του Δημήτρη Μπούρα.
(Στήλη «σινεμαχίες» του ένθετου περιοδικού «Κ» της «Καθημερινής της Κυριακής»)
Το υπερωκεάνιον που έφερε στα πέρατα του κόσμου τον κινηματογράφο της Ελλάδας, ρυμουλκήθηκε με κόπο και χρήμα σε μια λίμνη και έγινε Τιτανικός. Το «Λιβάδι που δακρύζει», η αρχή της πομπώδους τριλογίας του Θ. Αγγελόπουλου, περονιάζει σαν υγρασία τις αρθρώσεις του «Θίασου». Σε βαθμό επικίνδυνο.
Ο Αγγελόπουλος θέλει να δραπετεύσει από το παρελθόν του, αλλά η αισθητική και ο μύθος που έπλασε γύρω του είναι αλυσίδες που δεν σπάνε. Το Λιβάδι μέχρι τα μισά του δρόμου είναι ντεκόρ πνιγμένο στην ομίχλη, που παραπέμπει σε μια απέραντη θεατρική σκηνή (το θέατρο της Ιστορίας), η οποία φαντάζει σχεδία στον ωκεανό του χρόνου. Υπάρχουν και άνθρωποι. Ένα ζευγάρι «καταραμένων» εραστών που εγκαταλείπει το «λιβάδι» και βρίσκει καταφύγιο σε ένα μπουλούκι μουσικών.
Εάν κανείς αφαιρέσει το ειδικό βάρος της φωτογραφίας του Ανρέα Σινάνου και το βάρος της παραγωγής, απομένει ένας επιεικώς αμήχανος Αγγελόπουλος.
Στο υπόλοιπο μισό του τρίωρου «Λιβαδιού» εμφανίζεται στοιχειωδώς η εσωτερική συνοχή, καθώς ο Αγγελόπουλος σκηνοθετεί το ελεύθερο ριμέικ του «Θίασου» (με ολίγον «Μεγαλέξανδρο», «Μέρες του 36» και «Ταξίδι στα Κύθηρα»). Ο «Θίασος ξανάρχεται, αλλά ως τραγωδία για τον ίδιο τον Αγγελόπουλο ο οποίος ξύνει, όσο διακριτικά γίνεται, το χρώμα από την πολιτική τοιχογραφία της Ελλάδας του μεσοπολέμου, της κατοχής και του εμφύλιου.
Τα γεγονότα και οι συγκρούσεις της ιστορίας από πρωταγωνιστές γίνονται δευτεραγωνιστές (για να μην πούμε κομπάρσοι), παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Άνθρωπο. Επιπλέουν στα νερά της Κερκίνης πίσω από ένα πέπλο ομίχλης μέχρι να ξαναγεννηθεί εκ της τέφρας του ο δημιουργός και να ανακαλύψει , πως ανασαίνει, πως ερωτεύεται, πως τυραννιέται, πως συνθλίβεται το άτομο. Αυτόν τον Άνθρωπο έριξε ο Αγγελόπουλος κατ’ επιταγήν της μανιέρας και των εμμονών του, στα νερά της λίμνης μέχρι να κανονίσει τους δικούς του λογαριασμούς με την ιστορία.
Σε ότι αφορά το εικαστικό σύμπαν θα αρκεστούμε στο παράδειγμα του «Θίασου». Εκεί η ποίηση της αγγελοπουλικής γραφής (η μπρεχτική αποστασιοποίηση, η αρχαία τραγωδία και η επιμήκυνση του κινηματογραφικού χρόνου), δηλαδή τα μεγάλα και αργά πλάνα, είναι ένας πολυσύνθετος, πλην όμως καθαρός λόγος, που υπαγορεύεται από τις ιστορικές συγκρούσεις. Όχι όμορφες εικόνες επειδή το ντεκόρ είναι εντυπωσιακό και ο φωτογράφος έχει ταλέντο.