Γιάννης Ελαφρός
Καθώς η κοινωνική δυσαρέσκεια αναπτύσσεται, η κυβερνητική επιρροή υποχωρεί, αν και με αργούς ρυθμούς λόγω της ανυπαρξίας πραγματικής αντιπολίτευσης από ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ κλπ. Στριμωγμένη από πανδημία και ακρίβεια η κυβέρνηση, εντός των επιλογών της ο εκλογικός αιφνιδιασμός. Η διέξοδος δεν βρίσκεται στο αίτημα για εκλογές (Α. Τσίπρας) ή στην εκλογική αναμονή για εναλλαγή, αλλά σε ένα κίνημα ανατροπής και σε ισχυρή αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» και ο εκλογικός ορίζοντας
Μπορεί η ψήφιση του προϋπολογισμού από τη ΝΔ (και τον… Μπογδάνο) να μοίρασε τα γνωστά αυτάρεσκα γελάκια στα υπουργικά έδρανα, αλλά όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν πως η κυβέρνηση έχει πέσει σε κινούμενη άμμο, σε μια παγίδα πανδημίας και ακρίβειας, από την οποία δεν μπορεί να διαφύγει εύκολα, ενώ σε κάθε κίνηση βυθίζεται βαθύτερα στην κοινωνική διαμαρτυρία.
Καθώς η δυσανεξία για όσα συμβαίνουν αποτελούν κυρίαρχο κλίμα, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να ζήσουμε έναν ελληνικό «χειμώνα της δυσαρέσκειας». Πρόκειται για μια δυσαρέσκεια διάχυτη και ανάκατη με φόβο, που από πολλούς βιώνεται ατομικά κι όχι συλλογικά, αν και τροφοδοτεί και σημαντικές κινηματικές παρεμβάσεις. Για την μη μαζική της έκφραση τεράστιες ευθύνες έχει η κατ΄ όνομα αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και η Αριστερά δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε.
Αν και οι δημοσιολόγοι του συστήματος επικεντρώνουν κυρίως στον πολιτικό διαγκωνισμό στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, στην πραγματικότητα οι κοινωνικές διεργασίες οδηγούν σε ενδυνάμωση των «άκρων», δηλαδή των πιο ξεκάθαρων απαντήσεων, είτε προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της, είτε προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Εξάλλου και η κυβέρνηση της ΝΔ σε αυτό έχει διακριθεί: στην ακραία, συνεπή και αποφασιστική υλοποίηση της πολιτικής του κεφαλαίου.
Καθώς έχουμε μπει σε περίοδο αποσταθεροποίησης των δεδομένων πολιτικών συσχετισμών ανοίγει και η συζήτηση περί εκλογών, που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τη διενέργειά τους εντός του 2022, παρά τους όρκους Κ. Μητσοτάκη στην πολιτική σταθερότητα. Η διέξοδος όμως δεν βρίσκεται στην κοινοβουλευτική εναλλαγή, αλλά στη συγκρότηση μιας ανατρεπτικής εργατικής πολιτικής, μιας εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης.
Τάσεις διατάραξης του πολιτικού σκηνικού
Το κυβερνών κόμμα βρίσκεται σε καθοδική πορεία, η οποία προς το παρόν συγκρατείται λόγω της μεγάλης στήριξης από το κεφάλαιο με κάθε μέσο (και ΜΜΕ) που διαθέτει και της ανυπαρξίας πολιτικής εναλλακτικής. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίστηκε πολιτικά ως ένας… δικέφαλος αετός, επιχειρώντας να συνταιριάξει αποδοτικά δύο αλληλοδιαπλεκόμενες εκδοχές της κυρίαρχης πολιτικής, με το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό. Αφενός, το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό κέντρο, αλλά στην πραγματικότητα ακραίο επιθετικό, αφετέρου βαθιά δεξιές και ακροδεξιές προσεγγίσεις. Η «ακροκεντρώα» κατεύθυνση πασπαλίζεται με αστικό δικαιωματισμό (π.χ. διακρίσεις, έμφυλο), προβάλλει έντονα τη στήριξη σε ΕΕ – «ευρωπαϊσμό», προωθεί αντεργατική πολιτική (π.χ. νόμος Χατζηδάκη), υπερτονίζει τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό, την κλιματική αλλαγή (κυρίως για την ενεργειακή ανασυγκρότηση υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος του λαού), ενώ αναφέρει τη ΝΔ ως κεντροδεξιό κόμμα. Η πούρα δεξιά κατεύθυνση εκφράζεται με την ακραία αντεργατική πολιτική (π.χ. νόμος Χατζηδάκη), την πανταχού παρούσα αστυνομική καταστολή, τον έντονο εθνικισμό, την αντιπροσφυγική πολιτική με τα παράνομα pushbacks και τους φράχτες παντού, την εξοπλιστική-μιλιταριστική παρέμβαση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό κλπ. Ο Κ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του επιχειρεί να ψηφοθηρεί και στις δύο αυτές εκλογικές «δεξαμενές».
Το βασικό στοιχείο της κυβέρνησης είναι η καθαρή, ακραία ως προς τους ρυθμούς και τη συνέπεια, προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, είτε στη μορφή του ακροκεντρώου, είτε του ακροδεξιού
Οι σύγχρονοι «αντιδεξιοί», από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, της «κεντροαριστεράς» ή και της Αριστεράς, βλέπουν μια ανυπέρβλητη αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις της σημερινής ΝΔ ή καταλήγουν σε κραυγές για ακροδεξιά στροφή. Απεναντίας, το «μίγμα πολιτικής» που υλοποιεί η ΝΔ ακολουθούν πολλά συντηρητικά κόμματα διεθνώς και εκφράζει την πολιτική της ΕΕ, δεν αποτελεί παραφωνία (π.χ. στο προσφυγικό, στο εργατικό κλπ.) Το βασικό του στοιχείο είναι η καθαρή, ακραία ως προς τους ρυθμούς και τη συνέπεια, προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου, είτε στη μορφή του ακροκεντρώου, είτε του ακροδεξιού. Στηρίζεται στην κυβερνητική τραγωδία του ΣΥΡΙΖΑ και στη δικαίωση που προσέφερε ο Α. Τσίπρας στα μνημόνια (υπογράφοντας το 3ο, αλλά και τη μακριά περίοδο εποπτείας με διατήρηση του μνημονιακού κεκτημένου) κι επιχειρεί να διαιωνίσει μια ηγεμονία κατά των αριστερών ιδεών, ξεδοντιάζοντας την Αριστερά και ειδικά την αντικαπιταλιστική (εργατικό κίνημα, πανεπιστήμια, δήμοι και περιφέρειες).
Η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί την επιτάχυνση και εμβάθυνση των αστικών αναδιαρθρώσεων για την μεγάλη καπιταλιστική ανασυγκρότηση στην Ελλάδα. Επιδεικνύει την αποτελεσματικότητα και την αποφασιστικότητά της, καθώς και το πρακτικό της πνεύμα (τεχνοκρατισμός, κόμμα των «αρίστων»). Με τη βοήθεια και των ΜΜΕ φιλοτεχνήθηκε αυτό το προφίλ: ψηφιακή διακυβέρνηση, φραγή στους πρόσφυγες, «επιτυχία» στο πρώτο κύμα της πανδημίας.
Τους τελευταίους μήνες όμως η φιλολογία της κυβερνητικής επιτυχίας επλήγη βαριά και αποσαρθρώνεται. Το τρομερό καλοκαίρι των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών, η καταστροφική εξέλιξη της πανδημίας λόγω της εγκληματικής κυβερνητικής πολιτικής, η αποχαλίνωση της ακρίβειας και της ενεργειακής φτώχειας θρυμματίζουν για ευρύτερα λαϊκά στρώματα την εικόνα της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας.
Βεβαίως η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκροτήσει με υλικούς τρόπους κοινωνικές συμμαχίες, στερεώνοντας τους δεσμούς της με το μεγάλο κεφάλαιο και τους επιχειρηματικούς ομίλους (τάζοντας και τα χρήματα του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης), αλλά επιχειρώντας να προσελκύσει και τα μεσαία στρώματα και με τη διανομή σημαντικών ποσών κατά την περίοδο της πανδημίας, αν και μέρος αυτών με επιστροφή. Όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, καθώς η ΕΕ σφίγγει τα λουριά λόγω «δημοσιονομικού εκτροχιασμού» και παρότι η ΕΚΤ αποφάσισε να συνεχίσει και μετά τον Μάρτιο του 2022 που λήγει το έκτακτο πρόγραμμα PEPP να περιλαμβάνει την Ελλάδα στο πρόγραμμα δανεισμού, κατ’ εξαίρεση βέβαια καθώς η χώρα δεν πιάνει «επενδυτική βαθμίδα» λόγω του τεράστιου χρέους, που φρόντισε να τρομπάρει η ΝΔ με τις ενισχύσεις στο κεφάλαιο και τους εξοπλισμούς.
Καθώς βασικοί πυλώνες της κυβερνητικής σταθερότητας κλονίζονται έρχεται να προστεθεί η διπλή πίεση από τα δεξιά-ακροδεξιά και το «κέντρο». Η ενδυνάμωση των αντιεμβολιαστικών τάσεων και η σαφής δραστηριοποίηση εντός τους ακραίων θρησκευτικών, ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων, που σε προηγούμενη φάση είχαν στηρίξει ή δείξει ανοχή στη ΝΔ (κυρίως λόγω της αντιαριστερής, αντικινηματικής της γραμμής και της στάσης στο μακεδονικό-εθνικιστικό) δημιουργεί ένα ερώτημα για πιθανή εκλογική αιμορραγία της ΝΔ. Η κυβέρνηση προσπαθεί να το συγκρατήσει ανεβάζοντας τους αντιδραστικούς τόνους, επιχειρώντας συμμαχία με την Εκκλησία, τοποθετώντας τον Θανάση Πλεύρη υπουργό Υγείας για να «συνομιλήσει» μαζί τους. Η πορεία της πανδημίας και η όξυνση της υγειονομικής κρίσης δεν διευκολύνει αυτό το σχεδιασμό.
Πίεση θα δεχθεί πολιτικά η ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που θα διεκδικήσει ένα μέρος των παλιών ψηφοφόρων του που στήριξαν Κ. Μητσοτάκη. Βεβαίως, η υπερβολική υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ από τα αστικά ΜΜΕ δεν αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος, αλλά στην καλύτερη ισορροπία του. Αστικοί κύκλοι βλέπουν ως πιο σταθερό ένα κομματικό «τρίκυκλο» (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), που θα εναλλάσσεται σε ρόλους, άλλοι –που στηρίζουν ΝΔ- επιχειρούν να κατευθύνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ τη «δημοσκοπική έκρηξη» του ΚΙΝΑΛ.
Βασικό ζητούμενο από όλους είναι να διαμορφώσουν μια τάση αστικής σύγκλισης προς το «κέντρο», μακριά από τα εργατικά λαϊκά προβλήματα και ανησυχίες, που εύκολα βαφτίζονται «λαϊκισμός» και ριζοσπαστισμός που πρέπει να θαφτεί βαθιά, μαζί με το μεγάλο λαϊκό «όχι» του 2015 κι όσα προηγήθηκαν στους δρόμους και τους αγώνες. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί πως τα ποσοστά που εμφανίζουν ως πρόθεση ψήφου στον Ν. Ανδρουλάκη (που σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τις θέσεις του!) και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και που έχουν φτάσει και το 15% δεν αποτελούν εξαίρεση: Κι όταν είχε εκλεγεί η Φώφη Γεννηματά στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ οι δημοσκοπήσεις της «έδιναν» από 11%-14%, ανάλογα ή και ψηλότερα ήταν τα «ευρήματα» μετά την εκλογή Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής δυσαρέσκειας, καθηλωμένος παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επέλεξε την τακτική «θα λογαριαστούμε μετά» και φόρεσε καθεστωτικό κουστούμι. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει αντιπολίτευση καθώς συμφωνεί στον πυρήνα της πολιτικής που εφαρμόζει η ΝΔ. Κινείται μέσα στα όρια της πολιτικής που απαιτεί το κεφάλαιο και η ΕΕ, ενώ η διαρκής αναπαραγωγή ενός σοσιαλφιλελεύθερου πολιτικού λόγου και μιας φυσιογνωμίας που αναπαράγει στοιχεία του παλιού ΠΑΣΟΚ, τελικά ποτίζει το χώρο που διεκδικεί ο Ν. Ανδρουλάκης.
Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στην αλλαγή των λαϊκών διαθέσεων (έστω και με μεγάλη καθυστέρηση) ο Α. Τσίπρας ζήτησε εκλογές. Την ίδια ώρα ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ είναι κενός περιεχομένου και απελπιστικά καθωσπρέπει, όπως έδειξε και με τη διαγραφή του Π. Κουρουμπλή. Ακόμα και με το αίτημα για τις εκλογές όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει κάτι χρήσιμο για τον λαό, που πρέπει να περιμένει τις κάλπες, δεν βάζει ζήτημα αγώνων και κατακτήσεων, ενώ βεβαίως προσπαθεί να «καπελώσει» όλη την λαϊκή κινητικότητα από δω και πέρα στους κοινοβουλευτικούς τους στόχους.
Κι όμως υπήρξε αντίσταση, στους δρόμους όχι στη βουλή
Υγειονομικοί, φοιτητές, εκπαιδευτικοί, εργάτες, η ΝΔ είχε αντίπαλο
Στα δυόμιση χρόνια που κυβερνά η ΝΔ και ειδικά στα σχεδόν δύο χρόνια της ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου της πανδημίας υπήρξε αντιπολίτευση στη χώρα. Όχι μην την ψάξετε στο κτίριο της βουλής. Η αντιπολίτευση ήταν στους δρόμους, στο κίνημα, ήταν πρωτίστως κοινωνική με πολιτικό στίγμα, αλλά χωρίς ακόμα να συνενώνεται σε ένα ανατρεπτικό πολιτικό σχέδιο.
Ας θυμηθούμε: Οι μαχόμενοι νοσοκομειακοί γιατροί και οι υγειονομικοί της πρώτης γραμμής που βγήκαν στις πύλες των νοσοκομείων και στους δρόμους διεκδικώντας τα αναγκαία μέτρα για την πανδημία. Οι μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς που δεν υπάκουσαν στις απαγορεύσεις για τα λοκντάουν, την Πρωτομαγιά, το Πολυτεχνείο, την 6η Δεκέμβρη του 2020. Οι φοιτητές/τριες που βγήκαν στους δρόμους απέναντι στους ρόμποκοπ της ΕΛΑΣ και συνέβαλαν στο δυναμικό φοιτητικό κίνημα, που έχει στείλει την πανεπιστημιακή αστυνομία «για διάβασμα», τις μαχητικές διαδηλώσεις στο κέντρο κόντρα σε αύρες και καταστολή, τις συλλογικότητες και τις αντικαπιταλιστικές κινήσεις που πήραν πρωτοβουλίες για πρωτοφανείς διαδηλώσεις σε Νέα Σμύρνη και γειτονιές ενάντια στα αστυνομικά πογκρόμ, τις ομάδες, συλλόγους και επιτροπές αγώνα των πυρόπληκτων. Και στη συνέχεια οι εργατικές εκρήξεις στην efood και τους διανομείς, στην COSCO, με νίκες και ρωγμές στο αήττητο της εργοδοσίας. Και βέβαια ο μεγάλος αγώνας των εκπαιδευτικών, που αψήφησε απαγορεύσεις και αξιολογήσεις και παρότι προδόθηκε από τον υποταγμένο συνδικαλισμό συνεχίζει να αντιστέκεται με πρωτοβάθμια σωματεία και να αναζητεί δρόμους αντεπίθεσης.
Σε όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ ήταν όχι μόνο απόντες αλλά και ενάντια. Δεν είναι μεμονωμένα στιγμιότυπα. Με όλες τις μερικότητες αποτελούν μια κοινωνικο-πολιτική τάση που εμφανίζεται σπερματικά, δίνει νόημα στο «μόνο ο λαός σώζει τον λαό» και αλλάζει τα δεδομένα από τα αριστερά, αναδεικνύοντας δυνατότητες.
Αναγκαία τώρα η εργατική λαϊκή αντιπολίτευση
Καθώς η δυσαρέσκεια διευρύνεται και τα πολιτικά ερωτήματα ανοίγουν, είναι ανάγκη να προβληθεί ο στόχος συγκρότησης μιας εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης, που θα συνενώνει τις σχετικά κατακερματισμένες σήμερα κινητοποιήσεις στη βάση ενός πολιτικού πλαισίου πάλης για τις συνολικές ανάγκες και δικαιώματα εργαζομένων και λαού σε ρήξη με την πολιτική κυβέρνησης, κεφαλαίου και ΕΕ, με τις δεσμεύσεις των ευρωμνημονίων και του ληστρικού χρέους, το αμόκ των εξοπλισμών, καθώς και με τη συναίνεση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Η εργατική λαϊκή αντιπολίτευση θα διεκδικεί την ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και της αστικής πολιτικής που αυτή εφαρμόζει. Αρνείται τον ρηχό αντιδεξιό προσανατολισμό, που ανοίγει το δρόμο στην εναλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχίσει την ίδια πολιτική. Δεν μένει και στο «κάτω η κυβέρνηση» ή στο «κάτω η χούντα του Μητσοτάκη», που σήμερα μπορεί να εκφράζουν αντιδραστικές τάσεις. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως η μαχόμενη Αριστερά θα διστάζει να θέσει το αίτημα ανατροπής αυτής της επικίνδυνης κυβέρνησης και της πολιτικής που υλοποιεί, όπως κάνει για παράδειγμα το ΚΚΕ. Απαιτείται σαφήνεια πολιτική, αριστερή αντικαπιταλιστική σκοπιά και ταξική αναφορά στα εργατικά συμφέροντα και όχι βέβαια ευρωπαϊσμός και τεχνοκρατισμός αλά ΜέΡΑ25. Έμπνευση μπορεί να δώσει μια ισχυρή ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Η εργατική λαϊκή αντιπολίτευση δρα και συγκροτείται κυρίως στο κίνημα και στους δρόμους, προωθώντας τη συλλογική πάλη (και την ταξική αλληλεγγύη) των εργατικών λαϊκών στρωμάτων, το ξέσπασμα αγώνων, την κλιμάκωση και την ενοποίησή τους σε ενιαίο μέτωπο. Αρνείται το απεργιακό μορατόριουμ που έχει κηρύξει ο υποταγμένος συνδικαλισμός και προωθεί συνολικούς πανεργατικούς απεργιακούς αγώνες, που δυστυχώς αρνείται και το ΠΑΜΕ.