Γιώργος Τζίμας
Η δικαστική απόφαση για τον παιδοβιαστή Δημήτρη Λιγνάδη σφράγισε και με τη βούλα της αστικής δικαιοσύνης την ενοχή του —έστω μερικώς. Και ξαφνικά… ελεύθερος υπό όρους! Γιατί, στην εποχή των τεράτων, μόνο σε αυτά παραχωρείται η ελευθερία. Τι κι αν νόμιζε η ΝΔ ότι η καταδικαστική απόφαση για δύο εκ των τεσσάρων βιασμών, από όσους εξαρχής κατηγορούνταν επίσημα ο Λιγνάδης, μπορεί να καταλάγιαζε την κοινωνική οργή; Η τερατώδης διαπλοκή της αστικής τάξης είναι τόσο εξόφθαλμη στα μάτια του κόσμου, που το αποτέλεσμα της δίκης τής έχει στοιχίσει περισσότερο.
Από την πρώτη στιγμή που τόλμησαν οι θαρραλέοι αυτοί άνθρωποι –θύματα του εξουσιαστικής μανίας του Λιγνάδη– να μιλήσουν, μέχρι και σήμερα, ο βαθύς μηχανισμός κάλυψης των ισχυρών και των «αρίστων» φανερώθηκε προκλητικά μπροστά μας στο σύνολό του. Η κωλυσιεργία της αστυνομίας στη σύλληψή του, το αυτοματοποιημένο «ξέπλυμα» από τα αστικά ΜΜΕ και τις διασημότητες του «πολιτισμού» της γκλαμουριάς και του χρήματος, η λάσπη που πετούσε στον ανεμιστήρα για μήνες η κυβέρνηση, παρά την προσωπική σχέση της υπουργού Πολιτισμού, Λ. Μενδώνη και των υπολοίπων στελεχών και βουλευτών της ΝΔ, ακόμη και του πρωθυπουργού, συπληρώθηκαν με την αργόσυρτη δικαστική διαδικασία που συνδύαζε τη διαρκή προσβλητική στάση του δικηγόρου Α. Κούγια με την τελική απόφαση για έξοδο από τη φυλακή που πάρθηκε από το δικαστήριο. Σύσσωμη η αστική εξουσία με όλα της τα μέσα έδωσε μια λυσσαλέα μάχη για να προστατεύσει την κλίκα της, γεγονός που αιτιολογεί μέσα σε όλα και τη σημερινή στάση της ΝΔ, η οποία πασχίζει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί ως κυβέρνηση με κάθε μέσο. Ακόμη κι αν ο υπουργός, Σ. Πέτσας, δήλωσε μετά από τη μαζική κοινωνική κατακραυγή ότι «κατανοεί γιατί απασχολεί την κοινωνία» το θέμα, το κυβερνητικό αφήγημα και η στήριξη προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση δεν έχει αλλάξει.
Ευτυχώς που υπήρξαν και τα φωτεινά αντανακλαστικά ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας που με κάθε τρόπο στήριξε τα θύματα, συμβάλλοντας κατά πολύ στην πίεση για την καταδικαστική απόφαση εις βάρος του Λιγνάδη, και ταυτόχρονα ανέδειξε τις μεγάλες δυνατότητες που μπορούν να ανοίξουν υπό προϋποθέσεις αν η αντίδραση προς το αστικό σύστημα εξουσίας, τις κυβερνήσεις του και τα συμφέροντά τους γιγαντωθεί σε μορφές και περιεχόμενο.
Ένα πανό που απλώνεται στα μεγάλα αρχαία θέατρα της Ελλάδας που αναγράφει «Βιαστής είναι» και η «ανταρσία» ηθοποιών του θεάτρου έχουν κάνει την κυβέρνηση να τρέμει
Πώς μπορεί ένα πανό που απλώνεται στα μεγάλα αρχαία θέατρα της Ελλάδας που αναγράφει «Βιαστής είναι», η «ανταρσία» ηθοποιών του θεάτρου που διαβάζουν στις παραστάσεις τους κείμενα καταδίκης της απόφασης απελευθέρωσης του Λιγνάδη, οι κινητοποιήσεις και ακτιβισμοί του ριζοσπαστικού φεμινιστικού και ευρύτερα του λαϊκού κι εργατικού κινήματος να κάνουν μια κυβέρνηση να τρέμει; Και όμως! Ακόμη κι αν η ΝΔ αυτό που κατά βάση παρουσιάζει είναι οι κατηγορίες προς τον ΣΥΡΙΖΑ περί «χυδαίας προεκλογικής αντιπολίτευσης και άρνησης της δικαστικής εξουσίας» με τον δεύτερο να προσπαθεί να καρπωθεί και να κατευθύνει ξανά τις λαϊκές αντιδράσεις, δήθεν στηρίζοντάς τις, ακριβώς για να τις καταπνίξει ξανά, ένα είναι σίγουρο: Η δύναμη του λαού για πραγματική δικαιοσύνη υπέρ των αδύναμων και καταπιεσμένων, υπέρ αυτών που βιώνουν την εκμετάλλευση, τη βία και την αδικία καθημερινά είναι η πραγματική σφήνα στα σχέδια όσων νομίζουν ότι μπορούν να συνεχίζουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων και να κοροϊδεύουν όλους τους υπόλοιπους. Αυτό το γνωρίζουν καλά και οι κυβερνώντες και η αστική δήθεν αντιπολίτευση που τσακώνονται για το πώς θα αποδοθεί καλύτερα η δικαιοσύνη σε ένα σύστημα, που δεν είναι απλά νομικά ανισοβαρές αλλά είναι συνολικά ταξικό, άρα και μεροληπτικό, και το οποίο όλοι τους εξυπηρετούν.
Πως και πότε θα βρουν τα θύματα πραγματική δικαίωση;
Τα θύματα του Λιγνάδη, όσα δικαιώθηκαν από το δικαστήριο και όσα όχι, όπως και τα αμέτρητα θύματα των σχέσεων εξουσίας που συγκροτούνται από και μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, πώς και πότε θα βρουν πραγματική δικαίωση; Αυτό είναι το πραγματικά μεγάλο ερώτημα που έχει ανάγκη η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας να απαντηθεί για να μη νιώθουμε συνεχώς ότι οι πληγές μας θα παραμένουν ανοιχτές. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν κάποιος παραβλέπει το ρόλο και τα αυστηρά όρια της αστικής δικαιοσύνης, τότε τελικά θα πέσει σε επικίνδυνο πολιτικό ατόπημα. Όπως και κάθε δομή που συγκροτεί το σύνολο της αστικής εξουσίας, έτσι κι αυτή είναι ταξικά φορτισμένη, άρα και κοινωνικά άδικη. Στην ουσία, κάθε άλλο παρά αποτελεί κάτι διακριτό σε σχέση με τις υπόλοιπες εξουσίες, όπως η αστική τάξη –προφανώς– ευαγγελίζεται. Τουναντίον, όσο η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει, η δικαιοσύνη θα προσδένεται ακόμη περισσότερο στις προτεραιότητες του κεφαλαίου και της αστικής τάξης στην εκάστοτε φάση.
Έχουμε να κάνουμε πρακτικά με τη δικαιοσύνη που ρίχνει στα ελαφρά τον Λιγνάδη και τον Κορκονέα, κλείνει τα μάτια στους νόμους που καταστρατηγούν οι μεγαλοεπενδυτές και επιχειρηματίες από τη μία και που στέκεται απέναντι στον Ζακ Κωστόπουλο και τον Γιάννη Μιχαηλίδη, που διώκει τον Ηλία Σμήλιο, την οικογένεια Καττή, τους οκτώ φοιτητές στα Χανιά και δεκάδες αγωνιστές/ριες του εργατικού και λαϊκού κινήματος από την άλλη. Ναι, χωρίς την πίεση των «από κάτω», οι όποιες κατακτήσεις θα ήταν μηδενικές –οπότε καθόλου αμελητέα δεν είναι αυτή η πλευρά των κινηματικών αντιστάσεων– όμως η δικαιοσύνη σήμερα, ως οργανικό κομμάτι του αστικού κράτους, ούτε μπορεί να αλλάξει σταδιακά εντός του, ούτε μπορεί να αποτελέσει το πραγματικό αποκούμπι της εργατικής τάξης για να βρει το δίκιο της.
Ρήξη με την αστική δικαιοσύνη που «τσιμπάει μόνο τους ξυπόλυτους»
Η εργατική τάξη, λοιπόν, χρειάζεται τη δική της δικαιοσύνη, όπως ακριβώς χρειάζεται και τη δική της μορφή οργάνωσης της κοινωνίας συνολικά, για να κερδίσει αυτό που στερείται: την ελευθερία της από κάθε είδους δεσμά. Το οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης και οι πρωτοπορίες του έχουν από την πλευρά τους το χρέος να φωτίσουν από σήμερα αυτή την αλήθεια, που ο ταξικός τους αντίπαλος πασχίζει να συγκαλύψει μαζί με τις βρωμιές του. Γι’ αυτό ο αγώνας για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες της εποχής μας δεν μπορεί παρά να είναι αγώνας ενάντια στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, αγώνας που θα έρχεται ριζικά σε ρήξη με την αστική δικαιοσύνη και το αστικό κράτος, αγώνας αντικαπιταλιστικός. Η αριστερά που δεν το κάνει, παρά την όποια «καλή θέληση», καταλήγει να αφήνει το άδικο να ανθίζει.
Στο πλαίσιο που το κριτήριο για το δίκαιο θα έχει ως κέντρο τις αξίες της ισότητας, της αδελφοσύνης και της κοινωνικής ευημερίας και όχι το κέρδος στο οποίο στηρίζεται και η ύπαρξη των τάξεων, και το λόγο για την άσκησή της θα την έχουν τα ίδια τα λαϊκά όργανα αυτοδιεύθυνσης και οργάνωσης της κοινωνίας, μόνο τότε η πορεία της δικαιοσύνης θα λάβει συνολικά άλλη κατεύθυνση. Η προοπτική της εργατικής εξουσίας και μιας νέας κοινωνίας της κομμουνιστικής απελευθέρωσης είναι ο μόνος πραγματικός εμπνευστής του πραγματικού αισθήματος δικαίου που μπορεί από σήμερα να φέρει ακόμη και δύο σχετικά άμεσα αποτελέσματα: να φοβίσει και να ρίξει όσους έχουν την εξουσία με το μέρος τους για να ασκούν ελεύθερα κάθε αξιόποινη πράξη, αλλά περισσότερο να δώσει ελπίδα και δρόμους αγώνα σε όλα τα θύματα, γνωστά και άγνωστα, που θέλουν να κερδίσουν το δίκιο τους, αλλά νιώθουν ότι αυτό χάνεται κάπου ανάμεσα στα υπομνήματα της αμέτρητης χαρτούρας των αστικών νομοθεσιών και των δικαστικών αποφάσεων…