Γιώργος Κρεασίδης
Το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν μια διπλή εθνοκάθαρση με τον ξεριζωμό 1,5 εκατομμυρίων χριστιανών της Μικρασίας και 500 χιλιάδων μουσουλμάνων της Ελλάδας. Στη χώρα μας οι πρόσφυγες στα αστικά κέντρα έγιναν καύσιμη ύλη για την καπιταλιστική ανάπτυξη εντός των συνόρων, μετά το τέλος των εξωτερικών περιπετειών. Κοινωνικά και πολιτικά έγιναν φορείς προοδευτικών αντιλήψεων και αριστερών τάσεων.
Το δράμα των προσφύγων ήταν ο επίλογος της Μικρασιατικής Καταστροφής, που άλλαξε καταλυτικά την κοινωνική ζωή και την πορεία της ιστορικής εξέλιξης της Ελλάδας. Όσους έφυγαν με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ακολούθησε η οργανωμένη φυγή με την Ανταλλαγή Πληθυσμών κάτω από την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (πρόδρομου του ΟΗΕ), με βάση τη σχετική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τον Γενάρη του 1923 κατά τη διαδικασία που οδήγησε στη Συνθήκη της Λοζάνης. Με την Ανταλλαγή, περίπου 500.000 μουσουλμάνοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εξαιρέθηκαν μόνο οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης από την Ελλάδα και οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου από την Τουρκία. Με έναν αριθμό κοντά στο 1,5 εκατ., δηλαδή στο 20% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας, η εξασφάλιση της επιβίωσης και της στοιχειώδους ένταξης στον κοινωνικό ιστό ήταν από μόνα τους ένα εκρηκτικό πρόβλημα για την Ελλάδα της εποχής, που έβγαινε οικονομικά ρημαγμένη μετά από μια δεκαετή πολεμική περίοδο.
Φυσικά το προσφυγικό στοιχείο δεν ήταν ταξικά ομοιογενές. Οι μεγαλοαστοί και τα εύπορα μεσοστρώματα που κατάφεραν να διασώσουν μέρος έστω της περιουσίας τους μπόρεσαν εύκολα να εξασφαλίσουν επίπεδο ζωής ανάλογο με αυτό που άφησαν πίσω. Αυτά τα στρώματα διαμόρφωσαν τα δικά τους προάστεια, όπως στη Νέα Σμύρνη, και ενσωματώθηκαν με ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Για τη μεγάλη πλειοψηφία όμως, που ήταν φτωχοί αγρότες, λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων ή κατεστραμμένοι των μικροαστικών στρωμάτων, που άφησαν πίσω ό,τι είχαν και δεν είχαν, υπήρχε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης.
Σε πρώτη φάση εγκαταστάθηκαν σε καταυλισμούς και μεγάλα κτίρια, ακατάλληλα και προορισμένα για άλλη χρήση, όπως της σημερινής Βουλής στο Σύνταγμα, μισοερειπωμένης τότε μετά από πυρκαγιά το 1909. Η πείνα, οι αρρώστιες, οι κάθε λογής ταλαιπωρίες, ήταν τα άμεσα και οξυμένα προβλήματα. Παρόλο που η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού ήταν εντυπωσιακή για τα όσα θα περίμενε κανείς εκείνη την εποχή, δεν επαρκούσε ούτε για τα στοιχειώδη. Ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), υπό την αιγίδα της ΚτΕ και με πόρους από εξωτερικό δανεισμό, η οποία ανέλαβε να οργανώσει τη διασφάλιση της επιβίωσης και της ενσωμάτωσης των προσφύγων.
Σε ό,τι αφορά το τμήμα που επιλέχτηκε να ενταχθεί στον αγροτικό κόσμο, κινήθηκε σχετικά άμεσα, καθώς μέσα σε τρία περίπου χρόνια έγινε η αγροτική μεταρρύθμιση, που εκκρεμούσε για δεκαετίες, ώστε να αποδοθούν αγροτικοί κλήροι στις προσφυγικές οικογένειες. Η αναδιανομή της γης με κρατική πρωτοβουλία και όχι με αγροτική κινητοποίηση είχε φυσικά ελεγχόμενα αποτελέσματα. Οι προσφυγικές οικογένειες βρέθηκαν να χρωστάνε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (ΑΤΕ) για τη γη, τον εξοπλισμό και το σπίτι τους. Οι συνεταιρισμοί οργανώθηκαν, ώστε να ελέγχονται από το κεφάλαιο, όπως και όλη η αγροτική οικονομία μέσω της ΑΤΕ. Η κατανομή του πληθυσμού έγινε και με το κριτήριο της εθνικής ομογενοποίησης στη Βόρεια Ελλάδα, ειδικά στις περιοχές με σλαβόφωνο πληθυσμό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία έγιναν αγρότες και τμήματα του αστικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας.
Μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού ρίζωσε σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη και άλλα αστικά κέντρα, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας. Μέσα από τις φτωχογειτονιές των προσφυγικών συνοικιών, στις παράγκες και τα σπίτια της ΕΑΠ, θα τροφοδοτηθεί η μαζική ανάπτυξη της εργατικής τάξης που θα βρει δουλειά στις φάμπρικες της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί με τον προσανατολισμό στο εσωτερικό της χώρας, καθώς για πρώτη φορά το ελληνικό κράτος σχεδόν ταυτίζεται με τον ελληνικό κόσμο. Η αναζήτηση κερδοφορίας στρέφεται στην καπιταλιστική ανάπτυξη, για την οποία το προσφυγικό στοιχείο θα είναι σε σημαντικό βαθμό η καύσιμη ύλη.
Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή τη δυσπιστία του κρατικού μηχανισμού, την εχθρότητα της βασιλικής παράταξης που τους συνέδεε με την ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο και την κατάρρευση του καθεστώτος της και τις προκαταλήψεις του ντόπιου πληθυσμού, τι οποίες γεννούσε ο φόβος για τον διαμοιρασμό της φτώχειας. Σύντομα όλα αυτά πήραν τη διάσταση μιας ρατσιστικής σχεδόν αντιμετώπισης από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που θεωρούσε ότι οι πρόσφυγες είχαν αμβλυμμένη εθνική συνείδηση –εξάλλου δεν ήταν λίγοι οι τουρκόφωνοι ή όσοι μιλούσαν διαλέκτους– ή ότι δεν ήταν γνήσιοι χριστιανοί και κυρίως τους στιγμάτιζε ως αποδέκτες της κρατικής βοήθειας, της καλλιεργήσιμης γης και των θέσεων εργασίας. Έντεχνα το κράτος καλλιέργησε την αντιπαλότητα με τους σλαβόφωνους πληθυσμούς, για να αξιοποιήσει τους πρόσφυγες σαν καταλύτη «ελληνοποίησης».
Οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες βρέθηκαν να χρωστάνε στην ΑΤΕ για τη γη, τον εξοπλισμό και το σπίτι τους
Οι πρόσφυγες, που ήταν σε σημαντικό βαθμό εγγράμματοι, έμπειροι επαγγελματίες και αγρότες με γνώση αποδοτικών τεχνικών, συνέβαλαν στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Παρά τα βάσανα και την εκμετάλλευση, σε βάθος χρόνου βοήθησαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, ενώ άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στον πολιτισμό, με χαρακτηριστική περίπτωση το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, αλλά και τον αθλητισμό, με την ίδρυση ιστορικών σωματείων, όπως η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, ο Πανιώνιος, η Προοδευτική, ο Ιωνικός και τόσα άλλα. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το προσφυγικό στοιχείο πολύ σύντομα δέχτηκε την επίδραση του ΚΚΕ και της Αριστεράς. Κομβική στιγμή ήταν η υπογραφή του Συμφώνου της Ελληνοτουρκικής φιλίας από τις κυβερνήσεις Βενιζέλου-Ατατούρκ, που σήμανε το τέλος των μάταιων προσδοκιών για επιστροφή στη Μ. Ασία, αλλά και για τις διεκδικήσεις αποζημιώσεων. Το γεγονός δημιούργησε αποστάσεις από το Κόμμα των Φιλελευθέρων και διεύρυνε τις δυνατότητες παρέμβασης της Αριστεράς. Έτσι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης ρίζωσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τροφοδοτώντας για δεκαετίες την επιρροή του ΚΚΕ και της Αριστεράς.
Με τη δεύτερη και τρίτη γενιά οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν πλήρως στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και δεν επηρεάζονταν πια με ιδιαίτερο τρόπο από τις εξελίξεις.