Βασίλης Μηνακάκης
Στο σύγχρονο καπιταλισμό το κεφάλαιο και η αγορά διεισδύουν παντού, οι σχέσεις καταπίεσης και διακρίσεων από το παρελθόν προσαρμόζονται και μεταλλάσσονται. Ένα σύγχρονο ρεύμα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης δεν μπορεί να θεωρεί εξ’ ορισμού εχθρική τη κινηματική-πολιτική πρακτική σ’ αυτά τα πεδία.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η καθολικότητά του∙ το ότι το «δηλητήριο» των εκμεταλλευτικών-καταπιεστικών σχέσεων και της εμπορευματοποίησης-αγοραιοποίησης διεισδύει σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης, σε κάθε πλευρά των κοινωνικών σχέσεων. Μάλιστα αυτό γίνεται με έναν τρόπο που συχνά ρευστοποιείται το όριο εργασιακής και μη σφαίρας, και η κλασική διάκριση οικονομικής βάσης και πολιτικού-ιδεολογικού εποικοδομήματος, είτε γιατί στοιχεία που χτες κατατάσσονταν στο εποικοδόμημα έχουν εμπορευματοποιηθεί (άρα έχουν ενταχθεί στον μηχανισμό άντλησης κέρδους και υπεραξίας) είτε γιατί αν αυτά τα στοιχεία δεν έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο (π.χ. δεν υπάρχει συγκεκριμένη εργασιακή ή καταναλωτική κουλτούρα) είναι αδύνατον να λειτουργήσει αποτελεσματικά η οικονομική βάση του σύγχρονου καπιταλισμού.
Επιπλέον, διαπλέκεται με νέο τρόπο η δομική-συγκροτητική για τον καπιταλισμό σχέση κεφαλαίου-εργασίας με τις άλλες σχέσεις εκμετάλλευσης, καταπίεσης και διακρίσεων που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του∙ σχέσεις που ακόμη κι όταν έρχονται από το χθες του καπιταλισμού και των εκμεταλλευτικών συστημάτων, δεν λειτουργούν με την παλιά τους μορφή μόνο, «εμπλουτίζονται», αναδιατάσσονται, ώστε να συλλειτουργούν με τις σύγχρονες τάσεις της εν λόγω συγκροτητικής σχέσης και να καθιστούν σαφές ότι η κατάργησή της είναι προϋπόθεση –όχι όμως και ο μοναδικός όρος- και για την άρση τους.
Έως τώρα, η τάση αυτή έχει απασχολήσει περιφερειακά ή με όρους του χθες τους μαρξιστές. Έχει, όμως, απασχολήσει ένα πλήθος διανοητών/τριών (Ιλούτς, Κράρι, Σένετ, Χαν, Αρούτσα κ.ά.), οι οποίοι έχουν καταθέσει ενδιαφέρουσες –και κυρίως ριζοσπαστικές, κριτικές προς τον καπιταλισμό- απόψεις. Απόψεις που αν και δεν έχουν το βάθος μιας πλούσιας μαρξιστικής ανάγνωσης –απέχουν από την οπτική που κατέθεσε ο Ένγκελς στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία ή ο Γκράμσι στο Αμερικανισμός και φορντισμός-, προσφέρουν πολύ περισσότερα από τον δογματικό μαρξισμό και μπορούν να εισφέρουν τα μάλα σε έναν σύγχρονο δημιουργικό μαρξισμό, σε ένα σύγχρονο κίνημα κοινωνικής χειραφέτησης.
Πέρα από τη θεωρητική συζήτηση, αυτή η πραγματικότητα έχει φέρει στο προσκήνιο και μια ορισμένη κινηματική και πολιτική πρακτική σε ένα πλήθος πεδίων –πρακτική που απέχει από εκείνη του παραδοσιακή του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Και είναι λογικό: οι συλλογικότητες, η μαζική δράση, τα κινήματα αναπτύσσονται εκεί όπου υπάρχουν προβλήματα, όπου η υφιστάμενη κοινωνική-πολιτική πραγματικότητα καταπατά ανάγκες, στερεί δικαιώματα, πνίγει επιθυμίες – όχι του ατόμου, αλλά ευρύτερων ομάδων.
Συχνά αυτή η κινηματική πράξη δεν αφορά άμεσα το πεδίο της εργασίας, αλλά άλλα∙ δεν στηρίζεται σε υπάρχουσες δομές, πειραματίζεται με νέες∙ δεν χρησιμοποιεί την κλασική ιδιόλεκτο, αλλά νέο λεξιλόγιο. Τίποτα απ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν την καθιστά εξ ορισμού αντίπαλο ενός σύγχρονου ρεύματος κοινωνικής απελευθέρωσης.
Εξίσου συχνά αυτού του τύπου η κινηματική πράξη και οι συναφείς με αυτήν πολιτικές και θεωρητικές απολήξεις είναι αντιφατικές, εμπεριέχοντας τόσο τη δυνατότητα εμπλουτισμού της προσπάθειας για κομμουνιστική επαναθεμελίωση όσο και το ενδεχόμενο διασπάθισης σε ξένες ή και εχθρικές προς αυτήν κατευθύνσεις, μονοθεματικού κατακερματισμού, ηγεμόνευσης από την αστική ιδεολογία-πολιτική, τελικά διαιώνισης της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, εμπλουτισμένης άλλοτε με μια –τουλάχιστον τυπική- αναγνώριση δικαιωμάτων που διεκδικούνται, άλλοτε με ένα πνεύμα –στο φαίνεσθαι- «πολιτικής ορθότητας», που από τη μια στηρίζει το metoo, ενώ ταυτόχρονα εμπορευματοποιεί άκρατα το γυναικείο σώμα (π.χ. στις εκατοντάδες διαφημίσεις).
Θα ήταν τυφλός όποιος δεν αναγνωρίζει τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν εντός των κινημάτων, μηδέ του εργατικού εξαιρουμένου
Θα ήταν τυφλός όποιος δεν αναγνωρίζει αυτές τις αντιφάσεις ή εθελοτυφλεί απέναντι στην ποικιλία απόψεων και οπτικών που ενυπάρχουν εντός αυτών των κινημάτων – εντός κάθε κινήματος, μηδέ του εργατικού εξαιρουμένου. Πόσο, άραγε, απέχει η λογική της «πολιτικής των ταυτοτήτων» από τη συντεχνιακή λογική τούτου ή του άλλου εργατικού κλάδου που διεκδικεί «να μην πειραχτεί το δικό μας επικουρικό ταμείο, τα άλλα ας γίνουν ότι θέλουν»; Ή μήπως η πρώτη είναι πρόβλημα, γιατί δεν αφορά την εργασία, αλλά η δεύτερη… συγχωρείται, επειδή την αφορά; Ο Λένιν –ναι, ο Λένιν- θα είχε σίγουρα αντίρρηση με αυτή την προσέγγιση και η θέση του για τον οικονομισμό θα είχε πολλά να εισφέρει στη σχετική συζήτηση.
Εξίσου τυφλός, φυσικά, είναι όποιος νομίζει ότι η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστικοποίηση, η επαναστατική συνειδητοποίηση γίνονται με όρους χημικής καθαρότητας, άσπρου-μαύρου∙ όποιος δεν βλέπει τα πολλαπλά επίπεδα και ταχύτητες πολιτικοποίησης, αλλά και τη συνθετότητα της διαδικασίας πολιτικής ωρίμανσης και συνειδητοποίησης (αν δεν υπήρχαν αυτά τα επίπεδα θα αρκούσαν οι σχέσεις επαναστατικού κόμματος-μαζών, δεν θα χρειάζονταν ούτε αντικαπιταλιστικά σχήματα σε χώρους γειτονιές και θέματα, ούτε πολιτικά μέτωπα)∙ όποιος στην πράξη απέχει, μεμψιμοιρεί, περιχαρακώνεται ή και απλώς καταγγέλλει τέτοιου τύπου κινήματα –πρακτική τόσο γνώριμη διαχρονικά από το ΚΚΕ ή το ΚΚΓ τον Μάη του ‘68-, υπερτονίζοντας υπαρκτές προβληματικές τους πλευρές και αρνούμενος τόσο τη δυναμική πολιτικού μετασχηματισμού που εμπερικλείουν, όσο και τη δυνατότητα επίδρασης μιας πλούσιας επαναστατικής γραμμής και πράξης – της μόνης που μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση του σύγχρονου ιστορικού μπλοκ της κοινωνικής χειραφέτησης, με ατμομηχανή τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και την κομμουνιστική απελευθέρωση ως «κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».
Ιδού, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα. Στο βαθμό που η δυναμική του σύγχρονου καθολικού-ολοκληρωτικού καπιταλισμού ξεδιπλώνεται σε κάθε πτυχή των κοινωνικών σχέσεων, στον ίδιο βαθμό θα ξεδιπλώνεται η δυναμική ποικιλόμορφων και ποικίλης πολιτικής απόχρωσης και βάθους κινημάτων, θεωρητικών ρευμάτων, πολιτικών απαντήσεων σε καθεμιά από αυτές τις πτυχές. Αυτό είναι αναπόφευκτο – όσο και αντιφατικό. Πώς απαντά σε αυτή την πραγματικότητα ένα σύγχρονο ρεύμα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης; Στρουθοκαμηλίζοντας, αμυντικά, φοβικά, κριτικάροντας και μόνο, μίζερα; Ή τολμηρά, καινοτόμα, με αυτοπεποίθηση, με εμπιστοσύνη στην ποιότητα του καθολικού –από θεωρητική, πολιτική, κινηματική άποψη- απελευθερωτικού του λόγου και πράξης; Αλλιώς: καλή η άμυνα, αλλά αν δεν βάλεις γκολ, δεν κερδίζεις.