Τα λόμπι της ενέργειας είναι από τα πιο ισχυρά στον καπιταλισμό — και η ΕΕ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ενόψει, δε, της απόφασης που αφορά τον «οδικό χάρτη» για τις επόμενες δύο-τρεις δεκαετίες, την αποκαλούμενη «Ταξονομία», κυριολεκτικά οργίασαν. Κυρίως αυτά του φυσικού αερίου και των πυρηνικών (το πρώτο με έδρα τη Γερμανία, όπως δείχνει η εμμονική στήριξη του ρωσικού αγωγού Nord Stream 2, και το δεύτερο τη Γαλλία, η οποία καλύπτει το 70% περίπου των αναγκών της από αντιδραστήρες) πίεσαν ασφυκτικά και πέτυχαν εκβιαστικά να επιβάλουν τα
συμφέροντά τους στην Κομισιόν.
Έτσι, και οι δύο παραπάνω μορφές ενέργειας χαρακτηρίζονται πλέον ως αποδεκτές και σχετικά ήπιες για το περιβάλλον, όσον αφορά τη μεταβατική περίοδο προς την «πράσινη» οικονομία. Κι αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι θα μπορούν να απορροφούν δεκάδες δισ. ευρώ δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους, μέσω και των αποκαλούμενων «πράσινων ομολόγων», του Ταμείου Ανάκαμψης και του τακτικού προϋπολογισμού. Αντιθέτως, ο γαιάνθρακας καταδικάστηκε οριστικά και αμετάκλητα και οι υφιστάμενες μονάδες που λειτουργούν με αυτόν ως πρώτη ύλη πρέπει να κλείσουν το συντομότερο.
Καθοριστικό κριτήριο για την παραπάνω πρόταση ήταν οι εκπομπές των αποκαλούμενων «αερίων του θερμοκηπίου», με βασικότερο το διοξείδιο του άνθρακα, που για το φυσικό αέριο είναι συγκριτικά μικρότερες και για την ατομική ενέργεια μηδενικές. Είναι, όμως, μόνο αυτό που κάνει μια μορφή καλύτερη και προτιμότερη από την άλλη; Το ερώτημα θα κληθούν να απαντήσουν, ανάμεσα στους άλλους, οι Πράσινοι, που συμμετέχουν στην κυβέρνηση της Γερμανίας. Όσο για τους υπόλοιπους –και πρωτίστως τους λαούς– το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι άλλο: Πόση ενέργεια χρειαζόμαστε πραγματικά, για ποιες ανάγκες και ποιοι πληρώνουν;