Κώστας Παλούκης
100 χρόνια πριν, τέλη Ιουνίου του 1921, άρχισε η τελευταία προέλαση του ελληνικού στρατού από τις ήδη προχωρημένες θέσεις του στο Αφιόν Καραχισάρ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η επίθεση ανακόπηκε τον Αύγουστο στον ποταμό Σαγγάριο, το καταστροφικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, ένα χρόνο μετά, πλησίαζε. Οι επεκτατικές βλέψεις της αστικής τάξης με τις πλάτες της Αντάντ κατέληξαν σε τραγωδία.
Η Μεγάλη Ιδέα ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κράτους μέχρι το 1922. Το κεντρικό της συστατικό ήταν η επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, δεν ήταν μια συνεκτική ιδεολογία. Ένα μέρος των Ελλήνων φαντασιωνόταν την επανάληψη ενός γεγονότος σαν την ελληνική επανάσταση, όπως η κρητική επανάσταση, το ριζοσπαστικό κίνημα στα Ιόνια νησιά ή στη Σάμο. Παράλληλα, το αίτημα αυτό συνδεόταν με μια δημοκρατική επανάσταση απέναντι στο οθωμανικό αυταρχικό καθεστώς. Ωστόσο, το εκσυγχρονιστικό κομμάτι της ελληνικής αστικής τάξης φανταζόταν την επέκταση με αμιγώς οικονομικούς όρους και με τυπικά στρατιωτικά μέσα, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η κατοχή της Σμύρνης το 1919 αποτέλεσε μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ο ελληνικός στρατός εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος μιας μεγάλης συμμαχίας δημοκρατικών κρατών που μόλις είχε νικήσει στο Μεγάλο Πόλεμο. Θα αναλάμβανε την επιτήρηση μιας ζώνης γύρω από την Σμύρνη στα παράλια, όπως και οι άλλοι συμμαχικοί στρατοί. Θα ήταν ένας στρατός κατοχής χωρίς η Ελλάδα να έχει δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Στο πλαίσιο όμως της αυτοδιάθεσης των εθνών, δινόταν η δυνατότητα μετά από πέντε χρόνια να διεξαχθεί ένα δημοψήφισμα και οι κάτοικοι «ελεύθερα» θα αποφάσιζαν το μέλλον της περιοχής. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα «κέρδιζε» το δημοψήφισμα. Η Σμύρνη εκείνη την εποχή είχε περίπου 270.000 πληθυσμό εκ των οποίων 140.000 ελληνορθόδοξοι. Στο ευρύτερο βιλαέτι Σμύρνης όμως το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, η στρατιωτικοποίηση της λύσης αποτελούσε τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο.
Τα περιστατικά απόρριψης του πολέμου και του χαρακτήρα του από τους στρατιώτες του μετώπου αυξάνονταν
Στις 10 Αυγούστου 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία καθόριζε τους όρους ειρήνης των Συμμάχων με την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία. Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατεύματα αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές. Και ενώ ο Σουλτάνος δέχθηκε την συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ δεν την αναγνώρισαν ξεκινώντας ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Σύντομα λοιπόν ο ελληνικός στρατός χρειάστηκε να προχωρήσει σε επιχειρήσεις εκτός της Ζώνης της Σμύρνης με το σκεπτικό βέβαια να προσαρτήσει και νέα εδάφη στην κατεχόμενη περιοχή. Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια – Προύσα – Ουσάκ. Τον Νοέμβριο του 1920, η Ηνωμένη Αντιπολίτευση θα επικρατήσει στις εκλογές με κεντρικό σύνθημα «Οίκαδε», δηλαδή πίσω στο σπίτι. Ο Βενιζέλος δεν θα εκλεγεί ούτε καν βουλευτής και θα αποχωρήσει από τη χώρα. Η στρατιά της Μικράς Ασίας θα χάσει τους φιλοβενιζελικούς επικεφαλής αξιωματικούς της. Ταυτόχρονα, ο Κεμάλ θα εδραιωθεί στην τουρκική ενδοχώρα, ενώ η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, συμμάχου του ηττημένου Γερμανού Κάιζερ, θα δυσαρεστήσει τις συμμαχικές κυβερνήσεις.
Την ίδια στιγμή η κατάσταση του ελληνικού στρατού μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ιδανική. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Χασιώτη, οι μεραρχίες δύσκολα αντικαθίσταντο. Η διασπορά των δυνάμεων και η έλλειψη στρατηγικών εφεδρειών επιμήκυνε τον χρόνο παραμονής στο μέτωπο και μείωνε τον χρόνο ξεκούρασης. Η κοινωνική σύνθεση του στρατεύματος ενέτεινε τη δυσαρέσκεια του πολέμου, καθώς οι στρατευμένοι αγρότες επιθυμούσαν την επιστροφή στις εργασίες τους. Σε περιόδους μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων η εξάντληση και η κόπωση ήταν σχεδόν σε απόλυτο βαθμό. Οι περιπτώσεις εγκατάλειψης τραυματιών στο πεδίο της μάχης και η προοπτική του θανάτου ή της αιχμαλωσίας προκαλούσε συναισθήματα τρόμου και φόβου στους οπλίτες. Η αντικατάσταση από άλλες μονάδες ή η οπισθοχώρηση από το κύριο μέτωπο του πολέμου γίνονταν αντιληπτή ως «απελευθέρωση» από τις σκληρές συνθήκες της στρατιωτικής ζωής και δημιουργούσε προσδοκίες για αποχώρηση από το μέτωπο και επιστροφή στην Ελλάδα. Η ακύρωση αυτών των προσδοκιών προκαλούσε στους οπλίτες οργή και αγανάκτηση. Τα νέα για επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών τους καθιστούσε το αίτημα για πάση θυσία επιστροφή στην Ελλάδα επιτακτικό. Ταυτόχρονα, στις κατεχόμενες περιοχές ο ελληνικός στρατός προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το τουρκικό αντάρτικο και να ελληνοποιήσει τους τομείς κατοχής ασκώντας τρομοκρατία και βία στον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων από το Αφιόν Καραχισάρ (είχε καταληφθεί από τον Μάρτιο του 1921) άρχισε στις 30 Ιουνίου 1921, ενώ το Εσκί Σεχίρ καταλήφθηκε στις 6 Ιουλίου. Η επίθεση συνεχίστηκε μέχρι την ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο μετά τη διάβαση του ποταμού Σαγγάριου. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί για την ελληνική πλευρά καθώς τα χορηγούμενα τρόφιμα ήταν σε αποσύνθεση, αδύνατον να καταναλωθούν, ακόμα και να παρασκευασθούν. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός τραυματιών, ελλείψει υγειονομικού υλικού και μεταγωγικών εγκαταλείπονταν χωρίς περίθαλψη και διατροφή, αρκετοί οδηγούνταν στο θάνατο ή την αιχμαλωσία. Έτσι, το φαινόμενο της ανυποταξίας και λιποταξίας εντείνονταν μετά τις μάχες στο Σαγγάριο. Οι αξιωματικοί εφάρμοζαν μία σειρά πειθαρχικών μέτρων κατά την καθημερινή επαφή με τους στρατιώτες που δεν προβλέπονταν από τον στρατιωτικό κανονισμό προκαλώντας αγανάχτηση. Τα περιστατικά απόρριψης του πολέμου και του χαρακτήρα του από τους στρατιώτες του μετώπου και τους επιστρατευμένους αυξάνονταν. Όσο οι συνθήκες στράτευσης και η πραγματικότητα του πολέμου εξανέμιζαν τον εθνικό ιδεαλισμό, εκδηλώνονταν παθητικές ή ενεργητικές αντιστάσεις.
Παράλληλα, ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 13 Αυγούστου του 1922 ο ενισχυμένος Κεμαλικός στρατός πραγματοποίησε την κύρια προσβολή των ελληνικών γραμμών με γενική επίθεση στην πλέον αδύναμη θέση τους, στο Αφιόν Καραχισάρ. Η γραμμή του μετώπου διασπάστηκε και ξεκίνησε η υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων η οποία σύντομα έλαβε τη μορφή κατάρρευσης. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η καταστροφή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από ένα εκατομμύριο ορθόδοξοι χριστιανοί να βρεθούν πρόσφυγες σε μια διαλυμένη και ηττημένη Ελλάδα.