Αιμιλία Καραλή
Συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την απώλεια του Θόδωρου Αγγελόπουλου, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Η άλλη θάλασσα. Η ταινία στηριζόταν στις συνέπειες των μνημονίων, στο δράμα των προσφύγων, στους απολυμένους εργάτες, στις ανυπότακτες αντιστάσεις εργαζομένων και αριστερών ομάδων.
Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012, λίγο μετά τις 7 το απόγευμα. Μια μηχανή που οδηγούσε ένας ειδικός φρουρός παρασύρει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που διέσχιζε ένα σημείο του περιφερειακού δρόμου της Δραπετσώνας προς το Κερατσίνι. Ο σκηνοθέτης επόπτευε τον χώρο για μια σκηνή της ταινίας που γύριζε, της Άλλης θάλασσας. Λίγο μετά, βαριά τραυματισμένος, πεθαίνει. Την επόμενη μέρα, μια ηλικιωμένη κυρία διαβάζοντας δίπλα μου στο περίπτερο τα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων εφημερίδων με την είδηση του θανάτου του μονολογούσε με δάκρυα στα μάτια: «Και τώρα ποιος θα γυρίζει ταινίες; Ποιος θα γυρίζει τέτοιες ταινίες;»
Ίσως να ήταν και αυτή μια από τις «συνενόχους» που πάντα αναζητούσε ο Αγγελόπουλος μεταξύ των θεατών των ταινιών του· ίσως να συναντούσε μόνο στον δικό του κινηματογράφο τον «πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» που χάραξε τη γενιά της αλλά είχε πείσμα και υπομονή, ελπίδα και όραμα, ακόμα κι όταν όλα ήταν –και είναι– εναντίον της. Κανείς δεν θα ξαναγυρίσει ταινίες σαν του Αγγελόπουλου, όπως κι εκείνος δεν γύρισε ταινίες όπως «κάποιος άλλος». Ήταν μοναδικός και ιδιαίτερος, όπως κάθε καλλιτέχνης του δικού του διαμετρήματος.
Ο θάνατός του, όμως, μας ξάφνιασε σαν προδοσία. Σαν να μας εγκατέλειψε με τον ίδιο τρόπο που είχε γράψει κάποτε στο ποίημά του για το Ταξίδι στα Κύθηρα: «Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας. Είμαι επισκέπτης […]. Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω. Ξεχάστε με στη θάλασσα […]». Μια προειδοποίηση πιθανόν στην οποία δεν δώσαμε τη σημασία που της έπρεπε.
Κάθε ταινία του όμως ήταν ταυτοχρόνως μια προειδοποίηση και μια αναπαράσταση. Μια προειδοποίηση που στηριζόταν στη βαθιά γνώση της ιστορίας σφραγισμένη με την αγωνία για το μέλλον των ανθρώπων: Τι μάθαμε απ’ όσα και όσους μάτωσαν αυτόν τον τόπο; Ποιο νόημα θα δώσουμε στη ζωή, στις ζωές μας; Και μια αναπαράσταση: των κινήτρων που διαμορφώνουν μια κατάσταση, που δημιουργούν μια πραγματικότητα. Και από αυτήν ο Αγγελόπουλος ποιούσε τις κινηματογραφικές του εικόνες.
Έτσι και η ταινία του Η άλλη θάλασσα στηριζόταν στις επιπτώσεις των μνημονίων στη χώρα μας. Στον πυρήνα του σεναρίου του βρίσκεται το δράμα των προσφύγων και των κλειστών συνόρων, που θέλουν να περάσουν από το Αιγαίο στην «άλλη θάλασσα», στην Ευρώπη· των εργατών που μένουν χωρίς δουλειά, των «ξένων» στην ίδια τους τη χώρα, που τους οδηγεί στη φτώχεια, στην ταπείνωση και στην απελπισία. Με έναν απολυμένο εργάτη, παλιό συνδικαλιστή, που βρίσκεται γυμνός στη στέγη του εργοστασίου της ΒΙΟΧΑΛΚΟ και απειλεί να αυτοκτονήσει αρχίζει, όπως μάθαμε, η ταινία.
Ο Αγγελόπουλος εστιάζει και στην υποκρισία, τη διαφθορά εκπροσώπων της εξουσίας που πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις πατριωτικές κορώνες διακινούν μετανάστες, πλουτίζουν εμπορευόμενοι τη δυστυχία των κοινωνικά αδύναμων. Αποτυπώνει ταυτοχρόνως και τις αγωνιστικές δράσεις αριστερών ομάδων, που αντιστέκονται και οργανώνουν από κοινού με τους μετανάστες κινητοποιήσεις, διεκδικώντας τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους. Ο σκηνοθέτης είχε συμπεριλάβει ως βοηθητικούς ηθοποιούς πραγματικούς άνεργους εργάτες της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης του Περάματος, ενώ σκόπευε να αξιοποιήσει με τον ίδιο τρόπο υπαρκτούς αγωνιστές της «εκτός των τειχών» Αριστεράς. Τον ενδιέφερε να αποτυπώσει τον αυθεντικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι όχι μόνο βιώνουν την κρίση, αλλά και το πώς αντιδρούν σε αυτήν από την πλευρά του ανυπότακτου εργατικού κινήματος.
Ο Αγγελόπουλος εστιάζει και στην υποκρισία, τη διαφθορά εκπροσώπων της εξουσίας, με τα μεγάλα λόγια και τις πατριωτικές κορώνες
Αυτή τη νέα πλευρά την αναδείκνυε και με μια επιστροφή στα παλιά, γνώριμα και κλασσικά εκείνα. Σε εκείνα που «ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν». Συνδετικό κρίκο όλων των προηγουμένων, ένα είδος κόκκινου μίτου, αποτελούσε η Όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ. Ένας θίασος στον οποίο συμμετείχε με βασικό ρόλο η κόρη του πρωταγωνιστή –διεφθαρμένου επιχειρηματία και πολιτικού– «αναλάμβανε» να λειτουργεί σαν σχολιαστής, σαν ένα είδος χορού τραγωδίας. Με αποσπάσματα από το έργο του Μπρεχτ «φώτιζε» και «ερμήνευε» με τον λόγο της τέχνης τα όσα διαδραματίζονταν στην κύρια πλοκή της ταινίας.
Θυμόμαστε το θέμα και την υπόθεση της Όπερας της Πεντάρας. Επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται ζητιάνους, λούμπεν στοιχεία, εγκληματίες, προαγωγοί, στελέχη της αστυνομίας και η ίδια η βασίλισσα, σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, ενώνονται και μετατρέπουν τα πάντα σε εμπόριο, σε χρηματικό κέρδος. Η τιμή των ανθρώπων έχει μόνο μια σημασία: την οικονομική. Έτσι καθορισμένη αποκτά την ηθική της υπόσταση. Σε αυτό το έργο υπάρχει και η ερώτηση του εστέτ ληστή Μακχήθ λίγο πριν την αγχόνη, από την οποία τον γλίτωσε η βασίλισσα, δίνοντάς του μάλιστα τίτλο, χρήματα και κάστρο: Τι είναι η διάρρηξη μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας; Και στο λαμπρό φινάλε, όλος ο θίασος «σεμνός και αξιοπρεπής» τραγουδά ζητώντας «λίγη συμπόνια για τον άδικο». Ο Μπρεχτ αναδεικνύει όλη τη φαυλότητα της αστικής κοινωνίας μέσα από ένα σύνθετο μουσικό θέατρο. Στόχος του ήταν να ενεργοποιήσει τον θεατή, ώστε να πάψει να είναι θεατής, ακόμη και του πιο θαυμαστού έργου, αλλά δρων υποκείμενο της ιστορικής κίνησης.
Αλλά όπως και ο Μπρεχτ έτσι και ο Αγγελόπουλος δεν έμενε μόνο στην υπόθεση ή στο θέμα. Στόχος του ήταν η καλλιτεχνική, η αισθητική απόλαυση. Κι αυτό το κατόρθωνε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Το είδαμε στις προηγούμενες ταινίες του. Δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε να το δούμε στην Άλλη θάλασσα.
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του και είναι σαν να μην έφυγε ποτέ. Το έργο του, η άγρυπνη συνείδησή του, η εμπιστοσύνη του στη δύναμη των ανθρώπων να υψωθούν απέναντι στην υποκρισία και τη σκληρότητα της εξουσίας θα είναι πάντα παρόντα. Και ζωντανά.
Διαβάστε περισσότερα