Θεόδωρος Συμεωνίδης
▸Η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας, στοχεύει στην εξάλειψη του συλλογικού που μπορεί να αμφισβητήσει την κοινωνική ειρήνη της ανεργίας, της ακρίβειας και της φτώχειας.
Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της οπαδικής βίας, ο πρόσφατος νόμος 4908/2022 προχώρησε στην τροποποίηση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) περί εγκληματικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 187 ΠΚ προστέθηκε η παρακάτω παράγραφος: «στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανένα τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ». Δηλαδή σε περίπτωση καταδίκης για αδικήματα που στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, όπως είναι η απειλή, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η διατάραξη οικιακής ειρήνης κ.α., ο κατηγορούμενος θα φυλακίζεται και θα εκτίει ποινή από τον πρώτο κιόλας βαθμό.
Άλλωστε, σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση του συγκεκριμένου νόμου, η οποία και δεν κρύβει τις προθέσεις των κυβερνώντων, στόχος τους είναι η πάταξη των παραπάνω αδικημάτων, όταν αυτά τελούνται με πολυπρόσωπη μορφή διότι εγκυμονούν κινδύνους για τη δημόσια ασφάλεια και κοινωνική ειρήνη. Ο «διορατικός» νομοθέτης, με αφορμή τη δολοφονία του Άλκη, επιτίθεται στη συλλογική δράση και έκφραση που μπορεί να επιφέρει ρωγμές στον γυάλινο πύργο τους.
Η παραπάνω τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ στοχεύει στην εξάλειψη του συλλογικού που μπορεί να αμφισβητήσει την κοινωνική ειρήνη της ανεργίας, της ακρίβειας και της φτώχειας. Τα αδικήματα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και της απειλής εμπεριέχονται σε κάθε σχεδόν διαβιβαστικό της αστυνομίας για την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος διαδηλωτών. Και αν μέχρι σήμερα, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, «προσαρμόζονταν» και οι δικαστικές αρχές ως προς τη μεταχείριση των κατηγορουμένων, πλέον η ευχέρεια αυτή εξαλείφεται, διότι η νομοθετική εξουσία έχει ως δόγμα τη μηδενική ανοχή σε κάθε είδους συλλογικές εκφράσεις που αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο.
Καμία αναστολή ποινής για αδικήματα που υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα διαβιβαστικά της αστυνομίας σε βάρος διαδηλωτών
Το πρόσφατο παρελθόν, με τα μέτρα για την πανδημία, την απαγόρευση των διαδηλώσεων, τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη με την άμεση κρατική παρέμβαση στα σωματεία και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (γενικών συνελεύσεων) και εκλογής των μελών διοίκησης (αρχαιρεσίες) μας δίδαξε ότι αυτή η κυβέρνηση απεχθάνεται κάθε συλλογική έκφραση. Με την «πανεπιστημιακή» αστυνομία και την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η κυβέρνηση επιδιώκει να καταστείλει κάθε συλλογική έκφραση και αμφισβήτηση της πολιτικής της. Με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ, η οποία εμφανίστηκε μέσω των χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση ΜΜΕ, ως «αποφασιστικότητα για την πάταξη της βίας στα γήπεδα», η κυβέρνηση πρόσθεσε άλλο ένα κομμάτι στο νεοφιλελεύθερο παζλ της: την (χωρίς αναστολή) τιμωρία κάθε αγωνιστή.
Ο νόμος απεικονίζει τη βούληση του νομοθέτη και, όταν δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές συνθήκες, είτε αντικαθίσταται από νεότερο νόμο είτε μένει αδρανής. Παλαιότερα, στις διατάξεις για τη βία στα γήπεδα η καταδικαστική απόφαση εκτελείτο και η έφεση δεν ανέστειλε (όπως και τώρα) την εκτέλεση της ποινής. Ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, που δεν αφορά την πολιτική δράση, τελικά τροποποιήθηκε ο νόμος. Αυτό δεν σημαίνει ότι και τώρα θα τροποποιηθεί ο νόμος, αν εμείς δεν αναδείξουμε το άδικο. Πολλώ δε μάλλον, που επιχειρείται με τη θεωρία των δύο άκρων, να δικαιολογούνται τέτοιου είδους πολιτικές επιλογές.
Τα κομμάτια που στοχοποιούνται, όπως είναι οι συλλογικότητες που αγωνίζονται για το δικαίωμα στην εργασία, στη μόρφωση και στη ζωή, οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν στις μαζικές διαδικασίες του σωματείου και στον αγώνα για μεγαλύτερο μεροκάματο και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, η νεολαία που ασφυκτιά ανάμεσα στην ανεργία και στην εργασιακή περιπλάνηση είναι αυτά που με τις κινητοποιήσεις τους και τον κοινωνικό αγώνα τους θα καταστήσουν και αυτόν τον νόμο «μία ανάμνηση βούλησης ενός νεοφιλελεύθερου νομοθέτη» και θα τον τοποθετήσουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.