Μπάµπης Συριόπουλος
▸ Χωρίς ισχυρή αντικαπιταλιστική Αριστερά, το κίνηµα θα σπρώχνει τον βράχο σαν τον Σίσυφο
Είµαστε στη µέση του καλοκαιριού, αλλά όλοι αναρωτιούνται για τον χειµώνα που έρχεται, ο καθένας από τη σκοπιά του. Παρά την πολύ µεγάλη αύξησή του, ο µέσος όρος του τιµάριθµου (11,6% τον Ιούνιο) κρύβει τις πολύ µεγαλύτερες αυξήσεις σε τρόφιµα, ρεύµα, θέρµανση και άλλα είδη λαϊκής κατανάλωσης, ρίχνοντας κόσµο στη φτώχεια και την ανασφάλεια. Τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και αστικά επιτελεία, παγκόσµια, ανησυχούν για το ενδεχόµενο κοινωνικών εκρήξεων τον χειµώνα που µας έρχεται — πρόσφατη είναι η εξέγερση στη Σρι Λάνκα και οι αγροτικές διαδηλώσεις στην Ολλανδία.Ενώ ξεσπούν µαζικές απεργίες σε λιµάνια, αεροδρόµια και σιδηρόδροµους σε χώρες της ΕΕ. Ένας «θερµός» χειµώνας αναµένεται, µε κοινωνικές εκρήξεις. Στην Ελλάδα χρησιµοποιείται σε µεγάλες δόσεις ένα δοκιµασµένο αντίδοτο για τους λαϊκούς αγώνες, η συζήτηση για το αν και πότε θα γίνουν εκλογές. Τα αστικά κόµµατα εξουσίας απεύχονται κάθε κίνηµα που υπονοµεύει την αστική πολιτική, στρέφουν την εργαζόµενη πλειονότητα στην αναζήτηση του καλύτερου διαχειριστή. Ο Κ. Μητσοτάκης αποµάκρυνε την πιθανότητα εκλογών µετά το καλοκαίρι, αλλά η κυβέρνηση κρατάει πάντα για τον εαυτό της το χαρτί του εκλογικού αιφνιδιασµού.
Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι επικίνδυνη για τον λαό, αποφασισµένη να υλοποιήσει µέτρα που αλλάζουν βαθιά το κοινωνικό τοπίο, σε βάρος της εργατικής τάξης· τον ψηφιακό έλεγχο των σωµατείων µε τον νόµο Χατζηδάκη, την επιχειρηµατικοποίηση του Πανεπιστήµιου µε τη βοήθεια της Πανεπιστηµιακής Αστυνοµίας, την παράδοση των δηµόσιων χώρων και του φυσικού περιβάλλοντος στους επενδυτές και πάνω απ’ όλα την µετακύλιση των βαρών της επερχόµενης πολύπλευρης κρίσης στους εργαζοµένους. Αυτή η κοινωνική επίθεση απαιτεί τη σιδερένια φτέρνα του «νόµου και της τάξης», όπως δείχνει η εφαρµογή του νόµου για τις διαδηλώσεις το τελευταίο διάστηµα, καθώς και η απόρριψη του δίκαιου αιτήµατος αποφυλάκισης του Γιάννη Μιχαηλίδη. Συνολικά οι αστικοί µηχανισµοί, σε µια επίδειξη ολοκληρωτισµού και αλαζονείας, διακηρύσσουν την περιφρόνησή τους προς το «κοινό περί δικαίου αίσθηµα», σύµφωνα µε τις δηλώσεις της –υποτίθεται κοινωνικά ευαίσθητης– ΠτΔ Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Αν η µνηµονιακή επίθεση από το 2010 και µετά είχε αφετηρία τον τραπεζικό τοµέα –ντόπιο και ξένο– και το δηµόσιο χρέος, η τωρινή επίθεση της λεηλασίας µέσω ακρίβειας, διατροφικής, ενεργειακής και υγειονοµικής κρίσης έχει στο κέντρο της την αστική ιδιοκτησία, το κέρδος και τους κανόνες της αγοράς. Δεν µπορούν να υπάρχουν, ούτε σαν ιδέα, «εθνικές» –αποδεκτές από το κεφάλαιο– λύσεις. Αντίθετα, για την υπεράσπιση των δηµόσιων αγαθών, όπως το ρεύµα, το νερό, η υγεία, η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, απαιτούνται πλαφόν στις τιµές, κατάργηση των χρηµατιστηρίων ενέργειας και τροφίµων και εθνικοποιήσεις των βασικών τοµέων της οικονοµίας χωρίς αποζηµίωση και µε εργατικό-λαϊκό έλεγχο· η αντιµετώπιση της ακρίβειας απαιτεί αυξήσεις των µισθών και µείωση των κερδών. Για πραγµατική αύξηση των κοινωνικών δαπανών απαιτείται µείωση των στρατιωτικών δαπανών, έξοδος από το ΝΑΤΟ και πάλη ενάντια στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισµό για τα πετρέλαια και τις ΑΟΖ. Όλα αυτά τα µέτρα θίγουν βαθιά το κεφάλαιο και την αστική πολιτική, είναι αντικαπιταλιστικοί στόχοι πάλης και καθιστούν αναγκαίο ένα κίνηµα µε τέτοιους στόχους και ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό ρεύµα.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπολιτεύεται συναινετικά και στα σηµεία, επικεντρωµένος στα σκάνδαλα, µε πόλεµο δηλώσεων εντυπωσιασµού και προσανατολισµό στο κέντρο και στη «µεσαία τάξη». Το ΜεΡΑ25 δηλώνει κι αυτό παρών για συµµετοχή σε προοδευτικές κυβερνήσεις µαζί µε τον ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζοντας πάντα «υπεύθυνες» τεχνοκρατικές λύσεις στο πλαίσιο της ΕΕ. Το ΚΚΕ, παρά την αντίθεσή του στην αστική πολιτική και την αγωνιστική του συνεισφορά, αρκείται σε επιµέρους µάχες και αγώνες χαµηλής έντασης, χωρίς να θέτει άµεσα πολιτικούς στόχους ανατροπής, ενώ σιγοντάρει τα εθνικά αστικά στερεότυπα στον ανταγωνισµό της ελληνικής αστικής τάξης µε την τουρκική.
Είδαµε που οδήγησαν οι λύσεις µε λογική «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή» — ας πάρουµε άλλο δρόµο
Η παρουσία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς µε κοµµουνιστικό πυρήνα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, µε το κάλεσµά της για συνεργασία µε βάση το αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα, είναι αναγκαία για να γίνει πιο αιχµηρό πολιτικά και επικίνδυνο το εργατικό λαϊκό κίνηµα, για τον προσανατολισµό της κοινωνικής δυσαρέσκειας προς τον πραγµατικό εχθρό. Δεν µπορεί η Αριστερά να περιορίζεται στη νοσταλγική αναπόληση της κινηµατικής ανάτασης της περιόδου 2010-12. Το γεγονός ότι δεν κυριάρχησαν τότε η αντίθεση στην ΕΕ και η ανάγκη αντικαπιταλιστικής αποδέσµευσης απ’ αυτή, ότι δεν µπήκε η ταξική σφραγίδα της αντίθεσης στην ελληνική αστική τάξη και τους συµµάχους της και όχι απλά στην τρόικα, οδήγησε στον κυβερνητικό δρόµο και στην ήττα.
Στον επόµενο γύρο υπάρχει η δυνατότητα –µετά τη δοκιµή των δήθεν λύσεων «ούτε ρήξη ούτε ανατροπή» και την πλήρη αστική ολοκλήρωση του ΣΥΡΙΖΑ– η κοινωνική δυσαρέσκεια να ξεπεράσει την αδιέξοδη αγανάκτηση και απελπισία και να µετασχηµατιστεί σε κίνηµα ανατροπής της αστικής πολιτικής. Η «µεγάλη παραίτηση» να γίνει µεγάλο ταξικό εργατικό κίνηµα και οι αντιπολεµικές λαϊκές διαθέσεις να δυναµώσουν ένα διεθνιστικό αντιπολεµικό κίνηµα. Προϋπόθεση για αυτό είναι η ύπαρξη και ισχυροποίηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, µιας Αριστεράς που επιδιώκει ένα κίνηµα τέτοιο που δεν θα γίνεται εύκολη λεία επίδοξων σωτήρων. Χωρίς αυτή την Αριστερά, το κίνηµα θα σπρώχνει το βράχο σαν το Σίσυφο για να ξεκινάει ξανά από την αρχή. Η παρέµβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, µε το αναγκαίο πρόγραµµα, την προωθητική ενότητα αλλά και τον διαχωρισµό απ’ ό,τι µας χαντακώνει τόσα χρόνια, είναι αναγκαία σε όλες τις πολιτικές µάχες και τις εκλογικές.