Κώστας Παλούκης
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 οι εκπρόσωποι από ΚΚΕ και τριών μικρότερων αντιφασιστικών κομμάτων ίδρυσαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Με τη δημιουργία στο πλαίσιο του εαμικού κινήματος και του ΕΛΑΣ έγινε δυνατή η συγκρότηση θεσμών λαϊκής εξουσίας, ενώ στις πόλεις γρήγορα κλιμακώθηκε η ναναμέτρηση με τις κατοχικές κυβερνήσεις. Το ΚΚΕ γιγαντώθηκε μέχρι την απελευθέρωση και την κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης τον Δεκέμβρη 1944.
Χρονολόγιο
1941, 6 Απριλίου 1941 – Εισβολή του γερμανικού στρατού στην Ελλάδα
1941, 21 Απριλίου – Παράδοση του ελληνικού στρατού από τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου
1941, 30 Απριλίου – Ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης δοσίλογων με πρωθυπουργό τον Γ. Τσολάκογλου
1941, 16 Ιουλίου – Ίδρυση του Εργατικού ΕΑΜ από ΓΣΕΕ, Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα
1941, 27 Σεπτεμβρίου – Ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 στην κατεχόμενη τότε Αθήνα και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση κατά την διάρκεια της Κατοχής. Συγκεκριμένα, σε μια μικρή οικία, λίγο πριν από το τέρμα της οδού Ιπποκράτους, οι τέσσερις αντιπρόσωποι συναντήθηκαν μυστικά και υπέγραψαν το Ιδρυτικό της. Οι υπογράψαντες το Ιδρυτικό ήταν ο Λευτέρης Αποστόλου για το ΚΚΕ, ο Χρήστος Χωμενίδης για το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, ο Ηλίας Τσιριμώκος για την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας και ο Απόστολος Βογιατζής για το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας.
Γρήγορα το εαμικό κίνημα απλώθηκε σε όλη τη χώρα δημιουργώντας έναν στρατό αντίστασης, τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Στην ύπαιθρο, η εαμική εξέγερση συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία ενός άτυπου παράλληλου δικτύου αγοράς με τους δικούς του αυτοδιοίκητους θεσμούς, φορείς, στρατό και εξουσία το οποίο αντιπαρατίθεται με τον απονομιμοποιημένο κεντρικό κρατικό μηχανισμό της κατοχικής ελληνικής πολιτείας και των κατοχικών διοικήσεων.
Ο επαρχιακός ΕΛΑΣ ήταν ένα στρατός πληβείων αγροτών, ο οποίος γεννήθηκε από παρίες και έγινε μαζικός όταν διεκδίκησε και κατάφερε επιτυχώς να υπερασπιστεί τα συμφέροντα μιας λαϊκής συμμαχίας υπό την ηγεσία κατά κύριο λόγο μικρομεσαίων αγροτικών και μικροαστικών στρωμάτων. Η βία που ασκούσε διεπόταν πολλές φορές από μία ταξική διάσταση. Κυρίως όμως διεκδικούσε το ορεινό μονοπώλιο της βίας παίρνοντας υπόψη τους προϋπάρχοντες κοινοτικούς θεσμούς και παραδόσεις, προστατεύοντας (από τις κατοχικές δυνάμεις) και ελέγχοντας την αγροτική παραγωγή.
Σε κάθε περίπτωση, ο ένοπλος αγώνας απέκτησε δικούς του κώδικες και συμβολισμούς δημιουργώντας όχι μόνο φαντασιακές, αλλά και πραγματικές συνδέσεις με τον κλεφταρματολισμό. Το ΚΚΕ πέτυχε με βάση τις υπάρχουσες αναλύσεις και προτάσεις για τον τρόπο ανάπτυξης της αντίστασης να προσφέρει ένα πολιτικό σχέδιο και μία πολιτική γλώσσα αποδεχόμενο την αλληλοτροφοδότηση με την πραγματικότητα που συνέβαινε στην ύπαιθρο. Γι αυτό ακριβώς το λόγο κατάφερε από μια χτυπημένη και διαβρωμένη από το κράτος οργάνωση το 1940 να φτάσει να εκφράζει πάνω από το 60% του πληθυσμού κατά τις παραμονές της απελευθέρωσης. Το ΕΑΜ με το αμφίθυμο πρόταγμα της λαοκρατίας, του συνθήματος της λευτεριάς και του πατριωτικού αγώνα μπορούσε να ενοποιεί ένα πολύμορφο λαϊκό αυτοδιοικητικό κίνημα. Όπως τονίζει ο Γιάννης Σκαλιδάκης, δεν πρέπει «να υποτιμούνται οι οικονομικοί παράγοντες στην αναζήτηση των αιτιών της κυριαρχίας των θεσμών του ΕΑΜ στην ύπαιθρο και, αντίθετα, να υπερτονίζονται κατά περίπτωση, η πολιτική πειθώ ή η βία». Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η επισήμανση του Πολυμέρη Βόγλη ότι «η επαναστατική διάσταση είναι υπαρκτή στην Εαμική Αντίσταση (π.χ. οι θεσμοί λαϊκής εξουσίας, που οικοδόμησε το ΕΑΜ σε περιοχές οι οποίες βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του)».
Στις πόλεις η όξυνση της κρατικής βίας συμβάλλει στην κοινωνική σύγκρουση. Σύμφωνα με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, οι συλλογικές στρατηγικές επιβίωσης των κατοίκων της πόλης κατά το δύσκολο χειμώνα του 1942 για την αντιμετώπιση του λιμού ήταν η αυτοοργάνωση μέσα από ποικίλους τρόπους μετατρέποντας σταδιακά τον αγώνα για την επιβίωση σε αντιστασιακό αγώνα. Η ένταξη στο ΕΑΜ συνδέεται άμεσα με το επισιτιστικό ζήτημα και την αντίσταση στην πολιτική επιστράτευση. Συνεπάγεται εγκατάλειψη της παθητικής στάσης μετατρέποντας τους κατοίκους της πόλης σε συνδιαμορφωτές των εξελίξεων, διαμορφώνοντας ένα νέο λαϊκό υποκείμενο και ανατρέποντας τις παραδοσιακές σχέσης αντιπροσώπευσης. Επίσης, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αναπτύσσουν σαφώς ανοιχτές, δημοκρατικές και μαζικές δομές.
Στις πόλεις η όξυνση της κρατικής βίας συμβάλλει στην κοινωνική σύγκρουση
Η βία των κατοχικών δυνάμεων προϋπήρξε της κόκκινης βίας, καθώς στα 1942 το εαμικό κίνημα επιλέγει πρώτα την ανοιχτή, μαζική απεργιακή δράση. Οι μαζικές κινητοποιήσεις για ένα εργατικό ή πολιτικό ζήτημα προκαλούν την αντίδραση του κράτους η οποία ασκείται με ανοιχτή φυσική βία. Η βία αυτή στοχοποιεί τους πρωταγωνιστές των κινημάτων και οδηγεί στα γνωστά μπλόκα προκαλώντας ενστικτωδώς τάσεις αυτο-προστασίας και εξωθώντας σε πράξεις αντι-βίας. Η εαμική δράση μεταφέρεται από το κέντρο στις συνοικίες, κάτι που αντιστοιχεί σε μια τομή, καθώς η τακτική μετατοπίζεται από την άοπλη, μαζική διαμαρτυρία στην ένοπλη περιφρούρηση, ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της ΟΠΛΑ. Η τελευταία ανέλαβε να χτυπήσει συγκεκριμένους στόχους, προδότες και εγκληματίες, με καθαρά κριτήριο την σχέση τους με τις δυνάμεις κατοχής και την μαύρη οικονομία. Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη οδηγεί τον κατοχικό κρατικό μηχανισμό σε μετωπική σύγκρουση με τις «συμμορίες του ΕΑΜ», στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Κεντρικό διακύβευμα όμως παραμένει η διαχείριση των υλικών πόρων, καθώς κάποιες δοσιλογικές ομάδες σχετίζονται άμεσα με τη μαύρη οικονομία.
Η ταξικά ορθολογική διάσταση της εξέγερσης αναλύεται διεξοδικά από τον Δημήτρη Μαριόλη για τον Δεκέμβρη του 1944. Η ταξική ανακωχή που επιδίωκε η κυβέρνηση εθνικής ενότητας μετά την απελευθέρωση ήταν αδύνατη καθώς η «γραμμή» της εθνικής ενότητας, της ταξικής συμφιλίωσης και της στήριξης της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής προσέκρουε στις διαθέσεις της νέας αστικής τάξης, δηλαδή τα στρώματα που αναδύθηκαν μέσα στη Κατοχή, τα οποία συνέχιζαν ακάθεκτα τις δραστηριότητες πλουτισμού και υπονόμευαν απροκάλυπτα κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης, κρατώντας κλειστά τα περισσότερα εργοστάσια. Συνεπώς, η πορεία προς τα Δεκεμβριανά ήταν ένας μονόδρομος εφόσον ο λαός παρέμενε ένοπλος και εξεγερμένος με προσδοκίες. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Τάσος Κωστόπουλος σημειώνει πως «παρά τις αντιφάσεις της, αν είναι να κρατήσουμε κάτι από την εικόνα της επαναστατικής βίας των Δεκεμβριανών, αυτό είναι χωρίς αμφιβολία το ταξικό πρόσημό της – για πρώτη (και ίσως για τελευταία) φορά τόσο καθαρό στη σύγχρονη ελληνική ιστορία». Σε αυτήν την σύγκρουση αποκαλύπτεται το «υπόστρωμα του συσσωρευμένου κοινωνικού μίσους που συχνά επισκίαζε ακόμη και τις καθολικά εθνικές διαχωριστικές γραμμές».