Σε ηλικία 91 χρονών πέθανε ένας από τους σημαντικότερους auteur-δημιουργούς του παγκόσμιου σινεμά. Ο σπουδαίος Γαλλο-Ελβετός σκηνοθέτης υπήρξε μαζί με τον Φρανσουά Τριφό ο πιο γνωστός εμπνευστής και εκπρόσωπος του κινηματογραφικού κινήματος της Νουβέλ Βαγκ (Νέο Κύμα) του γαλλικού σινεμά, ενός ρεύματος που τροφοδοτήθηκε και εμπνεύστηκε από τις εξεγερσιακές διεργασίες και αναζητήσεις της περιόδου. Το 2019 είχε φύγει από τη ζωή, η μούσα του, η ηθοποιός Άννα Καρίνα.
Ανάμεσα σε όλους τους κινηματογραφιστές της εποχής του υπήρξε ο πιο ριζοσπαστικός. Μετά το Μάη του ’68 και την κατάληψη στο Φεστιβάλ των Καννών φάνηκε να ριζοσπαστικοποιείται ακόμα περισσότερο. Πέρασε σε μια ιδιότυπη δικής του έμπνευσης μαρξιστική κινηματογραφική avant-garde και αρνήθηκε να κάνει άλλες εύπεπτες ταινίες για «μπουρζουάδες» όπως χαρακτήριζε πλέον αυτές της πρώτης και πιο γόνιμης κινηματογραφικής περιόδου του. Η αιρετική και εμπνευσμένη από τη «σκέψη Μάο-Τσε Τουνγκ» στρατευμένη τέχνη που υπηρετούσε μετά το 1969 δυστυχώς ήταν υπερβολικά πειραματική και απέτυχε να συγκινήσει τις μάζες ακόμα και τους ανήσυχους και ανυπάκουους φοιτητές που κάποτε τον λάτρευαν. Κινηματογραφικά πέρασε για ένα διάστημα στην ανυποληψία αλλά συνέχισε να κάνει ταινίες, πολιτικές παρεμβάσεις και να γράφει πολιτικά κείμενα.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η πρόσφατη σάτιρα για τη ζωή του «Γκοντάρ, αγάπη μου». (Redoubtable, 2017)
Αυτή η ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους χρησιμοποιώντας την αισθητική του Γκοντάρ διηγείται πώς το ιδιότροπο «τρομερό παιδί της Νουβέλ Βαγκ» πέρασε στο underground σε μια αποτυχημένη προσπάθεια του εκκεντρικού δημιουργού να εκφράσει πιο αυθεντικά τα πρωτοπόρα και επαναστατικά τμήματα της κοινωνία σε μια μεταβατική εποχή. Ωστόσο οι ταινίες του είναι εδώ για να μας θυμίζουν πόσο σημαντικός -όσο και αντιφατικός- υπήρξε.
Από την πρώτη του ταινία «Χωρίς Ανάσα» μέχρι το «Αρσενικό-Θηλυκό» και την «Κινέζα» υπάρχουν δείγματα ιδιοφυϊας και υψηλής κινηματογραφικής τέχνης στο έργο του στο οποίο αξίζει να ανατρέξουμε, να επανεκτιμήσουμε και να στοχαστούμε ξανά. Υπάρχουν κριτικοί που εξακολουθούν να τον θεωρούν υπερεκτιμημένο ενώ άλλοι στέκονται στο ότι ποτέ δεν είχε την εξέλιξη που θα μπορούσε να είχε. Συνέχισε πάντως να δείχνει την περιφρόνηση του απέναντι σε επίσημους θεσμούς. Το 2010 βραβεύτηκε με το τιμητικό Όσκαρ, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με όλα όσα έλεγε για το αμερικανικό σινεμά ότι αποτελεί τη συμπύκνωση του καπιταλισμού στην πιο αγνή του μορφή ενώ μέχρι το τέλος καλούσε τον κόσμο να στρέψει τις πλάτες του στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ.
Αποκομμένος από κινήματα-συντρόφους-συλλογική δράση κάποια στιγμή έχασε την επαφή με τον επαναστατικό δρόμο, αν και συνέχισε να κάνει εύστοχους στοχασμούς. Στην περίοδο των μνημονίων είχε ταχθεί εναντίον των ασφυκτικών μέτρων λιτότητας δηλώνοντας πως “όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα σήμερα στην Ελλάδα”.
Πιο άτυχη στιγμή της ζωής του ήταν η δήλωση που είχε κάνει το 2014, δηλαδή ότι ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ θα έπρεπε να τοποθετήσει στον πρωθυπουργικό θώκο τη Μαρίν Λεπέν (και ας μην τη γουστάρει) με μια εντελώς διαστρεβλωμένη ερμηνεία του αποφθέγματος «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».