Μάκης Γεωργιάδης
Ήταν 1:17 τα ξημερώματα της Τρίτης 5 Μαΐου του 1981 όταν έβγαινε από τις φυλακές του Μέιζ στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας η απόκοσμα θλιβερή, αλλά συνάμα αναμενόμενη, είδηση του θανάτου του Μπόμπι Σαντς. Ο μόλις 27 ετών μαχητής του ΙRΑ ήταν ο πρώτος νεκρός από απεργία πείνας στις φυλακές του βρετανικού στέμματος. Μετά τον θρυλικό Μπόμπι Σαντς οδηγήθηκαν στο θάνατο ακόμη εννέα σύντροφοί του, κρατούμενοι απεργοί πείνας. Ο ανθός της βορειοϊρλανδικής νεολαίας: ο μεγαλύτερος ήταν τριάντα ετών και ο νεότερος μόλις εικοσιτριών.
Την ημέρα της κηδείας του «γελαστού παιδιού» το Μπέλφαστ πλημμύριζε από την οργή και τα δάκρυα. Οι δρόμοι του ξεχείλισαν από υψωμένες γροθιές και αποφασιστικότητα. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι ήταν παρόντες στον αποχαιρετισμό του Μπόμπι Σαντς, σε μια πόλη η οποία σήμερα δεν ξεπερνά τις 267.000 πληθυσμό και ολόκληρο το πολεοδομικό της συγκρότημα τις 550.000 κατοίκους. Η τεράστια εκείνη παλλαϊκή διαδήλωση έστελνε ξεκάθαρο το μήνυμα στην βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, ότι το ιρλανδικό ζήτημα δεν ήταν ένα θέμα για δήθεν «ακραίες περιθωριακές τρομοκρατικές ομάδες», όπως χαρακτηριζόταν ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (ΙRΑ), αλλά ήταν υπόθεση ενός ολόκληρου λαού. Ενός λαού ο οποίος είχε δώσει την πρώτη αποστομωτική απάντησης στη «σιδηρά κυρία», εκλέγοντας τον διατελούντα ήδη σε απεργία πείνας Μπόμπι Σαντς βουλευτή στις συμπληρωματικές εκλογές του Απριλίου.
Τα επόμενα χρόνια η θυσία του Σαντς και των συντρόφων του θα τροφοδοτήσει δύο διαδικασίες. Από τη μία την αποκορύφωση της ένοπλης σύγκρουσής μεταξύ των δυνάμεων που αγωνίζονταν για την απόσχιση της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, με βασικό ένοπλο βραχίονα τον IRA και πολιτικό εκφραστή το Σιν Φέιν, και του βρετανικού κράτους από την άλλη. Σύγκρουση η οποία διεξαγόταν τόσο στο έδαφος της Βόρειας Ιρλανδίας όσο και σε αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου. Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η επίθεση σε ξενοδοχείο του Μπράιτον το 1984 και η απόπειρα δολοφονίας της ίδιας της Θάτσερ, την ώρα που διεξαγόταν το συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος. Από την άλλη πλευρά εντάθηκαν οι διπλωματικές προσπάθειες και οι απόπειρες συμφωνιών ώστε ή κατάσταση να φτάσει στη σημείο που οι Βρετανοί χαρακτήριζαν ως «ανεκτό επίπεδο βίας». Η κορύφωση αυτών των συμβιβαστικών σχεδιασμών ήταν τελικά η περιβόητη «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» η οποία επιτεύχθηκε το 1998 και έκτοτε έρχεται να αμβλύνει, και κατά την κυρίαρχη βρετανική αντίληψη, να λύσει το ιρλανδικό ζήτημα.
Ο Ρόμπερτ (Μπόμπι) Σαντς γεννήθηκε το 1954 στο Μπέλφαστ. Στη σύντομη ζωή του συμπυκνώθηκε ολόκληρη η τραγωδία της αντιπαράθεσης στη Β. Ιρλανδία, η οποία ασφαλώς δεν εξαντλείται σε μια θρησκευτική σύγκρουση. Η διαπλοκή του εθνικού ζητήματος με την ταξική διαπάλη, στο μαλακό υπογάστριο μιας αποικιοκρατικής δύναμης, δημιουργούσε την εύφλεκτη ύλη των εξεγέρσεων. Η οικογένεια του Σαντς κυνηγήθηκε από τους προτεστάντες και μόνο προσωρινά ησύχασαν όταν μετακόμισαν στο Ράτπουλ. Πριν καν τελειώσει το σχολείο ο έφηβος Σαντς έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος σε εργοστάσιο κατασκευής αμαξωμάτων. Ωστόσο απολύθηκε και κυνηγήθηκε λόγω της καταγωγής του. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η σκληρή καταστολή και η επίσημη πολιτική διαχωρισμού των ανθρώπων δεν άφηναν πολλά περιθώρια στους νέους βορειοϊρλανδούς εκείνης της εποχής. Η γοητεία της ένοπλης πάλης δεν ήταν μια νεανική αποκοτιά αναμιγμένη με ρομαντικές λογοτεχνικές αφηγήσεις, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν προϋπόθεση επιβίωσης.
Αντικρίζοντας τα αδιέξοδα ο Σαντς το 1972 γίνεται μέλος του ΙRΑ. Είναι μόλις 18 χρονών. Η χρονιά είναι σημαδιακή. Στις 30 του Γενάρη έχει σημειωθεί η πολυθρύλητη Ματωμένη Κυριακή. Οι Άγγλοι έχουν αδίστακτα αιματοκυλήσει το Μπέλφαστ. Άπειρος όπως είναι συλλαμβάνεται για από κοινού οπλοκατοχή σε σπίτι συντρόφων του. Καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκιση και αποφυλακίζεται το 1976. Μέχρι την 1η Μαρτίου αυτής της χρονιάς οι Βρετανοί αναγνωρίζουν καθεστώς πολιτικού κρατουμένου στους μαχητές του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μπορούν να φορούν τα δικά τους ρούχα, να μη συμμετέχουν σε καταναγκαστικές εργασίες της φυλακής, να έχουν ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ τους και να οργανώνουν ελεύθερα ενημερωτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Η βρετανική κυβέρνηση σκληραίνοντας της στάση της στο ιρλανδικό προχωράει στην άρση αυτού του καθεστώτος. Τότε ξεκινά η αντίδραση των φυλακισμένων μαχητών του ΙRΑ. Αντιστέκονται με κάθε μέσο στην επιβολή της ομοιόμορφης στολής της φυλακής και δηλώνουν πως για να «φορέσουν την ενδυμασία της φυλακής κάποιος θα πρέπει να τους την καρφώσει στην πλάτη». Προτιμούν να φτιάξουν ρούχα από τις κουβέρτες τους και έτσι γίνονται γνωστοί ως «κουβερτάνθρωποι» ή blanket men. Λίγους μήνες μετά την αποφυλάκισή του ο Σαντς, ο οποίος στο μεταξύ έχει παντρευτεί και αποκτήσει παιδί, συλλαμβάνεται εκ νέου για οπλοκατοχή. Αυτή τη φορά θα καταδικαστεί σε 14 χρόνια φυλάκιση σύμφωνα με τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο.
Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι ήταν παρόντες στην κηδεία, στον ύστατο αποχαιρετισμό του μαχητή του IRA
Η στάση της βρετανικής κυβέρνησης σκληραίνει ακόμη περισσότερο με την άνοδο της Θάτσερ στην πρωθυπουργία. Την 1η Μαρτίου του 1981 ο Μπόμπι Σαντς ξεκινάει την απεργία πείνας, επιμένοντας να προηγηθεί μερικές εβδομάδες των συντρόφων του. Διαβλέπει τον ορατό κίνδυνο αδιαλλαξίας της Θάτσερ και είναι αποφασισμένος να πεθάνει διεκδικώντας τα ελάχιστα: την επαναφορά του καθεστώτος του πολιτικού κρατουμένου και όσα ίσχυαν ως την 1η Μαρτίου 1976. Η απάντηση της Θάτσερ είναι πως «δεν υπάρχει πολιτική δολοφονία. Υπάρχει απλώς έγκλημα» και παρά το γεγονός ότι ο Σαντς δεν είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία ή για απόπειρα τέτοιας πράξης, η βρετανίδα πρωθυπουργός τον καταδίκασε, όπως και τους υπόλοιπους εννέα απεργούς πείνας, σε θάνατο! Ο Μπόμπι Σαντς είχε στο μεταξύ εκλεγεί ως ο νεότερος βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου στις 9 Απριλίου 1981.
Οι απεργοί πείνας θα γίνουν σύμβολο αγώνα στις επόμενες δεκαετίες και η Θάτσερ σύμβολο του πιο κτηνώδους και αποκρουστικού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου στην αναπτυγμένη Δύση. Ο καθένας ασφαλώς παίρνει τη θέση που του αξίζει στην ιστορική μνήμη. Σε μια περίοδο κατά την οποία το ιρλανδικό ζήτημα επανέρχεται με εντελώς νέους όρους, αν κάτι άφησε κάτι ανεξίτηλο η ηρωική απεργία πείνας του Μπόμπι Σαντς, είναι πως ο αγώνας για ζωή και ελευθερία δεν σταματά ποτέ και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Ταυτόχρονα υπενθυμίζει πως η ταξική πάλη και η ενότητα της εργατικής τάξης είναι ο κινητήριος μοχλός και το ενοποιητικό εκείνο στοιχείο το οποίο μπορεί να οδηγήσει στην υπέρβαση αντιθέσεων και κατακερματισμών. Να οδηγήσει στο νικηφόρο απελευθερωτικό μέλλον.