Έφη Καραχάλιου
Τα Μαγνητικά πεδία του Γιώργου Γούση αρχίζουν την μαγευτική τους πορεία από τα θερινά σινεμά.
Η τυχαία συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας με διαφορετικές αφετηρίες και ηθικές πυξίδες δημιουργεί εκείνο τον χώρο, το μαγνητικό πεδίο γύρω από το οποίο θα γνωριστούν και θα απομαγνητιστούν. Μια low-budget ταινία γυρισμένη με αγνές κινηματογραφικές προθέσεις που καταφέρνει με την αμεσότητα των διαλόγων και τo νοσταλγικό εφέ της βιντεοκάμερας να δημιουργήσει μια αιθέρια και εξωπραγματική ιστορία.
Κάθε σκηνή, κάθε κάδρο από τα Μαγνητικά Πεδία θα μπορούσε ομολογουμένως να είναι μια σελίδα από graphic novel και αυτό γιατί ο Γιώργος Γούσης προέρχεται αρχικά από τον χώρο των κόμικς(βραβευμένα έργα όπως ο «Ερωτόκριτος», το «Φεστιβάλ» και οι «Ληστές»). Έτσι μεταφέρεται αυτή η λιτή και πιο αφαιρετική δραματικότητα του χαρτιού στην μεγάλη οθόνη και το αποτέλεσμα είναι ένα road movie που αποδίδει φόρο τιμής σε κλασσικές ταινίες και σκηνοθέτες του είδους (κυρίως Σταύρος Τσιώλης, Νίκος Παναγιωτόπουλος) αλλά δημιουργεί το δικό της αισθητικό σύμπαν. Στα τοπία της Κεφαλονιάς, η Έλενα (Τοπαλίδου, εξίσου καλή ερμηνευτικά όπως και στην μικρού μήκους ταινία “Bella”) συναντά στο ferry boat τον Αντώνη (Τσιοτσιόπουλο) και μια σειρά γραφειοκρατικών (και ίσως μεταφυσικών) κωλυμάτων τους ωθεί στο να περάσουν λίγο χρόνο μαζί στο νησί.
Το θετικό αποτύπωμα της ταινίας στον χώρο είναι κυρίως η πρωτοτυπία στο σενάριο, η φυσικότητα στους διαλόγους και η ισορροπημένη διαχείριση των παρακαταθηκών του ελληνικού σινεμά, με το τελευταίο να είναι το στοιχείο από το οποίο πάσχουν πολλές νέες ταινίες. Αστείοι διάλογοι και αμήχανες σιωπές που ακολουθούνται από ακόμα πιο φορτισμένες δραματικές σκηνές είναι το επικοινωνιακό πεδίο γύρω από το οποίο λειτουργούν οι δυο χαρακτήρες, που από ξένοι θα έρθουν σταδιακά πιο κοντά, χωρίς να εκβιάζεται σεναριακά ή σκηνοθετικά η μεταξύ τους εγγύτητα. Είναι τα νοσταλγικά vibes της βιντεοκασέτας που μπλέκονται μαζί με τα ατόφια συναισθήματα των ηρώων και το γνώριμο τοπίο της ελληνικής επαρχίας εκείνα που τελικά αποτελούν τα προτερήματα της ταινίας.
Η διαχείριση της απώλειας, η έννοια της συντροφικότητας και η εναγώνια αναζήτησή της είναι τα κεντρικά μοτίβα γύρω από τα περιστρέφονται οι δυο πόλοι των χαρακτήρων, που έρχονται αδικαιολόγητα κοντά και μετά απωθούνται για να ξαναγίνει πάλι το ίδιο. Η σχεδόν αυτοσχεδιαστική γραφή και η τριμελής συνεργασία του σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς στο σενάριο είναι αυτή που δίνει την χειροπιαστή επίστρωση και την κάνει απολαυστική στην θέασή της τόσο online όσο και στα θερινά. Το μεταλλικό κουτί που καλείται να διαχειριστεί ο Αντώνης και καταλήγει να το κουβαλά μαζί του είναι μεταφορικά κάτι ενδιάμεσο των συναισθηματικών μας αποσκευών και των τραυμάτων που κουβαλάμε ασυναίσθητα καθημερινά. Το σύγχρονο κουτί της Πανδώρας είναι σίγουρα ελαφρύτερο όσο το μοιράζεται με την Ελένη και ίσως αυτή η συνάντηση να είναι η αρχή για μια νέα μαγνητική ισορροπία.