Κίμων Ρηγόπουλος
Η συνήθεια είναι ένας τρόπος να ορίζεις ή να νομίζεις πως ορίζεις το χωραφάκι της ζωής σου. Είναι επίσης ένας αυτόματος πιλότος που αναλαμβάνει μόνο την αναγκαστική προσγείωσή μας και αγνοεί την πτητική μας ικανότητα. Τις περισσότερες φορές η ρουτίνα μάς προγραμματίζει στην ήσσονα προσπάθεια.
Αν η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση μας, η πρώτη φύση μας ποια είναι; Και αν όλα τα υλικά που συνιστούν τη ρουτίνα μας είναι φερτά και «χτίζουν» τις συνήθειές μας κατά το σχέδιο ενός αόρατου εργολάβου, χωρίς την παραμικρή δική μας συμμετοχή, εμείς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε αυτή τη δοτή κατασκευή;
Η συνήθεια είναι ένας τρόπος να ορίζεις ή να νομίζεις πως ορίζεις το χωραφάκι της ζωής σου. Είναι επίσης ένας αυτόματος πιλότος που αναλαμβάνει μόνο την αναγκαστική προσγείωσή μας και αγνοεί την πτητική μας ικανότητα. Τις περισσότερες φορές η ρουτίνα μάς προγραμματίζει στην ήσσονα προσπάθεια. Ο εγκέφαλος διανέμει φαγητό που δεν το έχει μαγειρέψει ο ίδιος επειδή «αυτό τρώνε και οι άλλοι». Ο φόβος του αδοκίμαστου και ανεξερεύνητου καθηλώνει στο «σύνηθες», ακόμα και όταν αυτό το «σύνηθες» βρίσκεται στα όρια του ανεκτού ή και τα παραβιάζει. Ο φόβος του «εκτός ελέγχου» απαγορεύει το άνοιγμά μας και η ρουτίνα πιστοποιεί το αδιατάρακτο μιας ζωής, έστω και παραπαίουσας. Καθετί που υπονομεύει το ημερήσιο πρόγραμμά μας, εγκυμονεί τον κίνδυνο της περιπέτειας και της καταβύθισής μας σε άγνωστα νερά. Αυτό φυσικά οδηγεί σε μια αδρανή τυποποίηση της σκέψης, στη νόρμα μιας επιβεβλημένης έξωθεν πανομοιότητας. Και αν η ρουτίνα των ηλικιωμένων ανθρώπων αποτελεί κάτι σαν το check up της ύπαρξής τους, στους νέους συρρικνώνει τσιγγούνικα τον ορίζοντα της ενατένισής τους και γίνεται σκέτος συντηρητισμός.
Σε εποχές που «ψάχνονται» και έχει χαθεί ο κοινός τόπος, η ρουτίνα μοιάζει με ένα υποτυπώδες καταφύγιο σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Το: «εγώ δεν ανακατεύομαι», σημαίνει και ότι αρνούμαι να μετακινηθώ από τη ρουτίνα μου. «Δεν είναι, βέβαια, η ζωή μου στρωμένη με ροδοπέταλα», λέει ο αμέτοχος εαυτός, «αλλά έχω τουλάχιστον τη βεβαιότητα της γυμνής μου ύπαρξης και από το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα». Στην οικοδόμηση μιας υπό κλίμακα νέας κανονικότητας που επιχειρείται, οι μικρές συνήθειες μας συνδέουν με το στοιχειώδες. Είμαστε περίπου οι διασωθέντες του ναυαγίου, γι’ αυτό και περιούσιοι.
Η ρουτίνα γίνεται η σιαμαία αδελφή της παθητικότητας. Και η τηλεόραση, ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με το «έξω». Ζούμε τις ζωές μας ως μυθοπλασία σκηνοθετημένη από τους άλλους. Σε εμάς απομένει να ταυτιστούμε με την πιο καπάτσα παίκτρια του Bachelor ή τον πιο «γαμάτο» παίκτη του Survivor. Μπορούμε ακόμα να επιλέξουμε σε ποιο κανάλι ψήνεται το καλύτερο χοιρινό με σέλινο. Είναι κι αυτό ένα δημοκρατικό μας δικαίωμα. Έχουμε την ευχέρεια να δούμε τα πλαδαρά μπράτσα μιας γερασμένης αισθητικής, που τα περιφέρει καμαρώνοντας για τα πλούσια κάλλη της. Σιτιζόμαστε από τα δυσώδη ευρήματα ενός συστήματος που έχει υποστεί ανήκεστη βλάβη και θέλει να πάρει μαζί του και ό, τι ανθρώπινο μας απέμεινε.
Ένα σύστημα που σαπίζει μπορεί να υπάρχει; Ναι, ως διάχυτη αποφορά της σήψης του. Μπορεί και να βασιλεύει στις συνειδήσεις των ανθρώπων, εφόσον έχει πάψει να τους ενοχλεί η οσμή του άθαφτου πτώματος.
Μπορούμε ακόμα να επιλέξουμε σε ποιο κανάλι ψήνεται το καλύτερο χοιρινό με σέλινο —
είναι κι αυτό ένα δημοκρατικό μας δικαίωμα
Στην επικράτεια της καφρίλας κάποιοι επωφελούνται και κάποιοι ζημιώνονται απ’ αυτήν. Οι επωφελούμενοι έχουν λόγο να επιμένουν ότι είναι ο γιαλός στραβός. Φταίει, δηλαδή, ο άνθρωπος, στην πιο αφηρημένη εκδοχή του. Οι ζημιωμένοι της καφρίλας καλούνται έμπρακτα να αποδείξουν ότι στραβά αρμενίζουμε. Με τη δυσφορία να γίνεται δημιουργία και την παθητικότητα δράση.
Το χάπι της αφασίας διαιωνίζει την ασχήμια ως αδήριτο κανόνα μιας ζωής εν υπνώσει. Δεν θα το αντικαταστήσουμε με το χάπι μιας χημικής ευτυχίας, που εγγυάται μια πιο βολική ρουτίνα, η οποία εδράζεται στον ίδιο φόβο. Γιατί ο φόβος ακυρώνει τη μνήμη, που έλεγε και ο Θουκυδίδης. Κι εμείς χρειαζόμαστε το θάρρος της μνήμης, που δεν χαριεντίζεται με την ωραιοποίηση ενός «ένδοξου» παρελθόντος και αρνείται πεισματικά να χρυσώσει το χάπι της μιζέριας. Αμιγής μνήμη και όχι επιλεκτική, που μας οπλίζει στην ανάγκη για ένα άλλο περιεχόμενο ζωής και όχι για μια νέα μορφή «παραγεμισμένη» με το ίδιο περιεχόμενο.