Γιώργος Παυλόπουλος
Φάκελος: Ιταλικές εκλογές
Εγγυήσεις, έτσι ή αλλιώς
«Ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός ήρθε σε επαφή με τον Εμανουέλ Μακρόν, τον Όλαφ Σολτς και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, λειτουργώντας ως εγγυητής για την Τζόρτζια Μελόνι και παρείχε διαβεβαιώσεις σε ό,τι αφορά στα τρία κύρια σημεία της πολιτικής της μελλοντικής κυβέρνησης». Το δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας la Repubblica, την περασμένη Τετάρτη –αν και διαψεύστηκε από το γραφείο του Μάριο Ντράγκι– προκάλεσε αναμφίβολα αίσθηση στην Ιταλία και την Ευρώπη. Κι αυτό διότι ο επικεφαλής της απερχόμενης κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» και πρώην διοικητής της ΕΚΤ φέρεται να ανέλαβε την ευθύνη ότι η Μελόνι δεν θα αλλάξει οτιδήποτε στη στάση της Ρώμης στον πόλεμο της Ουκρανίας και τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, στη θέση της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ και, τέλος, στη δημοσιονομική σταθερότητα και τον περιορισμό χρέους και ελλείμματος.
Την ημέρα των εκλογών, επίσης, ο ένας εκ των δύο εταίρων της Μελόνι, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος έχει διατελέσει στο παρελθόν τρεις φορές πρωθυπουργός, είχε φροντίσει να παράσχει τις δικές του εγγυήσεις, τόσο προς τις Βρυξέλλες όσο και προς το ιταλικό κεφάλαιο, σάρκα από τη σάρκα του οποίου είναι άλλωστε. «Βρίσκομαι στην πολιτική αρένα για να προσφέρω, μαζί με το κόμμα μου, μια καθοριστική συμβολή και να είμαι ο σκηνοθέτης της επόμενης κυβέρνησης», είπε στους συνεργάτες του ο Καβαλιέρε — που είχε δώσει προεκλογικά τα χέρια με τη Μελόνι και τον Σαλβίνι ώστε η πρώτη να αναλάβει την πρωθυπουργία.
Όσοι ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι η ιταλική αστική τάξη (και η ΕΕ) έχει… πανικοβληθεί με το αποτέλεσμα των εκλογών και θα κάνει ό,τι μπορεί για να μην μακροημερεύσει η νέα κυβέρνηση, μάλλον πρέπει να το ξανασκεφθούν. Διότι (και) η Μελόνι είναι ώριμο τέκνο των καιρών.
Τα βασικά συνθήματα και επιχειρήματα που πρόβαλαν τα Αδέλφια της Ιταλίας και η Τζόρτζια Μελόνι στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεν περιέχουν, πρακτικά, οτιδήποτε ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό ή απειλητικό για το κεφάλαιο και το αστικό σύστημα εξουσίας. Όπως και τίποτα πραγματικά ελπιδοφόρο για την κοινωνική πλειοψηφία — για τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων και τη νεολαία, για τους συνταξιούχους και τους άνεργους, για τις γυναίκες (έστω κι αν η νέα πρωθυπουργός είναι γυναίκα) και, βεβαίως, για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.
Ήταν, παρ’ όλα αυτά, εύληπτα και αποτελεσματικά, ενώ συνοπτικά μπορούν να συνοψιστούν στις εξής τέσσερις βασικές ενότητες (όχι κατά σειρά σημασίας και προτεραιότητας), οι οποίες προφανώς και συνδέονται οργανικά μεταξύ τους: Πρώτον, μηδενική ανοχή στους «ξένους», όπως απαιτεί η ταυτότητα του κόμματος αλλά και η Λίγκα του Βορρά, του Ματέο Σαλβίνι. Δεύτερον, χτύπημα στη ρίζα της εκτεταμένης διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα, η οποία προβάλλεται και ως βασική αιτία για τη μη συμμετοχή των Αδελφών της Ιταλίας στην κυβέρνηση Ντράγκι — σε αντίθεση με όλα τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Τρίτον, υπηρέτηση του γνωστού τριπτύχου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον φασισμό — και, στη γλώσσα της Μελόνι, εκφράστηκε με τη δήλωσή της «είμαι γυναίκα, είμαι μητέρα, είμαι Ιταλίδα, είμαι χριστιανή». Και τέταρτον, υιοθέτηση μιας πολιτικής η οποία θα έχει ως σημαία ένα γνωστό μοτίβο, το «Πρώτα η Ιταλία», με ό,τι αυτό σημαίνει για τη στήριξη της κυβέρνησης προς το «εθνικό» κεφάλαιο αλλά και τη στάση της στην ΕΕ — στη γραμμή που έχουν χαράξει ο Τραμπ, ο Μπάιντεν και ο Μακρόν, ο Πούτιν, ο Σι και ο Μόντι.
Αντιθέτως, σε οικονομικό επίπεδο, η Μελόνι απέφυγε συστηματικά να «εκτεθεί» και να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ειδικά απέναντι στα πλέον αδύναμα στρώματα της κοινωνίας. Περιορίστηκε σε μια γενικόλογη διακήρυξη περί επαναδιαπραγμάτευσης των όρων που διέπουν τη χορήγηση των σχεδόν 200 δις. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, δεσμεύτηκε να κάνει «χρηστή» δημοσιονομική διαχείριση και να μην λησμονήσει ποτέ τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το τεράστιο δημόσιο χρέος, που φτάνει στο 150% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην ευρωζώνη (σε ποσοστό) μετά της Ελλάδας, ενώ… έβαλε χέρι στον Σαλβίνι όταν αυτός προσπάθησε να εφαρμόσει τη γραμμή του «δώστα όλα».
Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε να αλώσει και να λεηλατήσει τα κάστρα της Λίγκας και της Φόρτσα Ιτάλια, εξαπλασιάζοντας το ποσοστό του κόμματός της σε σύγκριση με το 2018, τη στιγμή που οι εταίροι της έχασαν πάνω από τη μισή τους δύναμη. Επίσης, ενώ σάρωσε στην περιφέρεια και τις αγροτικές ημιαστικές περιοχές, δεν τα κατάφερε εξίσου καλά ούτε στις μεγάλες πόλεις, όπου είναι συγκεντρωμένη η εργατική τάξη και η εργαζόμενη διανόηση ούτε όμως και στον Νότο, όπου οι Πεντάστεροι διατήρησαν σημαντική επιρροή.
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει, αναμφίβολα, η στάση της Μελόνι απέναντι στην ΕΕ. Κι αυτό διότι ενώ φρόντισε να ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη συμμετοχή της Ιταλίας ούτε σε αυτή ούτε στη ζώνη του ευρώ, ταυτόχρονα διεμήνυσε στις Βρυξέλλες (και το Βερολίνο και το Παρίσι) ότι «το πάρτι τελείωσε». Ότι, με άλλα λόγια, η Ιταλία θα διεκδικήσει τη θέση και την προσοχή που θεωρεί ότι δικαιούται στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα, βάζοντας τέλος σε μια μακρά περίοδο περιθωριοποίησής της, στη διάρκεια της οποίας έπαιζε ουσιαστικά ρόλο κομπάρσου δίπλα στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι επίκειται άμεσα η μεγάλη σύγκρουση ή ότι η Ιταλία θα βρεθεί στη θέση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, όπως απείλησε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η Ιταλία, άλλωστε, είναι πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί και, πολύ περισσότερο, να αφεθεί να καταρρεύσει. «Η Ευρώπη οφείλει ήρεμα να αποδεχθεί τη δημοκρατική απόφαση της Ιταλίας να εκλέξει την κ. Μελόνι και να τη βοηθήσει να πετύχει, ενόσω θα την προειδοποιεί σε ιδιωτικό επίπεδο πόσο κακό θα κάνει τόσο στην Ιταλία όσο και στην ΕΕ μια αποτυχία της», όπως σημείωνε ο Economist.
Με βάση τα παραπάνω και παρά τη γοητεία που ασκεί σε σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης το αφήγημα του οικονομικού πατριωτισμού και της υπεράσπισης των εθνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών αξιών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα Αδέλφια της Ιταλίας και η Μελόνι αποτελούν την έκφραση μιας συστημικής Ακροδεξιάς των «πάνω», καθώς θρέφεται από τις ανάγκες και τις επιδιώξεις τους και έρχεται να τις υπηρετήσει πιστά. Ταυτόχρονα, βεβαίως, αποκτά ισχυρές ρίζες και στους «κάτω», πολλαπλασιάζοντας τη δυναμική της, εξαιτίας της απόγνωσης εκατομμυρίων ανθρώπων και της απουσίας οποιασδήποτε ορατής και αξιόπιστης εναλλακτικής. Ειδικά από τη μεριά της Αριστεράς — που αντί, αν μη τι άλλο, να τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους, συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να παίρνει όρκους σε απολιθωμένα σχήματα και απαξιωμένες ιδέες.
Δεν είναι τυχαίο, φυσικά, το γεγονός ότι η Ιταλία γίνεται η πρώτη χώρα που θα αποκτήσει –πλην μεγάλου απροόπτου– μια πρωθυπουργό η οποία «ωρίμασε» πολιτικά στους κόλπους των συνεχιστών του νεοφασισμού. Η ιστορία της Ακροδεξιάς και των ένοπλων τρομοκρατικών οργανώσεών της στη χώρα, ο βρόμικος ρόλος του παρακράτους και της αμερικανικής έμπνευσης οργάνωσης «Γκλάντιο», η ισχύς και επιρροή της Μαφίας, μαζί και ο ισχυρός εθνικισμός του Βορρά, δημιούργησαν ένα πολιτικό υπέδαφος ιδιαιτέρως εύφορο, στο οποίο φύτρωσε η «σοβαρή Ακροδεξιά» της Μελόνι.
Προσχηματικό και ανούσιο το σχήμα του «δημοκρατικού τόξου»
Κατάφερε δε να αναπτυχθεί με την καθοριστική βοήθεια που της πρόσφερε ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος πρώτος της άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή, κάνοντάς την υπουργό για ζητήματα νεολαίας στην κυβέρνησή του. Και τώρα, ως εξέχων «ολιγάρχης» της Ιταλίας και ως εταίρος του Σολτς και του Μητσοτάκη στην Ευρώπη, της προσφέρει τη στήριξη και τις εγγυήσεις του, πετώντας πρακτικά στα αζήτητα το γνωστό σχήμα του «δημοκρατικού τόξου».
Η 68η κυβέρνηση σε 75 χρόνια –παρά τη συστηματική καλπονοθεία
Η επόμενη θα είναι η 68η κυβέρνηση της Ιταλίας τα τελευταία 75 περίπου χρόνια, δηλαδή μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μέσος όρος επιβίωσης των ιταλικών κυβερνήσεων δεν ξεπερνά τους 13 μήνες ή τις 400 ημέρες, ενώ ακόμη και αυτή του Ντράγκι, η οποία στηριζόταν από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην εκείνου της Μελόνι, δεν άντεξε πάνω από 16 μήνες. Η Ιταλία, λοιπόν, διεκδικεί τον τίτλο της χώρας με το πιο ρευστό πολιτικό σκηνικό, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά παγκοσμίως. Αυτός είναι και ένας λόγος που κάνει πολλούς να στοιχηματίζουν ήδη για το πόσο θα αντέξει και η νέα κυβέρνηση.
Σε αυτό το φόντο, τα μικτά εκλογικά συστήματα που εφαρμόζονται εδώ και αρκετά χρόνια σχεδιάζονταν και άλλαζαν με σκοπό να προσφέρουν πιο άνετη πλειοψηφία στην εκάστοτε κυβέρνηση — και, κατά συνέπεια, μεγαλύτερες πιθανότητες μακροημέρευσης. Στην πράξη, ωστόσο, δεν έχουν καταφέρει πολλά πράγματα, ούτε τα προηγούμενα ούτε αυτό που ίσχυσε στη συγκεκριμένη αναμέτρηση, το οποίο είναι επίσης και εξίσου καλπονοθευτικό.
Αξίζει να σημειωθεί, για του λόγου το αληθές, ότι ο τρικομματικός συνασπισμός των Αδελφών της Ιταλίας, της Λίγκας του Βορρά και της Φόρτσα Ιτάλια κατάφερε να διασφαλίσει 237 έδρες στην 440μελή Βουλή και 115 στη 200μελή Γερουσία έχοντας λάβει ποσοστό μικρότερο του 44% (26% το κόμμα της Μελόνι, ενώ εκείνα των Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι πήραν 8,8% και 8,1% αντιστοίχως). Παρά δε το γεγονός ότι δεν έπιασε την πλειοψηφία των δύο τρίτων, που θα επέτρεπε ακόμη και συνταγματική μεταρρύθμιση χωρίς τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ασφαλώς πρόκειται για μια πολύ ισχυρή πλειοψηφία, που δύσκολα θα αμφισβητηθεί.
Αυτό είναι κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο εκλογικό σύστημα, το οποίο κατανέμει το 61% των εδρών αναλογικά στις λίστες των κομμάτων (υπό την προϋπόθεση ένα μεμονωμένο κόμμα να έχει υπερβεί το 3% και ένας συνασπισμός το 10%), ενώ το 37% προέρχεται από μονοεδρικές περιφέρειες, όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία και το υπόλοιπο 2% αφορά στους απόδημους. Έτσι, είναι φανερό ότι το τρίο Μελόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι είχε το απόλυτο πλεονέκτημα στις μονοεδρικές περιφέρειες απέναντι στους Δημοκρατικούς και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, με αποτέλεσμα να κατακτήσει τη συντριπτική πλειοψηφία τους.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι με βάση το παραπάνω σύστημα, ακόμη και εάν η συμμετοχή στις εκλογές της περασμένης Κυριακής έπιανε τα επίπεδα του 2018 – τότε έφτασε στο 73% ενώ τώρα έκανε «βουτιά» στο 64% – ο τελικός συσχετισμός δεν θα άλλαζε ιδιαιτέρως. Η Μελόνι, μάλιστα, θα κατάφερνε πιθανότατα να γίνει πρωθυπουργός ακόμη και στην περίπτωση που τα Αδέλφια της Ιταλίας έρχονταν δεύτερα, πίσω από τους Δημοκρατικούς.