Μάκης Γεωργιάδης
Πάμπολλες είναι οι αναφορές, ιστορικές και μη, στην περιβόητη πορεία των 30.000 μελανοχιτώνων και άλλων υποστηρικτών του Μουσολίνι προς τη Ρώμη από τις 22 έως τις 29 Οκτωβρίου του 1922, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάλυση της αστικής δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ενός στυγνού φασιστικού καθεστώτος, που τελείωσε με τον απαγχονισμό του ίδιου του Μουσολίνι το 1945. Το καθεστώς εξέλιπε, σίγουρα. Ο φασισμός όμως;
22 Οκτωβρίου 1922 ● Χιλιάδες φασίστες αρχίζουν και συγκεντρώνονται έξω
από την «αιώνια πόλη».
24 Οκτωβρίου ● Ενώπιον 60.000 φασιστών στη Νάπολη, ο Μουσολίνι διακηρύττει «θέλουμε να γίνουμε το κράτος».
27 Οκτωβρίου ● Ο πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα κηρύσσει τη Ρώμη σε κατάσταση πολιορκίας.
28 Οκτωβρίου ● 30.000 μελανοχίτωνες παρελαύνουν στους δρόμους της πόλης.
29 Οκτωβρίου ● Ο βασιλιάς Βιτόριο Εμανουέλε Γ’
ορκίζει πρωθυπουργό τον Μουσολίνι.
Η σύγχρονη εποχή, αλλά και η κατάσταση στην Ιταλία με τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, θέτουν καίρια ερωτήματα στο εργατικό κίνημα από νέα αφετηρία. Όμως ζητούν κι αυτή τη φορά επιτακτικά τη σωστή απάντηση, την οποία δυστυχώς δεν είχε η εργατική τάξη, τα κόμματα και οι οργανώσεις της ούτε εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Εν πολλοίς μπορεί ο θρυλούμενος αριθμός των φασιστικών ορδών που κινήθηκαν εναντίον της Ρώμης να μην είναι τίποτα άλλο παρά ένα μυθολογικό επεισόδιο. Η αλήθεια όμως από εκεί και πέρα υπήρξε σκληρή όχι μόνο για τον ιταλικό λαό, αλλά για το σύνολο της Ευρώπης.
Η Ιταλία, αμέσως μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα βιώσει μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση. Όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε συνταχθεί με το πλευρό των νικητών. Από διπλωματική και πολιτική άποψη, η άρχουσα τάξη της Ιταλίας, αλλά και οι εθνικιστικοί κύκλοι θεωρούσαν τα κέρδη μηδαμινά σε σχέση με τις απώλειες και το κύρος του σχετικά νεοπαγούς κράτους τρωθέν. Από την άλλη, στο κοινωνικό πεδίο, οι 750.000 νεκροί, το ένα εκατομμύριο τραυματιών και αναπήρων, καθώς και η πλήρης αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, έκαναν την κατάσταση εφιαλτική για τα εργατικά στρώματα και τους αγρότες, ειδικά στον υστερούντα σε βιομηχανική ανάπτυξη Νότο. Τα χρόνια των πολεμικών επιχειρήσεων, το 80% των δαπανών του προϋπολογισμού κατευθύνονταν ακριβώς στην κάλυψη των δαπανών του στρατού. Η σοβαρή οικονομική κρίση του 1919 υπήρξε η θρυαλλίδα για το ξέσπασμα επαναστατικής κρίσης και την ηρωική «κόκκινη διετία» των τεράστιων απεργιών, των καταλήψεων εργοστασίων και των εργατικών συμβουλίων.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα το ίδιο το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς αντιμετωπίζουν τα ίδια σοβαρά συμπτώματα κρίσης, τακτικών και στρατηγικών αδιεξόδων, παρά την αυξανόμενη επιρροή τους. Το γεγονός που βαραίνει και θα παίξει καταλυτικό ρόλο και στην άνοδο του Μουσολίνι είναι η στάση των δυνάμεων της αριστεράς στο ζήτημα του πολέμου. Η επικράτηση της λογικής της υπεράσπισης των «δικαίων του έθνους» προκάλεσε διχασμό στο εργατικό κίνημα και στο εσωτερικό των οργανώσεων, από τις πλέον επαναστατικές ως τις ανοιχτά ρεφορμιστικές. Οδήγησε, προοπτικά ωστόσο, ένα σημαντικό τμήμα του λαού και των πλέον πληβειακών στρωμάτων στην αγκαλιά των εθνικιστών και εντέλει των φασιστών.
Σε ένα τέτοιο έδαφος κρίσης και εθνικιστικής έξαρσης, η οποία κάθε άλλο παρά κόπασε με το τέλος του πολέμου, αρχίζει να μεγεθύνεται το φαινόμενο Μπενίτο Μουσολίνι. Έμπειρος πολιτικός ο ίδιος, καθώς μέχρι τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διατελέσει στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και διευθυντής της εφημερίδας του, πέρασε στην αντίπερα όχθη. Όχι μόνο σε ιδεολογικό θεωρητικό επίπεδο, αλλά και σε πρακτικό, το Φασιστικό Κόμμα και οι ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες των «σκουαντρίστι» (των μελανοχιτώνων) έγιναν η αιχμή του δόρατος καταστολής του εργατικού κινήματος και υπήρξαν τα τάγματα εφόδου εναντίον συνδικάτων, κομμάτων ή ακόμη και εκλεγμένων κοινοβουλευτικών ή δημάρχων. Μπορεί η πολιτική κοινοβουλευτική επιρροή του PNF, δηλαδή του φασιστικού κόμματος να ήταν μικρή ως αμελητέα μέχρι το 1921, ωστόσο, η άρχουσα τάξη της Ιταλίας, ένα μείγμα βιομηχάνων, γαιοκτημόνων, κατάλοιπων της φεουδαρχικής εποχής και φυσικά το Βατικανό, βρήκαν στο πρόσωπό του τον πλέον ορκισμένο εχθρό και διώκτη εκείνων που απειλούσαν την κυριαρχία και τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος: των εργατών και του επαναστατικού κινήματος.
Ο μύθος μιας πορείας, η τραγική αλήθεια μιας μάστιγας
Την κρίσιμη διετία 1921-1922 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη και εξάπλωση σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Τα μέλη του αυξάνονται, όπως και οι τρομοκρατικές επιθέσεις των μελανοχιτώνων εναντίον εργατών, συνδικαλιστών, εργατικών κέντρων, γραφείων κομμάτων της αριστεράς κ.λπ. Στα τέλη του 1920 οι fasci δεν είχαν παρά μόνο 20.000 ταμειακώς εντάξει μέλη. Τον Απρίλιο του 1921 έφτασαν τις 100.000 και τον επόμενο μήνα σχεδόν διπλασιάστηκαν φτάνοντας τα 187.000 μέλη. Οι συμμορίες του Μουσολίνι γίνονται ο θεματοφύλακας διασφάλισης της ισχύος, των προνομίων και της ησυχίας της καθεστηκυίας τάξης. Ενισχύονται οικονομικά από την αστική τάξη και εξοπλίζονται από το στρατό. Απεργίες θα χτυπηθούν. Συνδικάτα και εργατικά κέντρα σε όλη την Ιταλία θα λεηλατηθούν. Εργάτες και πρωτοπόροι αντιφασίστες αγωνιστές θα δολοφονηθούν. Το τίμημα για το εργατικό κίνημα θα είναι βαρύ με πάνω από 3.000 νεκρούς που δολοφονήθηκαν από τους μελανοχίτωνες.
Παρά το γεγονός ότι σε κοινοβουλευτικό επίπεδο η επιρροή όλων των φασιστικών σχηματισμών παραμένει ισχνή, όλοι μαζί εκλέγουν μόλις 35 βουλευτές στις εκλογές του 1921, εντούτοις οι βλέψεις και οι επιδιώξεις κατάλυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα βρουν σύμμαχο τελικά την ίδια την αστική τάξη, τον βασιλιά Βιτόριο Εμμανουήλ και την καθολική εκκλησία. Στην αντίπερα όχθη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο είχε αναδειχτεί πρώτη δύναμη στις εκλογές του 1919 συγκεντρώνοντας το 1/3 των ψήφων, βυθίζεται και παλινωδεί στη ρεφορμιστική και κεντριστική γραμμή του χωρίς να διαβλέπει τον επερχόμενο κίνδυνο. Η κρίση στο εσωτερικό του θα οδηγήσει στη διάσπαση και τη δημιουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος το Γενάρη του 1921 στο συνέδριο του Λιβόρνο. Ωστόσο, και πάλι το εργατικό κίνημα δεν θα καταφέρει να χαράξει στρατηγική απάντηση και γραμμή αντιπαράθεσης.
Τον Αύγουστο του 1922 τόσο τα κόμματα της Αριστεράς όσο και οι ηγεσίες των συνδικάτων υπαναχωρούν από τη γενική απεργία που είχαν κηρύξει οι εργατικές ομοσπονδίες προς απάντηση της φασιστικής τρομοκρατίας. Με γραμμή συμβιβασμού και αυταπατών πως η αστική τάξη δεν θα αφήσει να καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα, ακυρώνουν την απεργία και τη γενίκευση των εργατικών αγώνων υποπίπτοντας σε τραγικό σφάλμα. Από τους λίγους που θα υψώσουν ανάστημα την κρίσιμη ώρα και θα αναμετρηθούν ακόμη και ένοπλα με τους φασίστες, θα είναι οι «Γενναίοι του Λαού» (Arditi del popolo), μια οργάνωση βάσης δομημένη από τα κάτω με αντίληψη ενότητας η οποία συσπείρωνε μέλη τόσο του Σοσιαλιστικού όσο και του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και αναρχοσυνδικαλιστικών οργανώσεων οι οποίες είχαν παράδοση σε αρκετά μέρη της Ιταλίας. Τον Αύγουστο του 1922 δόθηκαν ηρωικές και νικηφόρες μάχες στο Ολ Τρατορέντε της Πάρμας, στη Λα Σπέτσια, στη Σαρτζιάνα ή ακόμη και στην ίδια τη Ρώμη, αλλά ελλείψει μιας συνεκτικής πολιτικής γραμμής , αυτό δεν αρκούσε.
Έτσι μόλις δέκα εβδομάδες μετά την ιστορική μάχη της Πάρμας, ο Μουσολίνι και οι μελανοχίτωνές του υλοποιούν το σχέδιο κατάληψης της Ρώμης με την περιβόητη πορεία η οποία ξεκίνησε στις 22 Οκτωβρίου. Φυσικά δεν υπήρξαν ποτέ 30.000 καλά οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι φασίστες παρά μερικές χιλιάδες άτακτοι, και σε γενικές γραμμές φτωχά εξοπλισμένοι, υπό την ηγεσία αποστράτων αξιωματικών και έμοιαζαν περισσότερο με ένοπλες συμμορίες παρά με στρατιωτικά σώματα. Έχει ούτως η άλλως καταγραφεί ιστορικά πως η παράδοση της εξουσίας στον Μουσολίνι ήταν πολιτική επιλογή και δεν προήλθε από τη στρατιωτική απειλή την οποία υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε. Για το στρατό και την αστυνομία του ιταλικού κράτους μια πιθανή αναμέτρηση με τους μελανοχίτωνες σε εκείνη τη φάση θα ήταν μια μάλλον εύκολη υπόθεση.
Στις 27 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι εκδίδει την περιβόητη διαταγή της εισβολής των συμμοριών του στην Αιώνια Πόλη. Ωστόσο, όταν αυτό γίνεται, το μέλλον έχει ήδη κριθεί. Παρά την εισήγηση του τότε πρωθυπουργού στο βασιλιά να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να προχωρήσει σε καταστολή, ο Βίκτωρ Εμμανουήλ υπογράφει την παράδοση των εξουσιών στον αρχηγό του φασιστικού κόμματος στις 28 Οκτωβρίου και την αμέσως επόμενη ημέρα ο Μουσολίνι αναλαμβάνει τα ηνία. Ανοίγει έτσι μια από τις πλέον σκοτεινές και βάρβαρες σελίδες της ιστορίας της σύγχρονης Ιταλίας η οποία θα προκαλέσει ποταμούς δακρύων και αίματος σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, όλα αυτά τα γεγονότα παραμένουν τραγικά επίκαιρα, καθώς μοιάζει τα φαντάσματα του παρελθόντος όχι μόνο να μην έχουν εξοστρακιστεί οριστικά, αλλά να φέρνουν ξανά βόλτες σε δρόμους και πλατείες. Της Ιταλίας και αλλού…