοχή της ίδιας γραμμής, απαιτεί μεγαλύτερη συμμαχική βοήθεια, φορολογία πλουσίων, κατασχέσεις μαυραγοριτών, άνοιγμα ή επίταξη εργοστασίων, δημόσια έργα, στήριξη αγροτών, ώστε «να ανασυγκροτηθεί η Ελλάδα και να στηριχτεί σε γερά πόδια η σταθεροποίηση της δραχμής».
Όλο το διάστημα του Νοεμβρίου οργανώνονται κινητοποιήσεις πρωτοβάθμιων σωματείων, κλάδων, κοινωνικών ομάδων, που προβάλλουν αιτήματα αύξησης των μισθών και της επισιτιστικής βοήθειας, οι οποίες παρότι εκφράζουν τις ανάγκες της λαϊκής βάσης του ΕΑΜ και προκαλούν μια συνεχή κοινωνική πίεση, δεν αμφισβητούν παρά πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Στις συνθήκες ταξικής πόλωσης των τελευταίων ημερών του Νοεμβρίου τα εαμικά συνδικάτα διατυπώνουν ριζοσπαστικά αιτήματα, όπως οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων βιομηχανιών στρατηγικής σημασίας, κατασχέσεις και δημεύσεις περιουσιών μαυραγοριτών, βαριά φορολογία κερδών και ειδών πολυτελείας και επιστροφή του χρυσού και του αποθέματος της ΤτΕ από το Λονδίνο. Ωστόσο, είναι πια αργά, καθώς ο ταξικός ανταγωνισμός θα κριθεί στους δρόμους της Αθήνας με όρους στρατιωτικής ισχύος. Είναι οι ξιφολόγχες που έχουν πλέον τον κύριο λόγο και όχι οι παραδοσιακές μορφές εργατικού αγώνα.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 17-12-2022