Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ενώ η ελεύθερη αγορά «έκανε το θαύμα της», απογειώνοντας τις τιμές ενός θεμελιώδους κοινωνικού αγαθού, όπως η ενέργεια, οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού αρνούνται και τις στοιχειώσεις κρατικές παρεμβάσεις! Ευρωπαϊκή Ένωση και κυβέρνηση της ΝΔ μένουν σε εντελώς ανεπαρκή μέτρα, που δεν μπορούν να ανακουφίσουν ουσιαστικά τα λαϊκά νοικοκυριά από τις ανατιμήσεις σε ενέργεια και βασικά είδη.
Όσο απογειώνεται η τιμή ενέργειας τόσο απογειώνεται το κόστος της για τα λαϊκά στρώματα. Ταυτόχρονα, η αύξηση της τιμής της ενέργειας στην παραγωγή και γενικότερα στην οικονομία, οδηγεί στην αύξηση της τιμής των προϊόντων και των υπηρεσιών, που επιβαρύνει πρώτιστα τη λαϊκή κατανάλωση. Αυτή η εξέλιξη προκαλεί έκρηξη φτώχειας. Η Κομισιόν κυνικά παραδέχεται και προειδοποιεί ότι η τιμή ενέργειας θα παραμείνει υψηλή για απροσδιόριστο χρόνο, εκτιμώντας ότι «οι τιμές ενέργειας θα παραμείνουν υψηλότερες από τον μέσο όρο των προηγούμενων χρόνων». Παράλληλα, η κάθετη άνοδος της τιμής ενέργειας μετακυλίεται στα βασικά προϊόντα που καταναλώνουν τα λαϊκά στρώματα, ακόμη και στη ζωική και φυτική παραγωγή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι χώρες-μέλη μπροστά στο επερχόμενο τσουνάμι φτώχειας προχωρούν σε μέτρα, όχι βέβαια με στόχο την ανακούφιση του χειμαζόμενου λαού, αλλά σ’ έναν αναιμικό περιορισμό των συνεπειών της φτώχειας, ιδιαίτερα για τις πιο ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Η κυβέρνηση της ΝΔ υπέρ το δέον πιστή σ’αυτές τις οδηγίες, προχώρησε πριν μερικούς μήνες στην αστεία αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 13 ευρώ…
Παράλληλα, σε θριαμβευτικούς τόνους εξήγγειλε μέτρα στήριξης των λαϊκών νοικοκυριών, ύψους 500 εκατ. ευρώ, ενώ μόνον η μηνιαία επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού για θέρμανση ανέρχεται σε 1,5 δισ. ευρώ… Την ίδια ώρα, τεράστια είναι η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού από την αύξηση της τιμής βασικών ειδών ανάγκης. Στο ερώτημα: Γιατί η κυβέρνηση δεν υιοθετεί μία πιο γενναιόδωρη οικονομική πολιτική σε πραγματικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης, οι νεοδημοκράτες υπουργοί επικαλούνται τα ακραία δόγματα του νεοφιλελευθερισμού: Ότι σε συνθήκες ανερχόμενου πληθωρισμού η παροχή αυξήσεων απ’ το κράτος στους δημοσίους υπαλλήλους «πέραν των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού» και η παράλληλη παροχή αυξήσεων απ’ τους επιχειρηματίες στον ιδιωτικό τομέα «θα ρίξουν λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού» και θα τον εκτινάξουν στα ύψη. Το κράτος, επειδή δεν είναι σε θέση να καλύψει τις δαπάνες για την αύξηση των μισθών των υπαλλήλων απ’ τις συνηθισμένες πηγές εσόδων του, είναι υποχρεωμένο να καταφύγει σε συμπληρωματική έκδοση χρήματος ή στον δανεισμό, τύπου μνημονίων σήμερα, που η αποπληρωμή του, με εξαιρετικά δυσμενείς όρους προκαλεί αύξηση της τιμής των παρεχόμενων απ’ αυτό υπηρεσιών και αγαθών, όπως και αύξηση της φορολόγησης των λαϊκών στρωμάτων.
Επανέρχονται ανυπόστατες θεωρίες πως οι αυξήσεις στους μισθούς οδηγούν σε πληθωρισμό
Οι δε επιχειρηματίες, αν υποχρεωθούν από την κυβέρνηση να δώσουν αυξήσεις στους εργαζόμενους, θα μετακυλίσουν τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων που παράγουν. Ο πληθωρισμός με την αύξηση των τιμών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, καθιστά δεινή τη θέση των εργαζομένων, που τα εισοδήματά τους διατηρώντας την ονομαστική τους αξία ή και μειούμενα ή έστω και με αυξήσεις αμελητέες, χάνουν μεγάλο μέρος της πραγματικής τους αξίας. Στις παρατηρήσεις φιλικά προσκείμενων δημοσιογράφων ή και της θεσμικής αντιπολίτευσης για σχετική αύξηση της οικονομικής ενίσχυσης ή διατίμηση ορισμένων έστω βασικών για τον πληθυσμό αγαθών, οι νεοδημοκράτες φωστήρες του νεοφιλελευθερισμού απαντούν αρνητικά επικαλούμενοι τη θέση του Άνταμ Σμιθ για το «αόρατο χέρι της αγοράς», που ρυθμίζει ορθολογικά και αποτελεσματικά την οικονομία χωρίς να χρειάζεται την ισχυρή παρέμβαση του κράτους. Αλλά και η σύγχρονη κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη θεωρία και ρύθμιση πρεσβεύει ότι η οικονομία είναι ένα σύνολο από επιχειρήσεις, που παρά τον ανταγωνισμό τους λειτουργούν εξαιρετικά, όπως αποδεικνύεται, κατ’αυτούς, εκ του αποτελέσματος, αρκεί να μην επεμβαίνουν στην οικονομία οι κυβερνήσεις.
Προς εμπειρική επιβεβαίωση των θεωρημάτων τους στα καθ’ημάς οι θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού επικαλούνται την ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) την οποία εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη κυβερνητική τετραετία του. Εξαιτίας της ΑΤΑ, σύμφωνα με την αντίληψή τους, ο πληθωρισμός εκτινάχτηκε στα ύψη, υποχρεώνοντας το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη τετραετία του, με υπουργό Οικονομικών τον Κ. Σημίτη, να εφαρμόσει μια μορφή νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Η ακραία νεοφιλελεύθερη διαχείριση ως πανάκεια και μονόδρομος της οικονομικής πολιτικής δεν ανασκευάζεται, όπως και ο καπιταλισμός συνολικά, μόνον από τη μαρξιστική αντίληψη, αλλά και από καπιταλιστικές αντιλήψεις, που χωρίς να απορρίπτουν ενόλω τον νεοφιλελευθερισμό, πρεσβεύουν μία πιο μετριοπαθή οικονομική πολιτική, με περιορισμένες παραχωρήσεις στα λαϊκά στρώματα, ώστε να ενσωματώνονται πιο εύκολα και σταθερά στο σύστημα.
Αυτές οι αντιλήψεις υποστηρίζουν την πιο ενεργητική παρέμβαση του κράτους σε τομείς, όπως η υγεία και το περιβάλλον, στην αύξηση της φορολογίας των μονοπωλίων (Μπάιντεν), στις αυξήσεις μισθών, ιδίως τους κατώτατους, στη διατίμηση βασικών για τις ανάγκες των λαϊκών νοικοκυριών αγαθών, στη μείωση του ΦΠΑ.