Βασίλης Τσιράκης
Ηταν 6 του Γενάρη του 1927, όταν οι θεατές που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το κινηματοθέατρο «Ολύμπια», αναμένοντας την προβολή της ταινίας Θωρηκτό Ποτέμκιν, ενημερώθηκαν από τη διεύθυνση ότι η αστυνομία είχε απαγορεύσει την προβολή της και την είχε παραπέμψει στη λογοκρισία.
Η επιτροπή λογοκρισίας, σύμφωνα με δημοσίευμα του Ριζοσπάστη της εποχής, αποτελούνταν από τον διευθυντή της αστυνομίας πόλεων, έναν εισαγγελέα πρωτοδικών, δύο καθηγητές πανεπιστημίου, τον υπεύθυνο του γραφείου τύπου του υπουργείου Εξωτερικών και τους λογοτέχνες Γ. Ξενόπουλο, Ζ. Παπαντωνίου, Π. Νιρβάνα και Ι. Γρυπάρη. Όμως την επόμενη μέρα στη συνεδρίαση της επιτροπής δεν πήραν μέρος οι Ξενόπουλος, Παπαντωνίου, Νιρβάνας και Γρυπάρης, διότι η αστυνομία απέστειλε τις προσκλήσεις τους καθυστερημένα, υπό τον φόβο μιας θετικής υπέρ της προβολής απόφασης. Η επιτροπή αποφάσισε τη ματαίωσή της διότι «ταύτη θα εγίνετο πρόξενος ταραχών και διασαλεύσεως της τάξεως» και απαίτησε μάλιστα από τη διεύθυνση του κινηματόγραφου να αφαιρέσει τα τοποθετημένα στην είσοδο του κινηματογράφου μεγάλα ξύλινα ομοιώματα των ναυτών του «Ποτέμκιν».
Έτσι, ενώ η ταινία έκανε θραύση στην Ευρώπη και στην Αμερική, (το 1926 βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο της Έκθεσης του Παρισιού και την ίδια χρονιά θεωρήθηκε ως η καλύτερη ταινία από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου), θα προβληθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα 25 χρόνια αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου του 1952!
Το Θωρηκτό Ποτέμκιν, η θρυλική ταινία του Σεργκέι Αϊζενσταίν, αναφέρεται στην ανταρσία των ναυτών στο θωρηκτό Ποτέμκιν κατά την επανάσταση του 1905. Το φιλμ, διάρκειας μόλις 65 λεπτών, γυρίστηκε μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες στην πόλη και το λιμάνι της Οδησσού κι έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα στις 21 Δεκεμβρίου 1925. Είναι μόλις το δεύτερο φιλμ του 27χρονου τότε σοβιετικού μηχανικού, αμέσως μετά την πρώτη του ταινία με τίτλο «Η απεργία», η οποία είχε προβληθεί λίγους μήνες πριν.
Το Ποτέμκιν είναι αδιαμφισβήτητα η πιο σημαντική ταινία του σκηνοθέτη, ο οποίος με τη σύλληψη του συγκρουσιακού μοντάζ οδήγησε τον κινηματογράφο, είκοσι μόλις χρόνια μετά την εφεύρεσή του, από την παιδική του ηλικία στην ωριμότητα. Του έδωσε τη δυνατότητα να βρει και να αναπτύξει τη δική του γλώσσα.
Η μέχρι τότε διαδικασία του μοντάζ βασιζόταν στην ένωση των πλάνων που είχε αποφασίσει ο σκηνοθέτης με το ντεκουπάζ, υπακούοντας όμως αυστηρά τόσο στη χρονική αλληλουχία και συνέχεια του γεγονότος, όσο και στον χώρο όπου διαδραματιζόταν η δράση που περιέγραφε κάθε σκηνή. Ο σκηνοθέτης δηλαδή διαφύλασσε ως ιερό και όσιο τον χωροχρόνο της κάθε σκηνής, μένοντας πιστός στον ρόλο του μοντάζ ως καλλιτεχνικό εργαλείο ξετυλίγματος της αφήγησης.
Παραβιάζοντας αυτόν τον κανόνα-ορισμό του μέχρι τότε κινηματογράφου, ο Αϊζενστάιν, για πρώτη φορά, τοποθέτησε εμβόλιμα ανάμεσα στα «κανονικά» πλάνα και κάποια πλάνα «άσχετα» με τον χωροχρόνο της σκηνής. Έτσι, από τη μέθοδο όπου το μοντάζ, λειτουργώντας ως μέσο αφήγησης, τοποθετεί τα πλάνα το ένα δίπλα στο άλλο και τα συνδέει ως δομικά στοιχεία σαν τούβλο με τούβλο και όπου ο ρυθμός δεν είναι παρά το μήκος των κομματιών, περνάμε στη μέθοδο του μοντάζ ατραξιόν. Το ιδεολογικό αυτό μοντάζ, συνδυάζοντας πλάνα παραστατικά και ουδέτερα σε περιεχόμενο, πετυχαίνει τη δημιουργία μιας καινούργιας εικόνας με νόημα αφηρημένο και τελείως διαφορετικό από αυτό των δυο συνθετικών της μερών. Όπως ακριβώς μια καρδιά και ένα βέλος, δυο άσχετες μεταξύ τους εικόνες, αν ενωθούν μάς δίνουν την αφηρημένη έννοια του έρωτα.
Το 1927 δεν επετράπη η προβολή της ταινίας του Αϊζενστάιν γιατί θα «εγίνετο πρόξενος ταραχών»
Στην ταινία –σε αντίθεση με τις ταινίες της εποχής– δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας, ενώ για πρώτη φορά έχουμε σκηνές με ενεργή συμμετοχή των μαζών στη δραματουργία, για τις οποίες ο Αϊζενστάιν χρησιμοποίησε ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η ταινία αποτελείται από πέντε επεισόδια: «Άνδρες και σκουλήκια» (οι ναύτες διαμαρτύρονται για το χαλασμένο φαγητό), «Δράμα στο λιμάνι» (οι ναύτες επαναστατούν), «Ένας νεκρός καλεί για δικαιοσύνη» (Ο λαός της Οδησσού θρηνεί τον νεκρό ηγέτη), «Τα σκαλιά της Οδησσού» (Οι στρατιώτες του Τσάρου αιματοκυλούν την Οδησσό) και «Συνάντηση με τη ναυτική μοίρα» (Ο στόλος ενώνεται με τους στασιαστές του Ποτέμκιν).
Τρεις σκηνές της ταινίας έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου: Η αποτελούμενη από τρία πλάνα σκηνή του πέτρινου λιονταριού, που μοιάζει να σηκώνεται και να βρυχάται. Η σκηνή της ομίχλης, που πέφτει σαν πέπλο πάνω στους εργάτες, ενώ θρηνούν τον νεκρό ηγέτη τους. Και βέβαια, η πιο γνωστή σκηνή της ταινίας: Η σφαγή στα σκαλοπάτια του λιμανιού της Οδησσού.