Γιώργος Κώνστας
▸ Μοναδικό στήριγμα για τους φτωχομεσαίους ελαιοπαραγωγούς οι συνεταιρισμοί
«Χρυσό προϊόν» για τους τυποποιητές και τη βιομηχανία το ελληνικό ελαιόλαδο, την ίδια στιγμή που όλο και περισσότεροι παραγωγοί κινδυνεύουν να γίνουν οι σύγχρονοι «παρίες» αφού δεν λαμβάνουν τίποτα από την υπεραξία που παράγουν. Η αύξηση του κόστους παραγωγής, οι «παγωμένες» τιμές για τον αγρότη, οι, σχεδόν σε ετήσια βάση, ζημιές εξαιτίας της κλιματικής κρίσης έχουν εξανεμίσει τα εισοδήματα στην ελληνική ύπαιθρο.
«Πρωταθλήτρια» στην ελληνική παραγωγή ελαιολάδου αλλά ουραγός σε ότι αφορά τις τιμές που απολαμβάνει ο παραγωγός, η Κρήτη. Οι αιτίες πολλές και έχουν να κάνουν με τον τρόπο που είναι διαρθρωμένη η αγορά, που βρίσκει πολλαπλώς ωφελημένη τη βιομηχανία και την τυποποίηση σε βάρος του παραγωγού αλλά και του καταναλωτή.
Ο Γιώργος Πρεκατσάκης, γεωπόνος στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Γραμβούσας και αγρότης ο ίδιος, μας δίνει μια εικόνα του πώς ο παραγωγός είναι το μόνιμο θύμα στην αγοραπωλησία ελαιολάδου.
«Δίνοντας το προϊόν ο παραγωγός σε μια τιμή για παράδειγμα 2,50 ευρώ το κιλό, ο χονδρέμπορας θα βάλει άλλα 50-70 λεπτά στο κιλό, ενώ στη συνέχεια η ίδια ποσότητα περνάει στη βιομηχανία. Εκεί γίνεται άλλη μια σοβαρή αλλαγή καθώς το λάδι που πουλήθηκε ως κιλό από τον παραγωγό και τον έμπορο, μεταπωλείται από τη βιομηχανία ως λίτρο.
Η τυποποίηση και το ΦΠΑ θα προσθέσει 1-1,2 ευρώ στην αρχική τιμή, και στη συνέχεια έχουμε το 4% του βιομηχάνου και το 15%-20 % το κέρδος του λιανεμπορίου (super market). Ο παραγωγός αν είναι “δίκαιο” το παιγνίδι, για ένα μπουκάλι λάδι που θα πουληθεί στον καταναλωτή στην τιμή των 7 ευρώ τα 900 ml θα πρέπει να πάρει 3,50 ευρώ το κιλό, ποσό που θεωρώ ότι επί της ουσίας δεν είναι καθόλου δίκαιο για ένα πολύ ποιοτικό προϊόν», αναφέρει ο συνομιλητής μας.
Μια ακόμα παγίδα σε βάρος του παραγωγού έχει να κάνει με τις προσμίξεις στις οποίες προχωρούν οι βιομηχανίες. «Αυτό το λάδι που πουλιέται 7 ευρώ στο super market, αν η τυποποίηση δεν προέρχεται από συνεταιριστική δομή (τα τυποποιημένα λάδια από συνεταιρισμούς στα super market είναι ελάχιστα), υπάρχει ο κίνδυνος το αρχικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο να έχει προσμιχθεί με δεύτερης κατηγορίας λάδια. Να έχει γίνει δηλαδή ανάμιξη με άλλα φυτικά έλαια ή χαμηλής ποιότητας ελαιόλαδα (όπως εξευγενισμένα, όψιμης συγκομιδής ή προσμίξεις με ελαιόλαδα ποιοτικά κατώτερα από τρίτες χώρες). Αυτό είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο βασίζεται η αγορά ελαιολάδου που μείζονα στόχο έχει το κέρδος. Ένα μοντέλο που πάντα θα εκβιάζει τον παραγωγό. Που από κινητήριος μοχλός της αγροτικής οικονομίας γίνεται ο παρίας», προσθέτει ο Γιώργος Πρεκατσάκης.
Ο αγρότης και γεωπόνος στον Αγροτικό Συνεταιρισμός Γραμβούσας τονίζει πως αυτή τη στιγμή «βιώσιμη παραγωγή μέσα από τέτοιες αλυσίδες δεν μπορεί να υπάρξει» ακόμα και για τον μεγάλο παραγωγό, πόσο μάλλον για τον μικρό, κάτι που ο ίδιος πιστεύει ότι θέτει σε κίνδυνο ακόμα και την ύπαρξη της ελαιοκαλλιέργειας τα επόμενα χρόνια στην Κρήτη.
Όσο για το κόστος παραγωγής, έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που έχει κάνει ασύμφορη την καλλιέργεια. «Ειδικά αυτό που συμβαίνει με τα λιπάσματα δεν το θυμάμαι ποτέ ξανά, είναι κάτι εξωφρενικό. Μέσα σε ένα χρόνο οι τιμές ειδικά για κάποιες κατηγορίες λιπασμάτων υπερδιπλασιάστηκαν!».
Μοναδικό στήριγμα για τους παραγωγούς –και ίσως ένα φωτεινό παράδειγμα για ένα διαφορετικό μέλλον– η ύπαρξη των συνεταιρισμών. «Χωρίς τους συνεταιρισμούς η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη για τους παραγωγούς. Οι συνεταιρισμοί αποτελούν ένα εργαλείο, στο οποία η ψήφος του κάθε παραγωγού έχει την ίδια αξία ανεξάρτητα το μέγεθος της περιουσίας του. Στους συνεταιρισμούς υπάρχει ακόμα η κοινωνική ευαισθησία και η λειτουργία τους εξασφαλίζει ότι το λάδι που φτάνει μέσω αυτών στην αγορά, είναι πραγματικό λάδι, είναι από ελιές της περιοχής και όχι προϊόν προσμίξεων» καταλήγει ο Γιώργος Πρεκατσάκης.
Αργοπεθαίνουν οι ελαιώνες στο Βόρειο Αιγαίο
Νίκος Μανάβης
Το 2021 είναι μια από τις πιο δύσκολες χρονιές για τους ελαιοπαραγωγούς του Βορείου Αιγαίου. Στα τέλη του Νοεμβρίου, θυελλώδεις άνεμοι, που ξεπερνούσαν τα 10 μποφόρ, έφεραν μεγάλη καρπόπτωση στους ελαιώνες της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου, προκαλώντας μεγάλη ζημιά στο εισόδημα των λίγων παραγωγών των νησιών οι οποίοι είχαν μια ορισμένη ικανοποιητική παραγωγή καρπού στα λιόδεντρά τους. Είχε προηγηθεί μια μεγάλη περίοδο ανομβρίας που κράτησε από τα μέσα του Ιουνίου ως τα μέσα του Οκτωβρίου και πολυήμεροι καύσωνες το καλοκαίρι.
Πιο πριν τον Μάιο, την περίοδο της ανθοφορίας, απρόσμενα υψηλές θερμοκρασίες (36 βαθμοί Κελσίου) είχαν ως αποτέλεσμα στα τρία μεγάλα νησιά του Βορείου Αιγαίου να καταγραφεί μειωμένη καρπόδεση και καταστροφή του ανθού. Από τις αρχές του Ιουνίου οι ελαιοπαραγωγοί των νησιών διαμαρτύρονται πως για τρίτη συνεχόμενη χρονιά αντιμετωπίζουν πρόβλημα ακαρπίας. Το Φλεβάρη και το Μάρτη στη Λέσβο και την Βόρεια Χίο επικράτησε παγετός που κι αυτός είχε προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές στους ελαιώνες.
Τα παραπάνω προβλήματα είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους ελαιώνες του Βορείου Αιγαίου. Οι γεωπόνοι ήδη επισημαίνουν πως δεν πρόκειται για προβλήματα συγκυριακά αλλά για μια μόνιμη κατάσταση που θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να αντιμετωπιστεί.
Η κλιματική κρίση ήρθε να προστεθεί στα μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελαιοκαλλιεργητές των νησιών του Βορείου Αιγαίου και είναι η απουσία εγγειοβελτιωτικών έργων που θα λύσουν το πρόβλημα της άρδευσης των ελαιώνων, της επιστημονικής οργάνωσης των καλλιεργητικών φροντίδων και της πλήρους φιλελευθεροποίησης της παραγωγικής διαδικασίας που οδηγεί σε καταστροφή τους φτωχομεσαίους ελαιοπαραγωγούς. Είναι χαρακτηριστικό πως το 2021 παρά τις μεγάλες καταστροφές στους ελαιοπαραγωγούς των νησιών του Βορείου Αιγαίου δεν έχει δοθεί ούτε ένα ευρώ αποζημίωσης και δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο προστασίας του εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών.
Πρόκειται για συνειδητή επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης στο πλαίσιο εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) που στόχο έχει το οριστικό ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων αγροτών.