Γιώργος Παυλόπουλος
Φάκελος: Πόλεμος στην Ουκρανία
Πώς να μην απαισιοδοξήσει, λοιπόν, κάποιος που αντιστέκεται σε αυτήν την κατάσταση; Ίσως όμως να είναι και αυτό το «αισιόδοξο» της υπόθεσης: το ότι μπορεί να την βλέπει και να μην την κοιτάει απλώς, το ότι μπορεί ακόμη να αντιστέκεται, έστω και χωρίς ελπίδα.
Στο έδαφος της Ευρώπης έχει ξεσπάσει ένας κανονικός πόλεμος, ανάμεσα σε δύο συγκροτημένα κράτη, εκ των οποίων το ένα έχει διαστάσεις υπερδύναμης και διαθέτει τρομακτικό πυρηνικό οπλοστάσιο, που ο πρόεδρός του απείλησε να χρησιμοποιήσει. Δύο κράτη στα οποία κατοικούν σχεδόν 190 εκατομμύρια άνθρωποι, που ανήκουν μάλιστα σε «αδελφούς λαούς». Πρόκειται για έναν πόλεμο ο οποίος δεν διεξάγεται δι’ αντιπροσώπων, με συγκρούσεις περιορισμένες, ελεγχόμενες και μικρής έντασης, που περιλαμβάνουν μόνο μακρινά και εκ του ασφαλούς χτυπήματα. Περιλαμβάνει αεροπλάνα, τανκς, πλοία και πεζικό, όπου οι αντίπαλοι βλέπουν ο ένας τον άλλο προτού πατήσουν τη σκανδάλη. Όσο για την προπαγάνδα και τις κυβερνοεπιθέσεις, δεν λειτουργούν πρωταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά, διαψεύδοντας τις θεωρίες που θέλουν τους πολέμους να έχουν αλλάξει οριστικά μορφή στην ψηφιακή εποχή του metaverse.
Ο πόλεμος είναι άδικος για τους λαούς της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, όμως, υπάρχει επιτιθέμενος και αμυνόμενος. Υπάρχει, από τη μία, η Ρωσία του Πούτιν η οποία –όπως έκαναν οι ΗΠΑ και η ΕΟΚ/ΕΕ στο Ιράκ, τη Γιουγκοσλαβία, τη Λιβύη και αλλού– έχει εισβάλει, πολιορκεί και καταλαμβάνει υποδομές, πόλεις και την πρωτεύουσα μιας γειτονικής της χώρας, αδιαφορώντας για το τι λένε οι Ρώσοι ή, έστω, ένα σημαντικό τμήμα τους. «Είναι αδύνατο να δουλεύεις για έναν δολοφόνο και να πληρώνεσαι από αυτόν», δήλωσε η διευθύντρια του Κρατικού Θεάτρου της Μόσχας, παραιτούμενη από τη θέση της — μια κίνηση που ασφαλώς εκφράζει πολλούς που δεν έχουν τη δύναμη ή την τόλμη να σταθούν δημόσια απέναντι στο καθεστώς.
Με την ιμπεριαλιστική επίθεσή του, την οποία είχε προφανώς σχεδιάσει από καιρό και διέδιδε «fake news», το Κρεμλίνο έχει στόχο να ανατρέψει την κυβέρνηση της Ουκρανίας και να τοποθετήσει στη θέση της ένα καθεστώς-μαριονέτα, αποσπώντας εκβιαστικά συνθήκες, με τις οποίες θα παίρνει ό,τι θέλει: Εδάφη στα οποία πλειοψηφούν ή έχουν ισχυρή παρουσία οι ομοεθνείς του, περιοχές που του διασφαλίζουν τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας και είναι βιομηχανικά ανεπτυγμένες, καθώς και ζώνες πλούσιες σε πολύτιμα μεταλλεύματα και κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Μαζί, βεβαίως, με την αναγνώριση από τη Δύση και κυρίως τους Αμερικανούς ότι η Ρωσία είναι σήμερα μια δύναμη, την οποία οι εχθροί και οι σύμμαχοί της οφείλουν να σέβονται και να φοβούνται, που όχι απλώς δεν θα παραχωρήσει άλλο «κεκτημένο», αλλά θα διεκδικήσει ό,τι περισσότερο μπορεί στη νέα μοιρασιά.
Από την άλλη, υπάρχει η Ουκρανία, της οποίας η ύπαρξη ως ανεξάρτητη χώρας αμφισβητείται στη συγκεκριμένη φάση. Είναι, άλλωστε, τα παιδιά του δικού της λαού που υπερασπίζουν τα «πάτρια εδάφη», πεθαίνοντας γι’ αυτά ή αναγκαζόμενα να παραδώσουν τα όπλα τους ταπεινωμένα. Δεν είναι ούτε ο Ζελένσκι και οι υπουργοί του, ούτε οι κεφαλαιοκράτες της που έχουν «λακίσει» στο εξωτερικό, ούτε οι νεοναζιστές του Δεξιού Τομέα και άλλων οργανώσεων. Όλοι αυτοί, δηλαδή, που είτε «πνίγηκαν» στον μεγαλοϊδεατισμό τους είτε δεν είχαν συνειδητοποιήσει πού οδηγούσαν τη χώρα τους, όταν έκαναν το πραξικόπημα του 2014, ξεκινούσαν τα εθνικιστικά πογκρόμ και γίνονταν πιόνια των ΗΠΑ και της ΕΕ στη μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική σκακιέρα.
Σε αυτό το φόντο, καθώς ο ρωσικός στρατός επιτέθηκε σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας και δεν είχε στόχο να διασφαλίσει τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» ή να ελέγξει όλο το Ντονμπάς, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Το όποιο δίκιο είχαν οι «αυτονομιστές» του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, και αναμφίβολα είχαν, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, θόλωσε και χάθηκε από τη στιγμή που οι ηγεσίες τους στρατεύτηκαν πίσω από τις επιδιώξεις του Πούτιν και της ρωσικής αστικής τάξης. Ή, έστω, εκείνου του τμήματός της που στηρίζει την εισβολή και συμμερίζεται το «αφήγημά» της.
Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι βέβαιο: Οι εικόνες από τις πόλεις και τα πεδία των μαχών στην Ουκρανία, όσο ελεγχόμενες και τμηματικές και αν είναι, έρχονται να μας υπενθυμίσουν ότι η εποχή των πολέμων δεν έχει τελειώσει. Αντιθέτως, βρισκόμαστε στην καρδιά της, εξαιτίας των αγεφύρωτων διαφορών, της όξυνσης των ανταγωνισμών και της ίδιας της φύσης του παγκοσμίως κυρίαρχου καπιταλισμού. Και την κρίσιμη στιγμή, όπως συνέβαινε πάντα δυστυχώς, οι διαφορές συνεχίζουν να λύνονται με τη βία και με τα όπλα.
Τα σχέδια των ΗΠΑ και η θεωρία της «δημοκρατικής Δύσης»
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δε, πολλά από τα όπλα που ηχούν και σκοτώνουν δεν ανήκουν σε αυτούς που βρίσκονται αντίπαλοι στα πεδία των μαχών. Είναι αμερικανικά, καθώς η Ουάσιγκτον αποφάσισε από νωρίς να μην πολεμήσει, αλλά να πετύχει κάτι πιο σημαντικό: Να δώσει ξανά νόημα στο ΝΑΤΟ, να εγκλωβίσει –πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά– τους Ευρωπαίους, πρωτίστως Γερμανούς και Γάλλους, και να θάψει τις φιλοδοξίες τους περί «στρατηγικής αυτονομίας», όπως και να χαράξει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις διαχωριστικές γραμμές για τις επόμενες δεκαετίες.
Η ταπεινωτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν και η εγκατάλειψη της Ουκρανίας στο έλεος της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής φανερώνουν, αναμφίβολα, τα νέα «όρια» των ΗΠΑ, που πλέον δεν μπορούν και δεν θέλουν να είναι η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη. Επειδή, όμως, παραμένουν το πιο ισχυρό καπιταλιστικό κέντρο στον πλανήτη, είναι επίσης σαφές ότι θα θελήσουν να εδραιώσουν (με κομπάρσο τη Βρετανία, αναβιώνοντας τον περίφημο αγγλοσαξονικό άξονα) την απόλυτη ηγεμονία τους στον κόσμο της «δημοκρατικής Δύσης». πάντα, όμως, χρειάζεται ένας αντίπαλος. Έτσι, απέναντί τους στον νέο Ψυχρό Πόλεμο θα έχουν τον «αυταρχικό κόσμο». Με πρωταγωνιστές τον Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ, τη Ρωσία και κυρίως τη δυναμικά ανερχόμενη, πολύ φιλόδοξη και μάλλον «άγνωστη» Κίνα.
Ο πόλεμος στη νέα «εποχή των τεράτων» και η στάση της κομμουνιστικής αριστεράς