Σπύρος Μαρκέτος
Έξι χρόνια από το ιστορικό «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, ο πολιτικός χρόνος που έχει κυλήσει είναι πυκνός. Η οργή και η απογοήτευση δεν έχουν σβήσει, όμως προτεραιότητα σήμερα είναι ένα σχέδιο δράσης στις νέες συνθήκες, απέναντι στα κόμματα της αστικής εξουσίας.
Υπάρχουν ιστορικές στιγμές που αποτυπώνονται στη ζωή μας. Ρηγματώνουν τον πολιτικό όσο και τον προσωπικό χρόνο, φτιάχνοντας ένα «πριν» κι ένα «μετά». Η σημερινή πανδημία είναι μια τέτοια στιγμή. Μια φεμινίστρια την περιέγραψε σαν δίνη, «μια περιδίνηση προς τα κάτω όλο και πιο γρήγορη, που μοιάζει να πηγαίνει διαρκώς βαθύτερα, να στριφογυρνά ταχύτερα, να πλαταίνει ώσπου ξεφεύγει από κάθε έλεγχο». Για το λαό μας, μια άλλη τέτοια στιγμή ήταν το 2015.
Τον Γενάρη εκείνης της χρονιάς, ο πολιτικά αμφίθυμος ΣΥΡΙΖΑ, κεφαλαιοποιώντας τις λαϊκές κινητοποιήσεις και ζυμώσεις της προηγούμενης πενταετίας, κέρδισε τις εκλογές. Μέσα σ’ ένα μήνα, η ηγεσία του δέχθηκε τις επιταγές της ολιγαρχικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνώντας να συνεχίσει μια μνημονιακή πολιτική. Μισό χρόνο έκανε επικοινωνιακή διαχείριση, ώστε να πειστούμε ότι δήθεν άλλος δρόμος δεν υπήρχε.
Το καλοκαίρι, ο πρωθυπουργός Τσίπρας πήγε να νομιμοποιήσει την προδοσία με δημοψήφισμα, ελπίζοντας ότι θα έκαμπταν τον λαό η φιλελεύθερη προπαγάνδα και η κλιμάκωση της οικονομικής τρομοκρατίας. Το θριαμβευτικό «ΟΧΙ» ανέτρεψε τα σχέδιά του.
Η τότε ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διάλεξε τότε τη φυγή προς τα εμπρός. Εφαρμόζοντας το «Δόγμα του Σοκ», μέσα σε λίγες εβδομάδες πυκνού πολιτικού χρόνου, ανέκοψε τη λαϊκή κίνηση προς τ’ αριστερά και δρομολόγησε την άνοδο της Δεξιάς και τελικά την ανάσταση των ζόμπι. Με συνταγματικό πραξικόπημα, που στηρίχθηκε από το πλέγμα εξουσίας και όλα τα αστικά κόμματα, ανέτρεψε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Το περήφανο «ΟΧΙ» του λαού έγινε «ΝΑΙ».
Παράλληλα, διώχνοντας τους διαφωνούντες εδραίωσε την αντιδημοκρατική δομή και την αυταρχική λειτουργία του κόμματος. Αναζητώντας φύλο συκής, έσυρε τον τσακισμένο και αποσβολωμένο λαό σε νέες εκλογές, τις οποίες κέρδισε με νέα ψέματα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σήμανε τέσσερα χρόνια ακατάπαυστων επιθέσεων στο βιοτικό επίπεδο, στα δημοκρατικά δικαιώματα και την ίδια την αυτοσυνείδηση του λαού. Έκανε το άσπρο, μαύρο. Συστηματικά και σύντονα μετέφερε πόρους κι εξουσία από τους φτωχούς στους πλούσιους, από τους αδύναμους στους δυνατούς, από τους πολλούς στους λίγους. Εφάρμοσε πολιτικές παρόμοιες με των άλλων κομμάτων που κυβέρνησαν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Έχοντας ομοιότητες πολύ πιο ουσιώδεις από τις διαφορές τους, ήταν όλες ακροδεξιές πολιτικές στην υπηρεσία ενός ολιγαρχικού πλέγματος εξουσίας, πoυ εδραίωσε τη θέση του στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ, επιβάλλοντας πολιτική απαλλοτριωτικής συσσώρευσης προς όφελος του ξένου κεφαλαίου και της εγχώριας ολιγαρχίας, ρήμαξε τον λαό και ιδίως την εργατική τάξη. Η πολιτική αυτή δεν μπορούσε να περάσει χωρίς αυταρχισμό, επομένως η δήθεν κυβέρνηση της Αριστεράς –αλλά στην πραγματικότητα της φιλελεύθερης Ακροδεξιάς – ενίσχυσε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και προφύλαξε τη φασιστική Χρυσή Αυγή. Νομιμοποιώντας την αντιπροσφυγική υστερία, άνοιξε στρατόπεδα συγκέντρωσης και κράτησε τον φράχτη της ντροπής στον Έβρο.
Καθώς η φιλελεύθερη ακροδεξιά κυβέρνηση αυτοπροσδιοριζόταν σαν δήθεν αριστερή κι έτσι διαφημιζόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη, έπληξε καίρια την ιδέα της Αριστεράς. Το «Δεν Υπάρχει Άλλη Λύση» βύθισε σ’ απόγνωση τους εργαζόμενους. Η νεολαία στράφηκε στη μετανάστευση, ενώ κράτος, παρακράτος και μίντια τροφοδοτούσαν ακατάπαυστα το ρατσιστικό μένος εναντίον προσφύγων και μεταναστών.
Αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ διέλυσε το λαϊκό κίνημα και το εξοβέλισε από την κεντρική πολιτική σκηνή, οι κρίσιμες αποφάσεις άρχισαν να παίρνονται στο εσωτερικό του πλέγματος εξουσίας. Στα σαλόνια ολιγαρχών και πρεσβειών διαγκωνίζονται ο νεοδημοκρατικός συνασπισμός φιλελευθέρων και συντηρητικών ακροδεξιών και η φιλελεύθερη ακροδεξιά του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η φασιστική Ακροδεξιά, τσακισμένη από τη λαϊκή οργή, προσώρας μένει στην εφεδρεία.
Οι κυβερνήσεις ακροδεξιών κομμάτων τα τελευταία δέκα χρόνια γονάτισαν τον λαό αλλά δεν έλυσαν τα προβλήματα του συστήματος. Η οικονομική κρίση και η αποψίλωση του κράτους βάθυναν, η φτώχεια απλώθηκε. Η πανδημία έπληξε έναν πληθυσμό γονατισμένο από τις μέριμνες της επιβίωσης, στα όρια της αντοχής του, που συχνά αναζητούσε ανακούφιση σε ανορθολογικές συμπεριφορές και αντιλήψεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε προσωρινά το πολιτικό του σχέδιο, που δεν ήταν βεβαίως η ανατροπή του καπιταλισμού ούτε η δίκαιη κοινωνία αλλά η σταθεροποίηση του συστήματος εκμετάλλευσης. Ανέλαβε τον ρόλο της ανυπόληπτης ψευτοαριστεράς, ενώ από την άλλη μεριά η αντικαπιταλιστική Αριστερά περιθωριοποιήθηκε, παρ’ όλους τους σκληρούς και περιστασιακά νικηφόρους αγώνες που δώσαμε.
Τη δεκαετία της κρίσης ο χώρος μας αγωνίστηκε ανυποχώρητα, παρουσιάζοντας μάλιστα εύστοχες και ρεαλιστικές αναλύσεις σε κάθε λογής ζητήματα. Ωστόσο, σήμερα μείναμε με μικρές δυνατότητες πρακτικής παρέμβασης στην κεντρική πολιτική σκηνή, μολονότι αυτή η παρέμβαση είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ.
Την ημερήσια διάταξη ορίζει πλέον η πανδημία, ανατρέποντας γεωπολιτικές ισορροπίες κι εκτροχιάζοντας την καπιταλιστική σταθεροποίηση στη χώρα μας. Οι συστημικές δυνάμεις εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην καταστολή και στον κοινωνικό αυτοματισμό μέχρι την άφιξη του αναμενόμενου ευρω-πακτωλού από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν όντως έρθει αυτός και τον καρπωθεί η ολιγαρχία, όπως ελπίζει, θα ξαναζήσουμε την κοινωνική πόλωση της δεκαετίας του 1950 αλλά με περιορισμένες ασφαλιστικές δικλείδες.
Επείγει να επικαιροποιήσουμε το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναζωογονώντας την με μαχητικούς και σωστά στοχευμένους ενωτικούς αγώνες και παρεμβάσεις
Επείγει να επικαιροποιήσουμε το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επίσης αναζωογονώντας την με μαχητικούς και σωστά στοχευμένους ενωτικούς αγώνες. Ένας από αυτούς δεν μπορεί παρά να είναι η προώθηση μιας αριστερής πρότασης αντιμετώπισης της πανδημίας, στα χνάρια του διεθνούς zero-covid.
Κάνοντας τις αντικαπιταλιστικές αναλύσεις κτήμα των ομάδων που ριζοσπαστικοποιεί η κοινωνική πόλωση περιορίζουμε τη δεξιά στροφή τους, την οποία με κάθε τρόπο ενισχύει το σύστημα. Είναι ζήτημα επιβίωσης, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις μας στα ουσιώδη, να στήσουμε έναν πόλο μαζικής κινητοποίησης και παραγωγής και διάχυσης ριζοσπαστικών ιδεών.