Έφη Καραχάλιου
Η νέα ταινία του Wes Anderson συναρπάζει με το τρομερό καστ και την αψεγάδιαστη αισθητική του, αλλά δεν καταφέρνει να προσφέρει κάτι παραπάνω.
H πιο φιλόδοξη και πληθωρική ταινία του τελειομανή και αστείρευτου Wes Anderson (The Grand Budapest Hotel, The Royal Tenenbaums) τιμά την κουλτούρα της αμερικανικής δημοσιογραφίας υψηλών προδιαγραφών (με σαφή αναφορά στο εμβληματικό The New Yorker) και τη συνδυάζει με την ακαταμάχητη ρετρό ατμόσφαιρα μίας επινοημένης κωμόπολης της Γαλλίας του 20ου αιώνα. Σε αδρές γραμμές, παρακολουθούμε σε λιγότερο από δυο ώρες το ξετύλιγμα ενός ολόκληρου κινηματογραφικού σύμπαντος με καλά δομημένους χαρακτήρες και ακόμη πιο καλά δομημένη φωτογραφία ενώ μπροστά από την κάμερα παρευλαύνουν οι Benicio del Toro, Adrien Brody, Tilda Swinton, Léa Seydoux, Frances McDormand, Timothée Chalamet, Bill Murray, Owen Wilson, Elisabeth Moss, Edward Norton, Willem Dafoe και Saoirse Ronan, μεταξύ άλλων.
Η Γαλλική Αποστολή (The French Dispatch) ανθολογεί μία σειρά άρθρων ενός φανταστικού περιοδικού, που λειτουργούν ως επιμέρους επεισόδια, επιστρατεύει έγχρωμη και ασπρόμαυρη φωτογραφία, βρίθει από αναφορές, αναδεικνύει την καρτουνίστικη πλευρά των ηθοποιών της, κινείται ξέφρενα, μιλάει περίτεχνα και απογειώνει το όραμα του δημιουργού της, ενός γνήσιου καλλιτέχνη του σινεμά. Έτσι, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στη γαλλική φινέτσα και την αμερικανική διανόηση (όπου κινείται και ο ίδιος ο Anderson) στεγάζεται ένα πολυπληθές, απολαυστικό, αξιοζήλευτο και πρωτοκλασάτο καστ με φόντο ένα ακαταμάχητο οπτικό σύμπαν, ένα απενοχοποιημένο και φαντασμαγορικό κουκλοθέατρο, που ανεβάζει μία ιλιγγιώδη, αριστοτεχνική παράσταση.
Έτσι στο Ennui-sur-Blasé (βαρεμάρα και αδιαφορία η μετάφραση των δυο λέξεων), λειτουργεί το κυριακάτικο ένθετο μιας εφημερίδας, της οποίας ο αρχισυντάκτης και εμπνευστής έχει καταφέρει να μαζέψει τους αριστοτέχνες του είδους της δημοσιογραφίας. Ο θάνατός του που σηματοδοτεί και την παύση κυκλοφορίας του εντύπου, δίνει την σκυτάλη σε τέσσερις ιστορίες, ημι-βιωματικές και πρωτότυπες. Ο Cycling Reporter αναλαμβάνει να γράψει ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο για τις φτωχικές γειτονιές της πόλης. Ακολουθεί το The Concrete Masterpiece, το πορτρέτο ενός -εγκληματικής φύσης- ζωγράφου, της μούσας του και των αρπαχτικών εμπόρων τέχνης. Το Revisions to a Manifesto είναι ένα χρονικό έρωτα και θανάτου στα χαρακώματα της φοιτητικής εξέγερσης. Η ανθολογία ολοκληρώνεται με το The Private Dining Room of the Police Commissioner, μία συναρπαστική ιστορία με εμπόρους ναρκωτικών, μία απαγωγή και ένα δείπνο υψηλής γαστρονομίας.
Έμμεση κριτική στον χώρο της δημοσιογραφίας, των εκδόσεων και της τέχνης (;)
Μέσα από τις αυτοτελείς ιστορίες, προκύπτει η θέση και η σχέση μεταξύ των διάφορων συνεργατών του ένθετου με τον αρχισυντάκτη και γενικώς θίγεται όλη η διαδικασία της συγγραφής και παραγωγής κειμένων. Η επιφανειακή περιπλοκότητα του λόγου που γίνεται εντέχνως για να δείξει ένα σοφιστικέ ύφος, τα αφηγηματικά burn-outs των συγγραφέων, οι πηγές έμπνευσης, οι εμμονές και συνολικά το πώς παράγεται, διανέμεται και δημιουργείται η τέχνη είναι κομβικά σημεία των ιστοριών. Ωστόσο, αυτό πρόκειται για δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση των ιστοριών, καθώς με την κωμικότητα και τα έντονα εικαστικά μοτίβα που εναλλάσσονται ταχύτατα, καθηλώνουν τον θεατή και δεν μπορεί να αναστοχαστεί κατά την διάρκεια της ταινίας το περιεχόμενο των ιστοριών. Αυτό ίσως και να είναι το σημείο που χάνει το στοίχημα ο Anderson, καθώς κανένας χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται αρκετά και απλώς έχουμε αστέρες του Χόλυγουντ να πηγαινοέρχονται νευρικά μεταξύ των κάδρων χωρίς σαφή προσανατολισμό. Αν και όλοι οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται υποδειγματικά στον ρόλο με τρεις ατάκες που ανατέθηκε στον καθένα, θα μπορούσε αφηγηματικά το συγκεκριμένο πρότζεκτ να «απλώσει» σε σειρά περιορισμένων επεισοδίων, όπου θα δίνεται και ένα μεγαλύτερο και ευκρινέστερο background αυτής της -όχι και τόσο- βαρετής γαλλικής γραφικής πόλης και των κατοίκων της.
Αντι επιλόγου
Μια φανταχτερή καρτ ποστάλ στην Γαλλία και την πρόσφατη κοινωνικοπολιτική ιστορία της (Μάης ’68), αυτό είναι η ταινία του Wes Anderson. Εξαιρετικά δομημένη, πολύ καλά δουλεμένη, αλλά όταν συνεχώς η μορφή είναι αυτοσκοπός, το περιεχόμενο μοιάζει παράταιρο και μπαίνει δυστυχώς σε δεύτερη μοίρα. Εντυπωσιακό αποτέλεσμα ομολογουμένως, που ωστόσο απευθύνεται κυρίως σε σινεφίλ κοινό και ξεχνιέται εύκολα.