Βασίλης Τσιράκης
Με αφορμή τη διαμάχη για την ταινία, περί του αν δηλαδή υπήρξε κάποιος στρατιώτης που άνοιξε την πόρτα του καιόμενου σχολείου με τα γυναικόπαιδα, οι συντελεστές της ταινίας δήλωσαν κατηγορηματικά ότι η ταινία ανήκει στην κατηγορία της μυθοπλασίας.
Αποδεχόμενοι την πρόκληση και κρίνοντας την ως μυθοπλασία, θα υποστηρίζαμε καταρχήν πως από την ταινία λείπουν θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Η απουσία χαρακτήρων, πλοκής, ανατροπών και κορύφωσης, είναι στοιχεία που συνάδουν περισσότερο με ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ παρά με μυθοπλασία.
Σκηνοθετικά, η ταινία απευθύνεται στο συναίσθημα, ακροβατώντας ανάμεσα στην τραγωδία και το μελόδραμα και επιδιώκοντας περισσότερο τη συναισθηματική φόρτιση του θεατή παρά τον προβληματισμό του (χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιμονή στα κοντινά πλάνα πάνω στα αιματοβαμμένα σώματα των εκτελεσμένων), ενώ η απόπειρα δημιουργίας σασπένς, όπως στη σκηνή με το σπιρτόκουτο, είναι στερεοτυπική και χιλιοπαιγμένη στον κινηματογράφο. Ακόμα δεν λείπουν και σεναριακές αστοχίες όπως ο αντιστασιακός πατέρας (που όμως δεν έχει βγει στο βουνό και ζει με την οικογένεια του στο χωριό), ο οποίος μετά τη μάχη εναντίον των Γερμανών, όντας τραυματισμένος, αντί να φύγει με τους αντάρτες, επιστρέφει στο σπίτι του, ενώ αυτό το έχει επιτάξει και ζει μαζί τους ένας Γερμανός αξιωματικός!
Η μουσική αντί να υποβάλει, επιβάλει τον θρήνο, ενισχύοντας την απεύθυνση στο συναίσθημα, με φωτεινή εξαίρεση τα δημοτικά πολυφωνικά τραγούδια-μοιρολόγια. Στα θετικά της ταινίας η φωτογραφία της, τα σκηνικά, τα κοστούμια και το μακιγιάζ που μας μπάζουν στην ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ εκπληκτική είναι η ερμηνεία του Μαξ φον Σίντοφ.Όμως μια ταινία μυθοπλασίας που βασίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός κρίνεται και από το πώς στέκεται απέναντι στην ιστορία.
Η ταινία κρίνεται προφανώς και από το πώς στέκεται απέναντι στην ιστορία
Εδώ, πριν αναφερθούμε στο επίδικο ζήτημα, να σημειώσουμε πως στην ταινία υπάρχουν κάποιοι αντάρτες οι οποίοι υποστηρίζονται από τους Άγγλους, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στον ΕΛΑΣ που δρούσε στην περιοχή.
Στο επίδικο τώρα. Εδώ ο σεναριογράφος επιλέγει ως κεντρικό αφηγηματικό άξονα ένα γεγονός που αμφισβητείται από την επιστημονική ιστορική μελέτη. Ότι δηλαδή ένας Aυστριακός στρατιώτης άνοιξε την πόρτα του καιόμενου σχολείου για να σώσει τα γυναικόπαιδα. Η νομιμοποίηση που δίνει στην επιλογή αυτή ο χαρακτηρισμός της ταινίας ως μυθοπλασία, δεν την κάνει υπεράνω κριτικής. Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι συντελεστές της ταινίας είχαν συνομιλήσει πριν τα γυρίσματα με την Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και τους κατοίκους της περιοχής, εισπράττοντας ένα κατηγορηματικό όχι.
Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε αυτή την –ανιστόρητη κατά τη γνώμη μας– επιλογή διασώζεται ένα θετικό μήνυμα. Το ότι ο Αυστριακός στρατιώτης δεν παρουσιάζεται ως κάποιος ναζί με ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά ως ένας αντιφασίστας που την τελευταία στιγμή δεν ακολούθησε τους συντρόφους του που δραπέτευσαν από την Αυστρία για να αποφύγουν τη στράτευση στον ναζιστικό στρατό, εξαιτίας του έρωτά του. Εν κατακλείδι, η ταινία, προβάλλοντας τις θηριωδίες του ναζισμού, πράγμα αναγκαίο ιδιαίτερα σήμερα, δεν προβληματίζει παραπέρα τον θεατή αλλά τον οδηγεί μάλλον προς μια στάση απέναντι στη σημερινή δύσκολη πραγματικότητα του «υπάρχουν και χειρότερα».