Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ως πιο «προοδευτικές» απαντήσεις στην όξυνση των αντιθέσεων εμφανίζονται η επιστροφή στην κεϊνσιανή διαχείριση, ο ορντοφιλελευθερισμός και το κινεζικό μοντέλο. Παρά τις διαφορές τους με το κυρίαρχο μοντέλο, δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο, ενώ δεν αναιρούν την εκμετάλλευση.
Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, που επιβλήθηκε απ’ τη δεκαετία του 1980 χάρη στις συντηρητικές «επαναστάσεις» ιδίως της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ευνοεί τον απεριόριστο επεκτατισμό του κεφαλαίου, τα υπερκέρδη του, την ασυδοσία του laissez faire, τη συρρίκνωση του μεριδίου των μισθωτών στην κατανομή των εισοδημάτων και την υπεραύξηση των κερδών του κεφαλαίου.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εδραιώθηκε η αντίληψη για την οριστική νίκη του καπιταλισμού και την αδυναμία δημιουργίας εναλλακτικού οικονομικοκοινωνικού συστήματος. Για να διασκεδαστεί η δυσαρέσκεια των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων και να αποτραπούν οι ταξικοί αγώνες για τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και την εγκαθίδρυση μιας ορθολογικής εναλλακτικής κοινωνίας, επιβλήθηκε απ’ τους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού το ολοκληρωτικό δόγμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική κοινωνία («There Is No Alternative») δια χειλέων της Μάργκαρετ Θάτσερ. Επομένως, οι όποιες ατέλειες και αδικίες του συστήματος πρέπει να διορθώνονται, χωρίς να συνδέονται με την προοπτική της ανατροπής του, αλλά της διαρκούς βελτίωσής του. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ταυτίστηκε από απολογητές του καπιταλισμού, όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα, με «το τέλος της ιστορίας». Η σύνθεση της καπιταλιστικής οικονομίας με την αστική δημοκρατία προβλήθηκε ως ένα ανυπέρβλητο ιστορικό όριο, ως η ανώτερη επίτευξη και δυνατότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Κατά τους αστούς απολογητές αυτή η «αλήθεια» επιβεβαιώνεται από τα δυστοπικά καθεστώτα του φασισμού και του υπαρκτού σοσιαλισμού, τα οποία προκάλεσαν μόνο πόνο και δυστυχία στην ανθρωπότητα.
Ο «υπαρκτός καπιταλισμός», με την έκλειψη του αντίπαλου δέους και την ήττα ανατρεπτικών κινημάτων, δεν αμβλύνει, αλλά οξύνει τις ανισότητες, την εκμετάλλευση και την καταστροφική διαχείριση της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Μετά από τέσσερις δεκαετίες απρόσκοπτης σχεδόν κυριαρχίας ο καπιταλισμός όχι μόνον δεν οδήγησε στον σύγχρονο «χρυσό αιώνα», αλλά οξύνει αφόρητα και επικίνδυνα τα δεινά της ανθρωπότητας. Όχι μόνον δεν επικράτησε μια Ρax Americana, αλλά πρωτοστατούντος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού εξαπολύθηκαν, με διάφορα προσχήματα, δεκάδες καταστροφικοί πόλεμοι με εκατόμβες θυμάτων και υλικών καταστροφών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος εντάθηκε με τη σημαντική αύξηση εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και την εμμονή στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.
Η πανδημία της Covid-19, συνδεόμενη με τον βιασμό του περιβάλλοντος, όξυνε τα προβλήματα, τον ανορθολογισμό και αυταρχισμό του καπιταλισμού, προκάλεσε εκατομμύρια θύματα και υποβάθμισε την ποιότητα της ζωής. Η κοινωνική ανισότητα οξύνθηκε. Ο πλουτισμός των πλουσιότερων συνεχίστηκε -οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο συγκέντρωναν μια περιουσία 1,12 τρισ. δολαρίων, ενώ αυξήθηκαν, ιδίως στις ΗΠΑ και στην Κίνα, οι εταιρείες με προϋπολογισμούς που υπερβαίνουν τους προϋπολογισμούς κρατών. Η αυξανόμενη απώλεια εργασίας αποτελεί τον πρώτο παράγοντα φτωχοποίησης, ενώ υποβαθμίζονται ή και φτωχοποιούνται ευρέα στρώματα μικρομεσαίων. Η ανεργία και η ελαστικοποιημένη εργασία εκτινάσσονται στις αλλεπάλληλες και ταυτόχρονες κρίσεις που πλήττουν την καπιταλιστική κοινωνία.
Ειδικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία με τα προβλήματα που δημιουργεί και την αξιοποίησή τους από την αχαλίνωτη κερδοσκοπία του κεφαλαίου, απειλεί μ’ εξαθλίωση τα λαϊκά στρώματα. Αναπόφευκτα εντείνεται και ο εγγενής αυταρχισμός του συστήματος, αν και η λαϊκή διαμαρτυρία παροχετεύεται σε ακίνδυνα για το σύστημα κανάλια.
Συμπληρωματικά με τον εντεινόμενο αυταρχισμό, τα πεφωτισμένα τμήματα της αστικής τάξης, και όχι μόνον οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της, επεξεργάζονται «εναλλακτικές» προοδευτικοφανείς προτάσεις για ν’ απορροφήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στην πραγματικότητα, αποτελούν μορφές διαχείρισης του καπιταλισμού με έμφαση στον κεντρικό, φιλολαϊκό και προοδευτικό, υποτίθεται, ρόλο του αστικού κράτους. Υπάρχουν τρεις βασικές εκδοχές αυτού του ιδεολογήματος: Πρώτο, η επιστροφή στο κεϊνσιανό κράτος, δεύτερο, η πρόταση του ορντοφιλελευθερισμού και τρίτο, το ισχυρό αυταρχικό κράτος τύπου Κίνας ή Ρωσίας.
Η επιστροφή στην κεϊνσιανή διαχείριση προτείνεται από την αστική σοσιαλδημοκρατία (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) και προβάλλεται ως ορθολογική και προοδευτική διαχείριση του συστήματος, επεκτεινόμενη αόριστα και προοδευτικά ως τον «αστικό σοσιαλισμό» κατά την ορολογία του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Είναι εμφανές ότι στις υπάρχουσες συνθήκες είναι αδύνατη η αναβίωση του κεϊνσιανισμού· ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας, δεν ενισχύθηκαν οι κρατικές θέσεις
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα φαινομενολογικό παραλληλισμό με το κράτος της χρυσής τριακονταετίας, αφού με την ιδιωτικοποίηση των πάντων, το κράτος στην πανδημία έπρεπε να ενεργοποιηθεί, για να εξασφαλίσει άμεσα στοιχειώδεις όρους περίθαλψης που απαιτούσε η υγειονομική κατάσταση, χωρίς όμως να κρατικοποιηθούν ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία απλώς προσέφεραν επ’ αμοιβή υπηρεσίες στον δημόσιο τομέα. Απεναντίας, αξιοποιήθηκε η κρίση, για να ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας (ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, χρηματοδότηση από το κράτος και την ΕΕ μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων, προώθηση αντεργατικών ρυθμίσεων), ενώ με το πρόσχημα της πανδημίας ενισχύθηκαν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και αντίστοιχοι νόμοι (απαγόρευση διαδηλώσεων). Είναι εμφανές ότι στις υπάρχουσες συνθήκες είναι αδύνατη η αναβίωση του κεϊνσιανισμού.
Ο ορντοφιλελευθερισμός αποτελεί μία αστική εναλλακτική που προτείνεται κυρίως από Γερμανούς και Σκανδιναβούς πολιτικούς και θεωρητικούς. Το ρεύμα αυτό σκέψης και διαχείρισης, που εν μέρει εφαρμόζεται στις παραπάνω χώρες, στην πραγματικότητα αποτελεί μία πιο μετριοπαθή παραλλαγή του νεοφιλελευθερισμού, προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί και αποκρούοντας την απόλυτη ελευθερία της αγοράς, που δεν γνωρίζει κανόνες και όρια (laissez faire). Φρονεί ότι το κράτος πρέπει να θέτει όρια στην κοινωνία, όχι όμως και να την κατευθύνει. Αντιτίθεται, δηλαδή, στην κρατικιστική λογική του κεϊνσιανισμού και τα όπλα του, τον κρατικό προϋπολογισμό, τον διευρυμένο κρατικό τομέα, τους αυξημένους φόρους στο κεφάλαιο, τον έλεγχο των τιμών. Χωρίς όμως αυτές ή παρεμφερείς ρυθμίσεις, ο καπιταλισμός μένει ολοκληρωτικά σχεδόν ανεξέλεγκτος. Επομένως, στην πράξη παρά τις όποιες προθέσεις των θεωρητικών του, ο ορντοφιλελευθερισμός συγκλίνει με τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Το κινεζικό μοντέλο παρέμβασης του κράτους στην οικονομία έχει μοχλό τον κρατικό τομέα, που διευθύνει και ελέγχει την οικονομική ανάπτυξη. Ο κρατικός τομέας τυγχάνει ευνοϊκής μεταχείρισης, ενώ ανοίγει το έδαφος για τη διαρκή ενίσχυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας για αυτές τις αναγκαίες υποδομές και το κατάλληλο περιβάλλον. Στην Κίνα κυριαρχούν πλέον οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με ισχυρό τον ρόλο του κράτους. Την οικονομική και πολιτική εξουσία ελέγχει απόλυτα η κρατική γραφειοκρατία σε ένα αυταρχικό κρατικό σύστημα, από το οποίο απουσιάζει και ο τυπικός αστικός κοινοβουλευτισμός, βασικές πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, ενώ μέτριες είναι και οι παροχές στους πολίτες.