Ξένια Μαρίνου
Αφιέρωμα 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα
Η Νέα Καληδονία, γαλλική αποικία από το 1853, έγινε τόπος εξορίας πάνω από 4.000 κομμουνάρων. Οι εξόριστοι ήρθαν σε επαφή με έναν κόσμο που δεν γνώριζαν μέχρι τότε, χωρίς να λείπουν προκαταλήψεις και στερεότυπα. Υπήρξε ακόμα και συμμετοχή 35 εκ των επαναστατών του Παρισιού στην καταστολή της εξέγερσης των ντόπιων Κανάκ. Μικρός ήταν ο αριθμός όσων επιχείρησαν να μελετήσουν τις συνθήκες ζωής και καταπίεσης των ντόπιων, μεταξύ αυτών και η Λουίζ Μισέλ
φωτογραφία: Η Λουίζ Μισέλ, από τις πρωτοπόρες γυναίκες της Κομμούνας, σε προχωρημένη ηλικία
Το 1853 η Γαλλία αποκτά τον έλεγχο της Νέας Καληδονίας. Ο Ναπολέοντας Γ΄, θέλοντας πιθανώς να μιμηθεί το αγγλικό παράδειγμα στην Αυστραλία, αναζητά μια νέα μακρινή τοποθεσία για τη δημιουργία μιας σωφρονιστικής αποικίας. Την επόμενη χρονιά, με τον νόμο της 30ης Μαΐου 1854, οι πρώτοι 250 γάλλοι κατάδικοι μεταφέρονται στην περιοχή και εξαναγκάζονται σε υποχρεωτική εργασία, κυρίως στην κατασκευή δρόμων. Κάπως έτσι ξεκινάει το σωφρονιστικό πείραμα του κυβερνήτη της Νέας Καληδονίας, Charles Guillain. Επηρεασμένος από τις ιδέες των σαινσιμονιστών ο Guillain οργανώνει την μεταφορά ποινικών κρατουμένων, τον σωφρονισμό μέσα από την εργασία και την μελλοντική τους επανένταξη μετά την έκτιση της ποινής τους, μέσω παραχώρησης μικρών κλήρων γης. Οι κρατούμενοι αυτοί, γνωστοί ως «transportés», θα ξεπεράσουν τις 20.000 ως τα τέλη του 19ου αιώνα, προερχόμενοι κατά κύριο λόγο από τη Γαλλία και από περιοχές του Μαγκρέμπ.
Σε αυτούς, από το 1872 έως το 1878, έρχεται να προστεθεί η κατηγορία των απελαθέντων (deportés), στην οποία συναντάμε πρώην Κομμουνάρους αλλά και Αλγερινούς που συλλαμβάνονται έπειτα από την εξέγερση των Μοκράνι στην Αλγερία το 1871. Μέσα σε έξι χρόνια, 20 νηοπομπές θα μεταφέρουν στη Νέα Καληδονία και το Νησί των Πεύκων (L’îsle-des-Pins) περισσότερα από 4.000 άτομα που έχουν καταδικαστεί σε απλή απέλαση για συμμετοχή στην Παρισινή Κομμούνα, με ταξίδια που διαρκούν από 4 έως 5 μήνες. Μετά τη γενική αμνήστευση των Κομμουνάρων το 1880, ένας ακόμα νόμος (27 Μαΐου 1885) δημιουργεί μια νέα κατηγορία κρατουμένων που απελαύνονται στη Νέα Καληδονία, τους «υπότροπους» στο έγκλημα (récidivistes), ενώ η εργασία τους δεν ενδύεται πλέον τον μανδύα των «δημοσίων έργων» αλλά αποτελεί ξεκάθαρα παροχή δωρεάν εργατικού δυναμικού στην εταιρεία εξόρυξης νικελίου SLN (Société Le Nickel).
Σε αυτά τα χρόνια, στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Γαλλία, συντελείται η ιδεολογική θωράκιση της αποικιοκρατίας. Από τον οριενταλισμό της Ναπολεόντειας εκστρατείας στην Αίγυπτο, μέσα σε λίγες δεκαετίες περνάμε σε ένα συνονθύλευμα θεωριών φυλετισμού, εξελικτισμού και ψευδοεπιστήμης, ο οποίος βρίσκει τις αναπαραστάσεις του στην καθημερινή ζωή, από τις Διεθνείς Εκθέσεις και την προπαγάνδα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας ως τα σχολικά εγχειρίδια της Τρίτης γαλλικής Δημοκρατίας. Οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι συγκροτούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο της αποικιοκρατικής πολιτικής και ερίζουν ως προς τα οικονομικά οφέλη των αποικιών, αντιπαραβάλλοντας τις γαλλικές αποικίες με τις αγγλικές, ενώ σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όπως αυτή που ξεκινάει το 1873, δεν διστάζουν να προπαγανδίσουν συστηματικά, ιδίως γύρω στα 1880, ιδέες ξενοφοβίας. Σε αυτή την αρθρογραφία συναντάμε πρώτη φορά ένα αμάλγαμα που διαπλέκει την ξενοφοβία με τον φυλετισμό, όταν οι Ιταλοί εργάτες παρουσιάζονται επανειλημμένα ως «Κινέζοι της Ευρώπης», δηλαδή υπαίτιοι για την αύξηση της ανεργίας στη Γαλλία.
Στις 12 Μαΐου 1881, η Γαλλία επιβάλει προτεκτοράτο στην Τυνησία, με την υπογραφή της συνθήκης του Μπαρντό, στερώντας έτσι από την Ιταλία τα οικονομικά οφέλη που είχε σε αυτή την περιοχή. Ένα μήνα μετά, όταν τα γαλλικά στρατεύματα επιστρέφουν στη Γαλλία μέσω Μασσαλίας, η ιταλική κοινότητα της πόλης, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 16% του πληθυσμού, θα ζήσει ένα τριήμερο πογκρόμ (Vêpres Marseillaises/Μασσαλιώτικοι Εσπερινοί), που θα αφήσει πίσω του νεκρούς, τραυματίες και ένα βαθύ τραύμα στον εργατικό συνδικαλισμό της πόλης.
Όταν το 1871 αρχίζουν οι δίκες των Κομμουνάρων, ο αριθμός τους ξεπερνά τις 36.000. Οι κρατούμενοι μοιράζονται προσωρινά σε φυλακές και κάτεργα διαφόρων πόλεων και ο κόσμος συρρέει για να τους περιεργαστεί, όπως ακριβώς συνέβαινε με τα ανθρώπινα εκθέματα των Διεθνών Εκθέσεων. Το κλίμα τρομοκρατίας και μίσους που καλλιεργούν οι νικητές του 1871 αποτυπώνεται σε αυτές τις επισκέψεις, καθώς και στην απέραντη φημολογία για τα νησιά των ανθρωποφάγων στα οποία θα απελαθούν οι επαναστάτες.
Χιλιάδες εξόριστοι Κομμουνάροι στη μακρινή Νέα Καληδονία βίωσαν την αποικιοκρατία
Το 1872, όταν ξεκινούν οι πρώτες απελάσεις Κομμουνάρων με προορισμό τη Νέα Καληδονία, πολλοί από τους εξεγερμένους του Παρισιού έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή τόσο με τους Αλγερινούς της φυλής των Μοκράνι, όσο και με τους Κανάκ αλλά και άλλες φυλές που βρίσκονται στη Νέα Καληδονία. Ο Henri Messager που θα βρεθεί στο πλοίο Virginie το 1873, μένει έκπληκτος στη θέα των Αράβων και σχολιάζει στις επιστολές του τη σωματική τους διάπλαση. Στο ίδιο πλοίο, από τη φυλακή της Auberive, έχει επιβιβαστεί η κρατούμενη με τον αριθμό 2182, που ακούει στο όνομα Louise Michel, σε ένα ταξίδι που την οδηγεί στον δρόμο της αναρχίας.[1]
Τα χρόνια της εξορίας η Louise Michel προσπαθεί να μάθει τις διαλέκτους των Κανάκ και καταγράφει μύθους και τραγούδια της φυλής, τα οποία εκδίδει αργότερα. Η Louise Michel, ο Charles Malato και ο Maxime Lisbonne είναι από τους λίγους επαναστάτες που προσπαθούν να καταλάβουν τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει ή ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Αρπαγή της γης, καινούριες ασθένειες, αλλαγή καλλιεργειών, επιβολή νέων θρησκειών που οδηγεί οριακά σε θρησκευτικό πόλεμο (1860-1870), υποσιτισμός, καταναγκαστική εργασία, σεξουαλικές επιθέσεις, αλκοολισμός.[2]
Η καταστολή της εξέγερσης των Κανάκ
Παρά τις πολλές αποτυχημένες εξεγέρσεις των προηγούμενων δεκαετιών, οι Κανάκ τολμούν μια συγκροτημένη επίθεση ενάντια στους κατακτητές το 1878 η οποία διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο. Στην εξέγερση συμμετέχουν περίπου 3.000 Κανάκ. Οι εξεγερμένοι φροντίζουν να κόψουν τα σύρματα του τηλεγράφου και οι Γάλλοι αιφνιδιάζονται από τις πρώτες ενέδρες, σύντομα όμως βρίσκουν συμμάχους σε άλλες φυλές της περιοχής ενώ αναγκάζονται επίσης να στραφούν και στους δικούς του κρατουμένους. Το φθινόπωρο του 1878, επιλέγονται προσεκτικά 35 άτομα από τους απελαθέντες της Κομμούνας για να στελεχώσουν ένα μικρό τάγμα ιχνηλατών, γνωστό με το όνομα «ιχνηλάτες της Καναλά» το οποίο θα παραμείνει ενεργό ως τον Απρίλιο του 1879 και μάλιστα από το τέλος του 1878 θα βρίσκεται υπό τις διαταγές του Charles Amouroux, πρώην μέλους της Διεθνούς και του Κεντρικού Κομιτάτου της Εθνοφυλακής κατά την Παρισινή Κομμούνα.[3] Την περίοδο αυτή, αρκετοί εξεγερμένοι του Παρισιού και της Καβυλίας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις γαλλικές αρχές και ζητούν να οπλιστούν ενάντια στους Κανάκ της Νέας Καληδονίας. Ο απολογισμός για τους επαναστάτες του 1878 είναι τραγικός. Όσοι γλιτώνουν από τη σφαγή εκτελούνται χωρίς δίκη, 1.000 με 1.500 άτομα απελαύνονται στο Νησί των Πεύκων, στην Αϊτή και αλλού, ενώ στην περιοχή τίθεται σε ισχύ ο λεγόμενος code de l’indigénat, μια σειρά νομοθετημάτων που περιορίζουν ασφυκτικά τη ζωή των γηγενών, στερώντας τους βασικά δικαιώματα.
Θα χρειαστεί η εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης και η συγκρότηση της Γ΄ Διεθνούς για να εντάξει το γαλλικό εργατικό κίνημα, με σαφήνεια, τον αντιαποικιοκρατικό λόγο στην πολιτική του θεώρηση, υποστηρίζοντας πλέον τα απελευθερωτικά κινήματα στις αποικίες.
[1] Σε αρκετά σημεία των έργων της η Λουίζ Μισέλ αναφέρεται στο ταξίδι προς τη Νέα Καληδονία σημειώνοντας ότι αυτή η διαδρομή την έστρεψε στην αναρχία και αρκετοί αποδίδουν αυτή την εξέλιξη στη γνωριμία της με την Nathalie Lemel
[2] Η αδιαφορία ή και η εχθρότητα ανάμεσα στους Κανάκ και τους γάλλους εξόριστους θα άξιζε να διερευνηθεί. Η φήμη της Κομμούνας φαίνεται πως φθάνει στη Νέα Καληδονία πριν τις πρώτες απελάσεις και η εκτέλεση του αρχιεπίσκοπου Darboy προκαλεί δυσφορία στους νεοφώτιστους Χριστιανούς Κανάκ που βρίσκονται υπό τη διαρκή επιρροή των ιεραποστόλων. Από την πλευρά τους οι Κομμουνάροι θεωρούν ότι οι Κανάκ έχουν τον ρόλο μιας άτυπης αστυνομίας στην περιοχή ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που αναπαράγουν το στερεότυπο της ανθρωποφαγίας.
[3] Bierman Guy, «Le recrutement extraordinaire en Nouvelle-Calédonie pendant la grande révolte canaque de 1878», Revue française d’histoire d’outre-mer, tome 79, n°297, 4e trimestre 1992. σ. 517-531