Το νέο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του καθηγητή του Παιδαγωγικού ΑΠΘ Περικλή Παυλίδη Το έργο των εκπαιδευτικών στην «κοινωνία της γνώσης» (εκδόσεις ΚΨΜ), έρχεται να συμβάλλει στη συζήτηση των εκπαιδευτικών για τον ρόλο τους στο σχολείο που δέχεται συνεχή κύματα αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων.
Το βιβλίο του Περικλή Παυλίδη Το έργο των εκπαιδευτικών στην «κοινωνία της γνώσης» εστιάζει στη σημασία του να είναι κανείς εκπαιδευτικός, στο έργο του και τις προϋποθέσεις του. Για την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική και τις εγκυκλίους που με καταιγιστικό τρόπο έρχονται στα σχολεία, ο «άριστος» εκπαιδευτικός είναι αυτός που έχει πολλά τυπικά προσόντα (πτυχία, σεμινάρια, ξένες γλώσσες), διαρκώς αυξανόμενα από την αντίστοιχη αγορά. Είναι αυτός που εφαρμόζει καινοτόμες πρακτικές όχι τόσο για να ενισχύσει το ενδιαφέρον των μαθητών, αλλά για να «ανεβάσει» τη δράση του στην ιστοσελίδα του σχολείου, ώστε να προσελκύσει γονείς-πελάτες, που χρησιμοποιεί τηλεκπαίδευση κι ας μην έχει διάδραση με τους μαθητές και τα μαθησιακά αποτελέσματα αποδεικνύονται πενιχρά. Αυτός δεν χρειάζεται να είναι στοχαστικός και κριτικός παιδαγωγικά σε ό,τι του προτείνεται, αντίθετα αρκεί να υπακούει και να εφαρμόζει πιστά.
Τα παραπάνω αποτελούν κατευθυντήριες οδηγίες των ιμπεριαλιστικών υπερεθνικών οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΕΕ) και βρίσκονται στον πυρήνα της εκπαιδευτικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια. Μπροστά στις προκλήσεις της κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού που έχουν άμεσο και έμμεσο αποτύπωμα στην εκπαίδευση, το βιβλίο επιχειρεί να αναστοχαστεί πάνω σε αυτά. Βασική προϋπόθεση είναι να κατανοήσουμε πλήρως τις αιτίες των στρατηγικών αλλαγών στην εκπαίδευση και γιατί αυτή ενδιαφέρει τόσο πολύ το κεφάλαιο. Αφετηριακά, από το γεγονός ότι με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, η γνώση καθίσταται παραγωγική δύναμη, εξέλιξη η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται «σημαντική τομή». Αν και πάντα η επιστημονική γνώση χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή, υπάρχει μια ποιοτική διαφορά. Η γνώση είναι πλέον πεδίο κερδοφορίας και μάλιστα με άμεσα αποτελέσματα. Έρχεται το κράτος, ως συλλογικός καπιταλιστής, και καθορίζει τι θα παραχθεί ως επιστημονική γνώση, εστιάζοντας σε αυτή που αποφέρει άμεσα κέρδος, αδιαφορώντας για το κοινωνικά αναγκαίο ή βάζει φραγμούς, προκειμένου να διαφυλάξει τα κέρδη (πατέντες).
Ένα δεύτερο σημείο αφορά την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ιστορικά η εκπαίδευση έπαιζε αυτόν τον ρόλο, όμως στην εποχή όξυνσης όλων των διαρκών κρίσεων του συστήματος επεμβαίνει δραστικά (π.χ. αφαίρεση κοινωνικών επιστημών, εποπτική καθοδήγηση τι διδάσκεται και πώς). Στη διαδικασία αυτή προκύπτουν πολλαπλές αντιφάσεις κι αυτό είναι μία ακόμα ουσιαστική επισήμανση του βιβλίου. Ενώ ένας από τους στόχους του εκπαιδευτικού έργου είναι η «μετάδοση επιστημονικών γνώσεων» και κατ΄ επέκταση του ορθολογισμού, από την άλλη η ανάγκη για «διαμόρφωση συνείδησης με συμβατές κοινωνικές σχέσεις και μετάδοση της κυρίαρχης ιδεολογίας» κατατείνει σε ανορθολογικές ερμηνείες. Η εκπαίδευση συμβάλλει στην παραγωγή της εργατικής δύναμης κι αυτό «ενισχύεται όσο η επιστήμη μετατρέπεται σε εργατική δύναμη», ταυτόχρονα περιορίζει τις δυνατότητές της, από τη ρομποτική ως τον εγκλωβισμό στις δεξιότητες χειρισμού αντί της συνολικής γνώσης. Όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας, «εξετάζοντας κανείς την εκπαίδευση και το έργο των εκπαιδευτικών στην κεφαλαιοκρατική “κοινωνία της γνώσης” θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι πρόκειται για μια αναπόφευκτα αντιφατική κοινωνία. Η κατανόηση του αντιφατικού της χαρακτήρα είναι απαραίτητη, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά τα εγγενή όρια της δυνατότητας ανάπτυξης και προόδου της εργασίας των εκπαιδευτικών εντός αυτής» (σελ.21).
Η κυρίαρχη αντίληψη αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό έργο σαν οικονομική, επιχειρηματική δραστηριότητα (εισροές-εκροές, μετρήσιμοι δείκτες, τυπικά προσόντα). Στην πραγματικότητα όμως είναι «συνυφασμένο με πληθώρα ψυχικών καταστάσεων και νοητικών ενεργειών, εμπνεύσεων». Παραπέρα «μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία μόνο ως αυτοπραγμάτωση των φορέων». Αν βασικός στόχος του εκπαιδευτικού έργου είναι η διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών, «δεν είναι δυνατό να διδάξει κανείς αυθεντικά και αποτελεσματικά σε ανθρώπους, χωρίς να γνωρίζει τις συνθήκες στις οποίες ζουν και διαμορφώνονται. Χωρίς να αντιλαμβάνεται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά και τις καθοριστικές σχέσεις που διέπουν την κοινωνική ολότητα».
Το εκπαιδευτικό έργο είναι μη μετρήσιμο, ποιοτικό και όχι ποσοτικό, απαιτεί την ενεργοποίηση πλήθους ψυχοσυναισθηματικών και νοητικών διεργασιών
Στα συμπεράσματα του βιβλίου βασικό είναι πως το εκπαιδευτικό έργο είναι μη μετρήσιμο, ποιοτικό κι όχι ποσοτικό, απαιτεί την ενεργοποίηση πλήθους ψυχοσυναισθηματικών, νοητικών διεργασιών και προσφέρει αυτοϊκανοποίηση. Στην επίθεση του συστήματος ενάντια στους μαθητές (δεξιότητες αντί γνώσης), το δημόσιο σχολείο (φτωχό, ταξικό) και τους εκπαιδευτικούς (εργασιακή πίεση, έλεγχος, πειθάρχηση), οι εκπαιδευτικοί θα αναγκαστούν να πάρουν θέση, καθώς ή θα υπηρετήσουν τις ανάγκες των κεφαλαιοκρατών ή θα γίνουν μαχόμενοι διανοούμενοι της κοινωνικής αλλαγής. Απ’ αυτή την άποψη, στο βιβλίο διαπιστώνεται πως η εναντίωση στην κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική έχει ανάγκη από ένα θετικό πρόταγμα: τι σχολείο θέλουμε, ποιος ο ρόλος του εκπαιδευτικού, σε ποια κοινωνία.