Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει αποδείξει πως ξέρει να εκμεταλλεύεται τα σημαντικά γεγονότα, ενίοτε και να τα «δημιουργεί», έχοντας στο μυαλό του συγκεκριμένες επιδιώξεις. Έτσι, Δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κανείς ότι η έκρηξη που σημειώθηκε την περασμένη Κυριακή στον πιο πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο της Κωνσταντινούπολης ταιριάζει «γάντι» στα σχέδιά του, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν σχέση και με τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023.
Η απόδοση της ευθύνης σε «Κούρδους τρομοκράτες» και η σύλληψη –σε χρόνο που ενδεχομένως αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ– της γυναίκας η οποία φέρεται να τοποθέτησε τον εκρηκτικό μηχανισμό και χαρακτηρίστηκε ως «ειδική πράκτορας», αποτελεί μια πρώτης τάξης δικαιολογία για να επιταχυνθεί η επίθεση κατά του HDP. Με απώτερο σκοπό είτε τον αποκλεισμό του από την εκλογική διαδικασία είτε (ακόμη καλύτερα, αν και δύσκολο) τη συρρίκνωση του ποσοστού του κάτω από το νέο όριο του 7% που απαιτείται για είσοδο στη Βουλή. Ταυτόχρονα, με την Άγκυρα να κατηγορεί εξαρχής το ΡΚΚ και την «αδελφή» οργάνωση YPG/PYD στη βόρεια Συρία, ο Ερντογάν αποκτά ένα ακόμη «χαρτί» στην προσπάθειά του να πείσει τους Αμερικανούς –τους οποίους ο υπουργός Εσωτερικών του κατηγόρησε ουσιαστικά για συνενοχή– να του δώσουν το πράσινο φως για μια ακόμη εισβολή στην περιοχή, διευρύνοντας τη ζώνη που ελέγχουν οι τουρκικές δυνάμεις.
Μαζί με αυτά, εντείνονται οι πιέσεις προς τους Ευρωπαίους για να κλιμακώσουν τις διώξεις σε βάρος Κούρδων (και Τούρκων) αγωνιστών. Δεν είναι τυχαία, από αυτή την άποψη, ούτε η στοχοποίηση της Ελλάδας ούτε και η τροποποίηση του συντάγματος της Σουηδίας που εγκρίθηκε αυτή την εβδομάδα και περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτικών προσφύγων, διευκολύνοντας τις διώξεις και την έκδοσή τους — μια από τις βασικές απαιτήσεις του Ερντογάν για να άρει το βέτο του στην ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ.