Γιώργος Κρεασίδης
▸ Η παιδεία της αγοράς που προωθεί η κυβέρνηση απαιτεί υποταγμένους εκπαιδευτικούς μέσω αξιολόγησης
Οι μαχητικές κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών σωματείων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη την Πέμπτη, με τη συμμετοχή φοιτητών, γονιών και μαθητών έδειξαν ότι ένας νέος αγωνιστικός κύκλος ανοίγει στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας. Παράλληλα, φαίνεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα περάσει σοβαρή δοκιμασία, καθώς προσπαθεί να ξηλώσει δικαιώματα και κατακτήσεις με τα οποία έχει ταυτιστεί η δημόσια εκπαίδευση. Η πρόσβαση στο δημόσιο και δωρεάν σχολείο και το μορφωτικό αγαθό σαν δικαίωμα όλων των παιδιών έχει βαθιές κοινωνικές ρίζες, ενώ υποδεικνύει σαν φυσιολογική και αναγκαία τη στοιχειώδη δημοκρατική λειτουργία και μια παιδαγωγική αντίληψη που αγκαλιάζει όλα τα παιδιά.
Η κυβέρνηση προωθεί ένα δόγμα που βλέπει την εκπαίδευση σαν εμπορικό προϊόν και την αντιμετωπίζει με όρους επιχείρησης. Επιδίωξη είναι το σπρώξιμο των νέων στην πρόωρη ένταξη στην αγορά εργασίας, δηλαδή στη ζούγκλα της ελαστικής και μαύρης εργασίας και σε καταρτίσεις και δεξιότητες με ημερομηνία λήξης. Ο στόχος είναι η διαμόρφωση μιας εργατικής τάξης μισοειδικευμένης που θα επιβιώνει με μισή δουλειά και μισή ζωή. Κρίσιμη παράμετρος αυτής της πολιτικής είναι η ιδέα ότι έτσι οι νέοι δεν θα έχουν απαιτήσεις για αξιοπρεπείς αμοιβές, αφού θα είναι στερημένοι από τυπικά προσόντα και πτυχία. Την ίδια ώρα, το πλέγμα επαγγελματικής κατάρτισης τρίβει τα χέρια του, καθώς ανοίγουν οι δουλειές. Τα προγράμματα μαθητείας και πρακτικής άσκησης, οι προτάσεις για δουλειά από τα 16 των νέων από δομές (καταρχάς προσφυγικές), είναι όψεις αυτού του σχεδιασμού.
Για να πειστούν οι νέοι και οι οικογένειές τους να αποδεχτούν αυτήν τη μοίρα επιστρατεύεται ένας σκληρός εξεταστικός μηχανισμός. Εξετάσεις τύπου PISA στην Ε’ και ΣΤ’ δημοτικού και την Γ’ γυμνασίου, τράπεζα θεμάτων στο λύκειο, ελάχιστη βάση εισαγωγής στις πανελλαδικές είναι τα βασικά εργαλεία για τον στιγματισμό, την απόρριψη και τον αποκλεισμό των μαθητών από τα λαϊκά στρώματα. Αυτοί έρχονται αντιμέτωποι με τα προβλήματα των υποδομών, των ελλείψεων εκπαιδευτικών, των παρωχημένων βιβλίων, της εντατικοποίησης και του τεχνοκρατισμού των αναλυτικών προγραμμάτων. Αυτά τα παιδιά ακούν συστηματικά ότι οι σπουδές δεν αξίζουν, τα πανεπιστήμια εγκλωβίζουν, τα διδακτορικά είναι τεμπελιά, αλλά κυρίως ότι τα ίδια «δεν κάνουν για γράμματα». Φυσικά για τα παιδιά της αστικής τάξης και των μεσοστρωμάτων δεν υπάρχουν τέτοια εμπόδια, αφού το χρήμα ανοίγει την πόρτα στα ιδιωτικά κολλέγια και πανεπιστήμια που παρέχουν πτυχίο και διασυνδέσεις.
Απαραίτητη προϋπόθεση γιʹ αυτήν την εκπαιδευτική πολιτική είναι ο αυταρχισμός. Το αυταρχικό πλαίσιο στο σχολείο της κυβερνητικής δυστοπίας οργανώνεται μέσω της αξιολόγησης. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία επιχειρείται να επιβληθεί μόνιμο καθεστώς φόβου και χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, ώστε κάθε απόκλιση από το πρότυπο του υποταγμένου εκπαιδευτικού να κρίνεται σαν δημοσιοϋπαλληλικό παράπτωμα ή αντι-
επιστημονική παρέκκλιση. Αυτό το πλαίσιο μεταφέρει τις ευθύνες για τα εκρηκτικά προβλήματα του σημερινού σχολείου στον εκπαιδευτικό. Οι υπερεξουσίες του διευθυντή και η ακύρωση του αποφασιστικού ρόλου του συλλόγου διδασκόντων, σε ένα επίπεδο που δεν έχει προηγούμενο στο παρελθόν, επιχειρούν να ολοκληρώσουν τη μετατροπή του σχολείου σε επιχείρηση. Έξαλλου, αυτό δένει με τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, δηλαδή την αναζήτηση πόρων από το ίδιο το σχολείο, ακόμα και με χορηγούς, αφού εγκαταλείπεται ουσιαστικά από το κράτος. Σε ένα περιβάλλον σαν κι αυτό δεν μεταβάλλονται απλά προς το χειρότερο οι εργασιακές σχέσεις. Τινάζεται στον αέρα η δυνατότητα του σχολείου να λειτουργήσει σε όφελος των παιδιών μέσα από μια ουσιαστική σχέση, η οποία απαιτεί παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατική λειτουργία.
Κρίσιμη παρενέργεια της αξιολόγησης, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, είναι η κατηγοριοποίηση των σχολείων και όχι μόνο των εκπαιδευτικών. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι το βασικό μετρήσιμο μέγεθος στο οποία βασίζεται δεν είναι παρά οι επιδόσεις των μαθητών. Η διαπίστωση για «καλά» και «κακά» σχολεία ουσιαστικά θέλει να επικυρώσει και να κάνει αποδεκτές τις κοινωνικές ανισότητες που κρύβονται πίσω από το πέπλο της αξιοκρατίας.
Όλα αυτά γίνονται αντιληπτά, έστω και με ένα τρόπο πρωτόλειο. Τη λαϊκή οργή και την αγωνιστική δυναμική τροφοδοτεί η απειλή για τη μετάλλαξη του σχολείου σε ένα θεσμό που δεν θα επικυρώνει απλά, αλλά θα κάνει αξεπέραστη την κοινωνική διαφορά. Για τα λαϊκά στρώματα η δημόσια εκπαίδευση και η δημόσια υγεία είναι βασικά στηρίγματα μέσα στις συνθήκες της παρατεταμένης κρίσης, του διαρκούς μνημονίου. Βαραίνει επίσης στη συλλογική μνήμη των εκπαιδευτικών το αίσχος του επιθεωρητισμού, που ήταν η τελευταία βιωμένη εμπειρία αξιολόγησης.
Η σύγκρουση είναι μπροστά μας και είναι υπόθεση όλου του λαϊκού κινήματος
Σε αυτές τις συνθήκες και δεδομένη την αγωνιστική παράδοση του εκπαιδευτικού κινήματος, αποτέλεσμα της δημοκρατίας των πρωτοβάθμιων σωματείων και της συμβολής της μαχόμενης Αριστεράς, η κυβέρνηση παραμένει αντιμέτωπη με μια παιδεία μάχης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΝΔ έχει υποστεί σημαντικές ήττες στον χώρο της εκπαίδευσης, με το φιάσκο των ηλεκτρονικών εκλογών για τα υπηρεσιακά συμβούλια, την απόρριψη της περσινής φάσης της αξιο-λόγησης σε ποσοστό που ξεπέρασε το 80% του κλάδου, αλλά και τη δεύτερη αναβολή, επ’ αόριστον αυτήν τη φορά, της εισβολής της πανεπιστημιακής αστυνομίας στα ΑΕΙ.
Η σύγκρουση είναι μπροστά μας και απαιτείται πλατιά κινητοποίηση του λαϊκού κινήματος, των σωματείων, των μαζικών κινήσεων και συλλογικοτήτων σε περιφέρειες, δήμους, γειτονιές για υψωθεί τείχος αλληλεγγύης προς τη μαχόμενη εκπαίδευση αλλά και για τη διεκδίκηση μιας παιδείας αναγκών και δικαιωμάτων.