Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το φαινόμενο της εναλλαγής κυβερνήσεων, αλλά χωρίς αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης, είχε αναδείξει ο γάλλος διανοητής Ζαν Πολ Φιτουσί, που έφυγε από τη ζωή στις 15 Απριλίου. Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες της συρρίκνωσης της δημοκρατίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού της εποχής μας; Οι ρίζες αυτής της αντιδραστικοποίησης του κεφαλαίου πρέπει να αναζητηθούν στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής.
«Η μόνη ελευθερία που απομένει στους πολίτες είναι να αλλάξουν την κυβέρνηση αλλά όχι την εφαρμοζόμενη πολιτική». Μ’ αυτή τη συμπυκνωμένη νοηματική φράση ο γάλλος διανοητής Ζαν Πολ Φιτουσί δεν αναφέρεται στην αδυναμία ανατροπής του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και του πολιτικού του εποικοδομήματος, αλλαγή που απαιτεί επαναστατική ανατροπή του συστήματος και αντικατάστασή του απ’ τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αναφέρεται στην αδυνατότητα μιας δέσμης προοδευτικών μέτρων υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, που υπήρξε εφικτή στο παρελθόν, αλλά είναι ασύμβατη με τον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό και την αντιδραστική ακροδεξιά (όχι φασιστική) πολιτική του, στις πιο σκληρές και ήπιες εκδοχές της. Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε σ’ έναν βαθμό προ νεοφιλελευθερισμού, κυρίως στη «χρυσή τριακονταετία» (1945-1975) με τη δημιουργία του «κράτους πρόνοιας», στον ανταγωνισμό με το αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, που εφάρμοζε στα δικά του πλαίσια και όρια μια προνοιακή πολιτική. Στην περίοδο αυτή, αλλά και σ’ έναν βαθμό στην περίοδο 1980-2008, πριν το μεγάλο κραχ του 2008, επιμέρους προοδευτικά μέτρα είχαν εφαρμοστεί στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Γερμανία επί Σοσιαλδημοκρατών, επί Μιτεράν στη Γαλλία, ακόμη και στην Ελλάδα την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Αυτή η αντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού, εκδηλώνεται με την επιχείρηση αύξησης των υπερκερδών του μεγάλου κεφαλαίου, τη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων και την έντονη αυταρχικοποίηση της αστικής πολιτικής, παράλληλα με μιαν ολοκληρωτική χειραγώγηση των λαϊκών μαζών, για ν’ αποτρέπονται ή να καταστέλλονται βίαια οι όποιες αντιδράσεις και κοινωνικές εκρήξεις.
Η αντιρρόπηση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους διασφαλίζεται με την έντονη αυταρχικοποίηση του κράτους
Οι ρίζες αυτής της αντιδραστικοποίησης του κεφαλαίου πρέπει να αναζητηθούν στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής, στην τεχνολογική έκρηξη των τελευταίων χρόνων, που αυξάνει μεν την παραγωγικότητα και την παραγωγή, αλλά οδηγεί και στην άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Στη δίνη του ανταγωνισμού και του υψηλού κέρδους οι καπιταλιστές ανεβάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας με την εισαγωγή τεχνικών τελειοποιήσεων, αλλά αυτή η άνοδος της τεχνικής και οργανικής σύνθεσης οδηγεί στη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους. Στη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους αντεπιδρούν η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, η πτώση του μισθού εργασίας κάτω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης, η μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, η υπερφορολόγηση απεναντίας των λαϊκών στρωμάτων, η αύξηση του ποσοστού συμβολής τους στον κρατικό προϋπολογισμό και η αντίστοιχη ελάφρυνση του μεγάλου κεφαλαίου. Η αντιρρόπηση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους διασφαλίζεται με την έντονη αυταρχικοποίηση του κράτους, για να αποτρέπει και να καταστέλλει τις διεκδικήσεις και τους αγώνες των εργαζομένων, για να αμείβονται ισότιμα τουλάχιστον με την αύξηση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Αυτή είναι η αντικειμενική και αναπόδραστη βάση της έντονης αυταρχικοποίησης του σύγχρονου αστικού κράτους με τη διόγκωση του κράτους έκτακτης ανάγκης, τη συρρίκνωση των αντιπροσωπευτικών αστικών θεσμών και τη μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος σ’ ένα υβριδικό καθεστώς κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Αυτή είναι η αιτία της διάψευσης των λαϊκών προσδοκιών απ’ την αλλαγή κυβερνήσεων που επιλέγουν, αλλά που δεν συμβαδίζει και με την εκπλήρωση των προσδοκιών τους για υιοθέτηση μιας φιλολαϊκής πολιτικής, έστω και στα πλαίσια και τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος.
Αυτή η αντικειμενική ταξική προσέγγιση των αστικών κομμάτων στον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της πολιτικής τους, ελάχιστα περιθώρια διαφοροποίησης αφήνει στα αυτοπροβαλλόμενα «φιλολαϊκά» και «προοδευτικά» αστικά κόμματα έναντι των συντηρητικών. Χαρακτηριστική είναι η σύγκλιση στα καθ’ ημάς της πολιτικής των τριών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας στην περίοδο των μνημονίων και την διεκδικούν και σήμερα στη μεταμνημονιακή, ή μάλλον, στην περίοδο της «μνημονιακής επιτήρησης».
Το πιο δυσάρεστο και ανέλπιστο πολιτικό «σοκ» προκάλεσε σ’ ένα αριστερόστροφο πλειοψηφικό κοινό η διακυβέρνηση της χώρας απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ επαγγελλόταν ριζική αλλαγή υπέρ του λαού και είχε υποσχεθεί ότι θα καταργήσει τα μνημόνια «μ’ ένα νόμο σε μια μέρα» εφάρμοσε ακραία μνημονιακή πολιτική, περιφρονώντας την ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, συγκυβερνώντας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, υιοθετώντας οδυνηρή πολιτική λιτότητας, προχωρώντας σε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, υποθηκεύοντας τη δημόσια περιουσία στο Υπερταμείο, καταργώντας το ΕΚΑΣ και υποθηκεύοντας την οικονομία της χώρας μέχρι το 2060 με το χαράτσι του 2% ετησίως υπέρ των δανειστών.
Αλλά και στην τρέχουσα κρίση του Ουκρανικού, παρά τις φραστικές και επιμέρους διαφοροποιήσεις, τα αστικά κόμματα προτάσσουν την πολιτική των κυρώσεων στη Ρωσία των Αμερικανονατοϊκών και της ΕΕ και όχι το συμφέρον του λαού.