Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το ορόσημο του 1992 ήταν για την αστική τάξη η μεγάλη ιδέα στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η μετατροπή της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, η δημιουργία της ευρωζώνης δεν έφεραν τίποτα θετικό για τους εργαζόμενους και τους λαούς. Ειδικά στη χώρα μας, μετά από μια περίοδο πιστωτικής επέκτασης, η καπιταλιστική κρίση του 2009 οδήγησε στην κατάρρευση της «Ισχυρής Ελλάδας» και στην επιβολή του μνημονιακού τσεκουριού, που βέβαια διατηρείται ακόμα. Οι αυταπάτες για σύγκλιση με την ΕΕ αποδείχθηκαν απάτες.
Χρονολόγιο
– 1951, 18 Απριλίου ● Έξι ευρωπαϊκές χώρες ιδρύουν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ).
– 1992, 7 Φεβρουαρίου ● Υπογράφεται η νέα συνθήκη του Μάαστριχτ για την οικονομική ένωση, στη βάση των τεσσάρων αρχών.
– 2001, 1η Ιανουαρίου ● Ψηφίζεται η καθιέρωση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος των χωρών-μελών.
– 2005, Ιούνιος ● Διαμορφώνεται το Σύμφωνο Σταθερότητας για την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην ΕΕ.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στην ομώνυμη πόλη της Ολλανδίας από 12 κράτη-μέλη της ΕΟΚ. Εκ μέρους της Ελλάδας υπεγράφη από τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά και τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Ευθύμη Χριστοδούλου. Υπέρ της συνθήκης τάχθηκαν αργότερα στη βουλή το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία, ο Συνασπισμός και η Πολιτική Άνοιξη
Η συνθήκη του Μάαστριχτ, επίσημα γνωστή ως συνθήκη για την ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται η σημαντικότερη και ιστορικότερη Συνθήκη της ΕΕ. Προέβλεπε την μετεξέλιξη της ΕΟΚ, από απλή κοινή αγορά χωρίς δασμούς, σε μία πολιτική, οικονομική και νομισματική Ένωση, εδραιωμένη στις λεγόμενες τέσσερις ελευθερίες: Κίνησης κεφαλαίων, αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων. Παρά την ομοιότητα της ΕΟΚ (ΕΕ) με ομόσπονδο κράτος, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ελβετία κ.ά. απέχει σημαντικά από την κατάκτηση αυτής της κρατικής μορφής.
Στην τριακονταετία από τη συνθήκη του Μάαστριχτ η ενοποίηση προωθήθηκε επιλεκτικά στην υιοθέτηση κοινού νομίσματος (ευρώ), στην υποχρέωση των κρατών-μελών να είναι πλεονασματικά στο ισοζύγιο συναλλαγών, στην πρόβλεψη ποινών για τα υπερβολικά ελλείμματα, στην αντιδραστική μεταναστευτική πολιτική, στη συμφωνία στην εξωτερική πολιτική, στην ασφάλεια και σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Η μη προώθηση πραγματικά ενιαίου κράτους δεν οφείλεται στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη που ευνοεί ένα λιγότερο παρεμβατικό κράτος, ώστε να δρουν ανεμπόδιστα τα πανίσχυρα μονοπώλια. Στην πραγματικότητα, η οικονομική ολιγαρχία περιορίζει το κράτος, όπου τη συμφέρει, στην κοινωνική λειτουργία και στην ανάπτυξη του δημόσιου τομέα στην οικονομία, ενισχύει όμως τον αυταρχικό και κατασταλτικό του ρόλο, για να αποτρέπει τις αντιδράσεις των λαϊκών στρωμάτων στην αυξανόμενη εκμετάλλευσή τους.
Ο ισχυρός και ενοποιητικός κρατικός μοχλός στην ΕΕ δεν είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ακόμη λιγότερο το Ευρωκοινοβούλιο, αλλά το γερμανικό κράτος και σε μικρότερο βαθμό το γαλλικό, που κινούν τα νήματα των αποφάσεων, χωρίς να εκτίθενται και να είναι αποδέκτες των πιέσεων των κυβερνήσεων, των πολιτικών δυνάμεων και των λαών. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε τη βάση αυτής της πολιτικής της Γερμανικής αστικής τάξης, τόσο στο εσωτερικό της ΕΕ, όσο και στο διεθνή χώρο, για την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση με ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου.
Στην αρχή της ίδρυσής της το 1951 η ΕΕ ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και στη συνέχεια ως ΕΟΚ διέθετε έναν καπιταλιστικό ορθολογισμό, γιατί οι έξι χώρες που τη συνέστησαν, παρά τη σχετική υπεροχή της Γερμανίας και της Γαλλίας είχαν παραπλήσιο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης, ενώ η ΕΟΚ αποτελούσε απλώς κοινή αγορά χωρίς δασμούς. Όσο όμως η σύγκλιση των οικονομιών επεκτεινόταν σε περισσότερους τομείς, ενώ εντάσσονταν χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, με μεγάλη απόκλιση από τις ανεπτυγμένες χώρες, η σύγκλιση στην πραγματικότητα γινόταν απόκλιση και ανισομετρία.
Το Μάαστριχτ εξασφάλισε κυρίως την ελευθερία του κεφαλαίου να επεκτείνεται
Ο βαθμός και ο χαρακτήρας της ανάπτυξης των χωρών δεύτερης κατηγορίας καθοριζόταν στην πραγματικότητα από τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες των οικονομικά και πολιτικά ισχυρότερων χωρών, πρώτιστα της Γερμανίας και του ισχυρότερου τμήματος του κεφαλαίου των πιο αδύναμων χωρών. Εξάλλου, η ανισομετρία που είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού, υπό ειδικές συνθήκες μόνον μπορεί να αμβλυνθεί και όχι πάντως στην περίπτωση ένταξης χωρών μεγάλης οικονομικής απόκλισης, όπως συνέβη με το πρώτο κύμα και ακόμη περισσότερο με το δεύτερο κύμα ένταξης των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ΕΕ. Για του λόγου το αληθές, με την ένταξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας στην ΕΕ η ανάπτυξή της υποβαθμίστηκε, αφού δεν έγινε με γνώμονα τις αντικειμενικές δυνατότητές της και την προσέγγιση του βιοτικού επιπέδου των προηγμένων χωρών της ΕΕ. Το βιομηχανικό άλμα, που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄60 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 χειραγωγήθηκε από το ιερατείο των Βρυξελλών στην αποβιομηχάνιση με την αθρόα εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων από τον προηγμένο βορρά, η αγροτική παραγωγή από εξαγωγική υποβαθμίστηκε σε εισαγωγική, για να εξυπηρετηθούν οι αγροτικές συμφωνίες της ΕΕ με τρίτες χώρες, πού ήταν όμως ασύμφορες για την ελληνική οικονομία, ενώ ευνοήθηκε ο τουρισμός ως μονοκαλλιέργεια σχεδόν για την Ελλάδα, αν και είναι ευάλωτος στις κλιματικές αλλαγές και στις πολιτικές κρίσεις.
Η εκτίναξη του τραπεζικού και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου στις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες παρέσυρε και την ελληνική πολιτική και οικονομία σε υπερδανεισμό, για να προωθήσει την κατανάλωση και να χρηματοδοτήσει μία επιλεκτική παροχολογία. Προώθησε τον τραπεζικό τομέα με δάνεια σε επεκτατική πολιτική ακόμα και σε διεθνές επίπεδο (αγορές τραπεζών στα Βαλκάνια), επίσης τον αλόγιστο δανεισμό επιχειρήσεων, ακόμη και προβληματικών και μικρομεσαίων, ενώ στο χώρο του δανεισμού παρασύρθηκαν και τα νοικοκυριά, που με άγνοια κινδύνου χρεώνονταν, ακόμη και με καταναλωτικά δάνεια.
Δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία μία αίσθηση προόδου και ευημερίας, που στηριζόταν όμως σε πήλινα πόδια… Αφού το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος είχε υπερβεί κατά πολύ το οριακό ύψος που είχε θέσει η ΕΕ με τη συνθήκη του Μάαστριχτ για τη σύγκλιση των χωρών-μελών ως προϋπόθεση για τη νομισματική ένωσή τους (ΟΝΕ).
Η δρομολογημένη από αυτές τις συνθήκες σύγκλιση προωθείται με τη συνθήκη του Μάαστριχ από μια υποβαθμισμένη οικονομία, με μέτρα κοινωνικής αντιμεταρρύθμισης, μείωση των απολαβών των εργαζομένων, συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, δραστικό περιορισμό των προσλήψεων στο δημόσιο τομέα, ελαστικοποίηση της εργασίας, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις στον δημόσιο τομέα και ταυτόχρονα με συντριβή δικαιωμάτων και ελευθεριών προς αποφυγή εκτεταμένων αντιστάσεων. Αυτή η αντιλαϊκή πολιτική υιοθετήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά ως την κρίση του 2008 αμβλυνόταν, σε ένα βαθμό, από τις εγγενείς καπιταλιστικές αντιθέσεις, από την ακόρεστη και ανορθολογική δίψα του κεφαλαίου για άντληση μεγαλύτερης υπεραξίας.
Συγκεκριμένα, αντίρροπα στη λιτότητα σε ένα βαθμό, ως την κρίση του 2008, λειτούργησε ιδίως η ασύμμετρη ανάπτυξη του τραπεζικού κεφαλαίου και του φθηνού δανεισμού μικρομεσαίων και εργαζομένων, αντίφαση όμως που επέτεινε τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.