Βασίλης Τσιράκης
Αφιέρωμα στον Θ. Αγγελόπουλο: Η αρχή της τριλογίας των συνόρων
«Με ποιες λέξεις κλειδιά θα μπορούσαμε να δώσουμε ζωή σε ένα καινούριο συλλογικό όνειρο»
Μαύρες σημαίες, πλακάτ, καρικατούρες που παριστάνουν τον σκηνοθέτη σαν ένα προδότη που κρατά ένα σακούλι με εκατομμύρια, συνθήματα όπως «Γενίτσαροι μαρξισταί», «Αναρχία, ανθελληνισμός, αθεΐα, ακολασία», με τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα και τα μεγάφωνα να παιανίζουν τη «Μακεδονία ξακουστή», ήταν η αντίδραση μερίδας των κατοίκων της Φλώρινας, που με την παρότρυνση του μητροπολίτη Καντιώτη προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1990 ο Καντιώτης ανακοίνωσε τον αφορισμό του Αγγελόπουλου και όλων όσοι θα έπαιζαν κάποιο ρόλο στην ταινία. Την ίδια μέρα είχε οργανωθεί μία συγκέντρωση υπέρ της ελευθερίας της τέχνης, στην οποία παρευρέθηκε ο Αγγελόπουλος και οι συνεργάτες του, στον κινηματογράφο ”Ελληνίς”.
Τις μέρες των γυρισμάτων ένα γαλλικό κινηματογραφικό συνεργείο αποτύπωσε την όλη κατάσταση στο παρακάτω ντοκιμαντέρ με τίτλο:
“Film au bord de la crise de nerf – Ταινία στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης”.
Δείτε το ντοκιμαντέρ με ελληνικούς υπότιτλους:
Η Υπόθεση:
Ένας δημοσιογράφος στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ στα σύνορα βλέπει έναν ηλικιωμένο πρόσφυγα που του θυμίζει τον γνωστό πολιτικό που είχε εξαφανιστεί πριν λίγο καιρό από την δημόσια ζωή. Από εκείνη στην στιγμή παρατά το ρεπορτάζ και αφιερώνεται στο να ανακαλύψει αν πράγματι τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται. Για το σκοπό αυτό τον επισκέπτεται στο παλιό βαγόνι του τρένου, ενώ ερωτεύεται μια προσφυγοπούλα η οποία όπως ανακαλύπτει είναι προστατευόμενη του και πρόκειται να παντρευτεί με κάποιον από την χώρα της άλλης πλευρά του ποταμού.
Αδυνατώντας να βγάλει συμπέρασμα αν ο ηλικιωμένος πρόσφυγας είναι ή όχι ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος προσκαλεί στην ακριτική κωμόπολη την γυναίκα του να επιβεβαιώσει ή όχι την υποψία του.
Το σενάριο:
Διαβάζοντας την παραπάνω περίληψη της υπόθεσης κάποιος-ποια που δεν έχει δει την ταινία θα έβγαζε μάλλον το συμπέρασμα πως ο αφηγηματικός άξονας του σεναρίου διαπερνάται από το ερώτημα, αν ο πρόσφυγας είναι τελικά ο εξαφανισμένος πολιτικός.
Όμως και εδώ, όπως και στην «Αναπαράσταση», το σενάριο δεν δίνει το βάρος στην «αστυνομική» πτυχή της υπόθεσης, δεν μας εγείρει την αγωνία για την λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης του πολιτικού, για το ποιο θα είναι το τέλος της ταινίας, αλλά μας επιστρέφει διαρκώς στην αρχή. Και η αρχή είναι τα σύνορα. «Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού, ή πεθαίνω», «Πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να πάμε σπίτι μας…».
Αλλά το σενάριο δεν αρκείται μόνο στον σχολιασμό της πραγματικότητας, δίνοντας μας το έναυσμα να αναζητήσουμε την αιτία της προσφυγιάς. Βλέπε ανάγνωση αποσπάσματος από το τελευταίο βιβλίο του εξαφανισμένου πολιτικού, «Με ποιες λέξεις κλειδιά θα μπορούσαμε να δώσουμε ζωή σε ένα καινούριο συλλογικό όνειρο», ή ακόμα το παραμύθι του χαρταετού που ο πρόσφυγας διηγείται στο μικρό προσφυγόπουλο.
Τέλος να επισημάνουμε την γραμμικότητα της αφήγησης (που σε τέτοιο απόλυτο βαθμό έχουμε δει μόνο στο Μελισσοκόμο) και την ισορροπία λόγου και εικόνας στην μετάδοση των μηνυμάτων.
Η σκηνοθεσία:
Η γραμμική αφήγηση αλλά και η έλλειψη της ιστορίας, δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη σκηνοθεσία για ετεροχρονισμούς και ρήγματα στο χρόνο. Έτσι τα πλάνα σεκάνς με την κυκλικότητα και τις μακρόχρονες σιωπές υπηρετούν αποκλειστικά την βασική τους λειτουργία στις ταινίες του σκηνοθέτη, να μην παρασύρουν δηλαδή, αλλά να προβληματίζουν τον θεατή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι το πρώτο πλάνο σεκάνς της ταινίας γράφεται με την πρώτη εμφάνιση του πρόσφυγα-πρωταγωνιστή στην ταινία (όπου πουλάει πατάτες στο παζάρι δίπλα στο ποτάμι) και το τελευταίο με την τελευταία εμφάνιση του στην ταινία (βαλς με την νύφη δίπλα στο ποτάμι).
Να σημειώσουμε ακόμα πως η περίφημη σκηνή του γάμου διάρκειας 14 λεπτών, κομμένη σε 8 πλάνα, καταλαμβάνει το 1/10 του χρόνου της ταινίας.
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως το Μετέωρο βήμα του πελαργού είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικά δείγματα ποιητικού ρεαλισμού των ταινιών του Θ. Αγγελόπουλου.
Συντελεστές:
1991 / έγχρωμη / 138΄
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Τ. Κατσέλης, Σ. Δανιηλίδης, Α. Λαμπρίδης, Λ. Ζαρουτιάδης, Π. Στάικος, Γ. Κατακουζηνός, Σ. Δανιηλίδης, Ε Πετράκη, Δ. Πετράκης.
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Συνεργασία στο σενάριο: Τονίνο Γκουέρα, Πέτρος Μάρκαρης
Έκτακτη συνεργασία στο σενάριο: Θανάσης Βαλτινός
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Αρβανίτης, Ανδρέας Σινάνος
Σκηνικά: Μικές Καραπιπέρης
Μοντάζ: Γιάννης Τσιτσόπουλος
Μουσική: Ελένη Καραϊνδου
Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος
Ερμηνευτές:
Marcello Mastroianni, Jeanne Moreau, Γρηγόρης Πατρικαρέας, Ηλίας Λογοθέτης, Ντόρα Χρυσικού, Βασίλης Μουγιουκλάκης, Δημήτρης Πουλικάκος
Παραγωγή: ΕΚΚ, Θ. Αγγελόπουλος, Arena Films, Vega Films, Arre Produzioni
Διεύθυνση παραγωγής: Αιμίλιος Κονιτσιώτης, Pierre Alain Shatzmann
Εκτέλεση παραγωγής: Φοίβη Οικονομοπούλου
Βοηθοί παραγωγής: Κώστας Λαμπρόπουλος, Νίκος Σέκερης
Απόσπασμα από το σενάριο:
Σκηνή 2.
Tο τζιπ του στρατού που έρχεται από το βάθος, αφήνει τον κεντρικό δρόµο και μπαίνει προσεχτικά σ’ ένα χωματόδρομο. Στη συμβολή µια ταμπέλλα «Συνοριακή Ζώνη. Απαγορεύεται η φωτογράφιση».
O συνταγματάρχης που κάθεται δίπλα στο οδηγό, ένας άντρας στα 50, µε φαρδιούς ώµους και ηλιοκαμένο πρόσωπο, γυρίζει πίσω στον Αλέξανδρο και το συνεργείο.
―Τώρα καταλαβαίνετε γιατί σας είπα ν’ αφήσετε το αυτοκίνητό σας στο στρατόπεδο. H συνοριακή ζώνη είναι συχνά υπονομευμένη ζώνη. Θα κινδυνεύατε να µπείτε σε ναρκοπέδια.
O Αλέξανδρος δεν απαντάει. Κοιτάει το λασπωμένο δρόµο και τα γυµνά δέντρα. O συνταγματάρχης μοιάζει ενοχλημένος.
―Σας περίµενα χτες. Έτσι έλεγε η διαταγή από τη μεραρχία.
―∆εν υπολογίσαµε την απόσταση, παρεμβαίνει ένας από το συνεργείο. Κάναµε 18 ώρες!
―Τι γυρεύετε εδώ πάνω; H περιοχή δεν προσφέρεται για εκδροµές.
―∆εν σας είπαν, απορεί ο Αλέξανδρος.
―Αόριστα. Τα ρεπορτάζ στα σύνορα.
―Ξέρετε µ’ αφορµή αυτό που έγινε στον Πειραιά…
―Κατάλαβα, µουρµουρίζει ο αξιωματικός.
∆εν µοιάζει να τον ενθουσιάζει η ιδέα.
Λίγο µετά στην στροφή του δρόµου βλέπουν µια µεγάλη σιδερένια γέφυρα. «Mπελεϋ» τις λέγανε τον καιρό του πολέµου. Ιδιόµορφη, απλώνει το σκουριασµένα φτερά της πάνω από τον Έβρο, το πλατύ ποτάµι που αποτελεί το φυσικό σύνορο µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και πιο πάνω µεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Βουλγαρίας. Το ελληνικό φυλάκιο βρίσκεται κρυµµένο, σχεδόν αθέατο, µέσα σε πυκνή βλάστηση. Κοντά στο ποτάµι στην όχθη σχεδόν, το παρατηρητήριο. Προβάλλει πανύψηλο, πάνω από τις κορφές των γυµνών δέντρων σα παράξενο πουλί.
Φρουροί παντού µε όπλο στο χέρι.
Μια µικρή οµάδα στρατιωτών βγαίνει από το φυλάκιο και παρατάσσεται.
O συνταγµατάρχης χαιρετά τον νεαρό αξιωµατικό.
―Τι γίνεται υπολοχαγέ;
Έπειτα παρουσιάζει τους στρατιώτες.
Παιδιά από διάφορα σηµεία της χώρας. Ντροπαλοί µπροστά στην κάµερα, έπειτα ξεθαρρεύουν και µιλάνε για την εµπειρία του να ζει κανείς στα σύνορα. Ένας απ’ αυτούς λέει ότι δεν φοβάται παρά µόνο τη βουή του ποταµού τη νύχτα. Κάποιος άλλος, την ώρα που δεν περνάει, ένας τρίτος τη λάθος κίνηση που µπορεί να ‘ναι µοιραία.
O συνταγµατάρχης οδηγεί τον Αλέξανδρο και το συνεργείο στη γέφυρα. Τα φαγωµένα σανίδια τρίζουν κάτω από τα πόδια τους. Περπατάνε αργά, προσεχτικά µε το νου στους απέναντι.
O αξιωµατικός εξηγεί τι είναι γι’ αυτόν σύνορο, σύνορα, ορισµός. H τουρκική φρουρά από απέναντι βλέποντας τους να προχωρούν πάν στη γέφυρα έχει ανησυχήσει. Ένας στρατιώτης µε το αυτόµατα σε στάση αναµονής. O αξιωµατικός τους, παρακολουθεί το γεγονός µε τη διόπτρα. O συνταγµατάρχης µε τον Αλέξανδρο και το συνεργείο φτάνουν στο κέντρο της γέφυρας. Κάτω από τα πόδια τους το ποτάµι βουίζει αργοσάλευτο.
Βλέπουν τότε µπροστά τους πάνω στο ξύλινο πάτωµα της γέφυρας τρεις χρωµατιστές λουρίδες, τριάντα πόντους η καθεµιά.
Άσπρη για την ουδέτερη ζώνη στη µέση. Κόκκινη για την Τουρκία και γαλάζια για την Ελλάδα. Μια περίεργη στενόµακρη σηµαία που χωρίζει τη γέφυρα στα δυο. Τα σύνορα.
O συνταγματάρχης πατάει τη γαλάζια γραµµή. Μένει ακίνητος µια στιγµή.
Έπειτα σηκώνει το ένα πόδι και στέκει έτσι σα πελαργός.
Στρέφει το κεφάλι του στον Αλέξανδρο.
―Αν κάνω ένα βήµα, λέει χαµογελώντας αινιγµατικά, είµαι… αλλού…
Γυρίζει και κοιτάζει τον τούρκο φρουρό.
―… ή πεθαίνω, συµπληρώνει.
Σιωπή. Το βουητό του ποταµού.
- Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο: «Θ. Αγγελόπουλος, 10 3/4 , τόμος δεύτερος», Εκδόσεις Αιγόκερως 2020, επιμέλεια Ειρήνη Στάθη.
- Αξίζει να σημειώσουμε πως στη διαδικασία του τελικού μοντάζ κόπηκε από το σενάριο η σκηνή όπου ο δημοσιογράφος πρωταγωνιστής της ταινίας τρέχει γυμνός στα σύνορα (εικόνα που χρησιμοποιήθηκε και στην αφίσα της ταινίας).
Ας δούμε όμως πως απαντά ο ίδιος ο Θ. Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 2/6/1991, όταν ρωτήθηκε για τον λόγο που κόπηκε η σκηνή:
«Διότι κρίθηκε ότι δεν ήταν τελικά καθόλου απαραίτητη δραματουργικά. Φοβάμαι πάντα πάρα πολύ τις υπογραμμισμένες καταστάσεις, τις καταστάσεις που δηλώνονται τόσο πολύ, που παύουν πια να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι. Στο γραπτό λόγο μια εικόνα μπορεί να είναι υπέροχη. Όταν όμως δεις την ταινία, μπορεί να είναι τόσο δυνατή, που να ανατρέπει ισορροπίες».
Δείτε:
- Την περίφημη σκηνή του γάμου διάρκειας 13:13 λεπτών που αποτελείται από 8 πλάνα:
- Μονταρισμένες σκηνές με θέμα τους πρόσφυγες που συμμετείχαν στην ταινία.
Ειδικότερα:
α) Από 2:25 – 5:10, το πλάνο σεκάνς του καβγά στο καφενείο των προσφύγων διάρκειας 2:45 λεπτών.
β) Από 5:10 – 9:58, το πλάνο σεκάνς του κρεμασμένου πρόσφυγα δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, ενώ ο δημοσιογράφος περιμένει να υποδεχθεί την γυναίκα του πολιτικού, διάρκειας 4:52 λεπτών.
-Αξίζει εδώ να προσέξετε πως το συγκεκριμένο πλάνο σεκάνς (από τα μεγαλύτερα της ταινίας) γράφεται με ένα αργό σύνθετο κυκλικό πανοραμίκ 360 μοιρών.
- Την τελευταία ομιλία του πολιτικού στη Βουλή πριν εξαφανιστεί, διάρκειας 1:32 λεπτού.
- Την τελευταία σκηνή της ταινίας διάρκειας 3 λεπτών:
- Μονταρισμένες σκηνές της ταινίας με την μουσική της Ελένης Καραΐνδρου διάρκειας 2:42 λεπτών:
- Μονταρισμένες σκηνές της ταινίας με την μουσική της Ελένης Καραΐνδρου Καραΐνδρου διάρκειας 2:00 λεπτών:
Για όσους-όσες έχουν την δυνατότητα να δουν ολόκληρη την ταινία:
- Από 00:11:52 – 00:14:25, το πρώτο πλάνο σεκάνς της ταινίας, στο παζάρι δίπλα στο ποτάμι, όπου ο πρόσφυγας πουλά πατάτες στον βαρκάρη.
- Από 00:46:00 – 00:51:12, το πλάνο σεκάνς της συνάντησης του δημοσιογράφου με την προσφυγοπούλα στην ντισκοτέκ, διάρκειας 5:12 λεπτών.
- Από 00:57:24 – 01:01:12, το πλάνο σεκάνς της επίσκεψης του δημοσιογράφου στο βαγόνι του τρένου όπου ο ηλικιωμένος πρόσφυγας διηγείται το παραμύθι του χαρταετού, διάρκειας 3:48 λεπτών.
- Από 01:25:28 – 01:30:32, το σημαντικότερο ίσως πλάνο σεκάνς της ταινίας με την συνάντηση του πρόσφυγα-πολιτικού με την γυναίκα του, πάνω στη γέφυρα του ποταμού. (Παρατηρείστε πως μεγάλο μέρος του πλάνου γράφεται μέσα από το παρ-μπριζ του δημοσιογραφικού Βαν).
- Από 01:58:53 – 02:03:34, το τελευταίο πλάνο σεκάνς της ταινίας με το νυχτερινό βαλς δίπλα στο ποτάμι.
Με τα λόγια του σκηνοθέτη:
Η ιδέα της σκηνής του γάμου.
«Στο σενάριο της ταινίας “Το μετέωρο βήμα του πελαργού” υπήρχε ένας γάμος. Αποτελούσε πρόβλημα για μένα μέχρι τη στιγμή που είδα το ποτάμι. Και τότε, για να δεις από ποιες περίεργες διαδρομές τα βιώματά μου γίνονται υλικό, συνέβη το εξής: Αναδύθηκαν στην επιφάνεια, από τις αποθηκεύσεις μου, δύο πράγματα που συνέπλεαν μ΄αυτήν την ιδέα. Πρώτον: Πριν από κάποιο διάστημα είχα βρεθεί με τη γυναίκα μου στον Καναδά και δέχτηκα την πρότασή της να περάσουμε από τη Νέα Υόρκη. Δεν είχα ξαναπάει, αν θέλεις αρνιόμουν να πάω παρ’ όλα όσα άκουγα. Πήραμε το λεωφορείο για να πάμε στο Χάρλεμ ακι σιγά σιγά ο πληθυσμός αραίωνε από λευκούς και κυριαρχούσαν οι μαύροι. Στο τέλος υπήρχαν μόνο μαύροι και μεις οι μοναδικοί λευκοί. Η γυναίκα μου άρχισε να φοβάται, μου λέει «να κατέβουμε», λέω «αυτό δεν το χάνω!» και συνεχίζουμε. Σε κάποια στάση του λεωφορείου το μάτι μου πιάνει δυο μαυράκια να στέκονται σε διαφορετικό πεζοδρόμιο το καθένα και ν’ απαντάνε το ένα στο άλλο με χορευτικές φιγούρες. Ήταν μια εικόνα διάρκειας μερικών δευτερολέπτων. Η εντύπωση που μου είχαν δημιουργήσει τα δύο μαυράκια αφύπνισε τη μνήμη μου και θυμήθηκα ότι σ’ ένα φύλλο της εφημερίδας Ελευθερία, το 1953, είχα διαβάσει ένα άρθρο του εθνογράφου Αγγελή για μια ιστορία σε κάποια νησιά πίσω από την Κρήτη, τα οποία κατοικούσαν βοσκοί. Αυτά αποκλείονταν το χειμώνα λόγο καιρικών συνθηκών αλλά οι άνθρωποι είχαν ανάγκες. Κάποτε, λοιπόν, πέθανε κάποιος και όπως κάνανε κάθε φορά που είχαν ανάγκη, χτυπήσανε ξύλα για ν’ ακουστούνε στην Κρήτη. Αργότερα εμφανίστηκε απέναντη στην Κρήτη ο παππάς, ανέβηκε πάνω στο βράχο, είπε τη λειτουργία στο πέλαγος και οι δώθε θάψανε το νεκρό στο νησί. Ήταν δε μια από τις ιστορίες για τις οποίες ήθελα να κάνω ένα από τα επτά ντοκιμαντέρ. Λοιπόν, το ιδίωμα του ποταμού πρώτα, ο διάλογος των παιδιών με χορευτικές φιγούρες στο Χάρλεμ και το διάβασμα του ρεπορτάζ στην εφημερίδα Ελευθερία έφτιαξαν τη σκηνή του γάμου».
- Απόσπασμα από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αν. Θέμελη “Θόδωρος Αγγελόπουλος: Το παρελθόν ως ιστορία, το μέλλον ως φόρμα”. Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ/Βιβλία, Αθήνα 1998.
Το επικό και το προσωπικό.
«Το Μετέωρο βήμα είναι γεμάτο σύνθετα πλάνα. Υπάρχουν στιγμές που η εικόνα παίρνει διαστάσεις επικές. Η επαναφορά μιας φόρμας, με μια άλλη έννοια όμως, που είχα χρησιμοποιήσει στο παρελθόν οφείλεται στο ίδιο θέμα της ταινίας, στο ότι πήγαινα προς την πλευρά την επική και όχι προς την πλευρά της ατομικής περιπέτειας.
Γιατί στο Μετέωρο βήμα του πελαργού υπάρχει μεν μια προσωπική περιπέτεια, συχνά όμως ανοίγει και παίρνει διαστάσεις επικές. Μιλάω για την εξορία των λαών, αλλά και για την εσωτερική εξορία ενός συγκεκριμένου προσώπου. Υπάρχουν οι πολλοί και ο ένας.
Αυτό που ίσως θα μπορούσε να συζητήσει κανείς είναι το μοίρασμα, αν οι ισορροπίες, είναι σωστές. Είναι θέμα κρίσης κοινού και κριτικών».
- Απόσπασμα από συνέντευξη του Θ. Αγγελόπουλου στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» στις 2/6/1991.
Διαβάστε:
Κριτική της ταινίας από την Sylvie Rollet, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Vertigo» τον Σεπτέμβρη του 1998 και αναδημοσιευμένη σε μετάφραση της Ινώ Ρόζου στο βιβλίο «ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ», Εκδόσεις Καστανιώτη 2000, Επιμέλεια Ειρήνη Στάθη.
Διαβάστε: Κριτική Sylvie Rollet
Κριτική της ταινίας στην ιστοσελίδα publica.gr:
«Αν η ανθρώπινη μετανάστευση συμβαίνει αενάως από την ανακάλυψη της όρθιας βάδισης ως τις μέρες μας, με την ανακάλυψη κάθε σημείου στον γαλάζιο πλανήτη που έτυχε να βαδίσουμε πάνω του, οι φυσικές ικανότητες του είδους μας δε διευρύνονται μόνο, αλλά και περιορίζονται άλλες φορές από τη φαντασία του. Φανταστικές γραμμές ορίζουν το χώρο στον οποίο πρέπει να περιορίσουμε την κίνησή μας, τη φυσική μας κατάσταση δηλαδή….
… Μπορεί τα ιδεατά σύνορα να είναι ισχυρά όρια για μια εκμεταλλευόμενη ανθρωπότητα, δεν είναι όμως για τον πολιτισμό της. Ακόμα και φυσικά σύνορα, όπως χειμαρρώδη ποτάμια, δε μπορούν να σταματήσουν την επικοινωνία των λαών».
Συνεχίστε την ανάγνωση ΕΔΩ
Αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου
5/2: Αναπαράσταση, 1970
12/2: Μέρες του 36, 1972
19/2: Ο Θίασος, 1975
26/2: Οι Κυνηγοί, 1977
5/3: Μεγαλέξανδρος, 1980
12/3: Ταξίδι στα Κύθηρα, 1984
19/3: Ο Μελισσοκόμος, 1986
26/3: Τοπίο στην Ομίχλη, 1988
2/4: Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, 1991
9/4: Το Βλέμμα του Οδυσσέα, 1995
16/4: Μία αιωνιότητα και μια μέρα, 1998
23/4: Το Λιβάδι που Δακρύζει, 2004
30/4: Η σκόνη του χρόνου, 2008