Η κριτική αναρτήθηκε στον ιστότοπο athens.indymedia.org 15/02/2004
Η Ελλάδα και η σύγχρονη ιστορία της ήταν πάντα και παραμένει το θέμα των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η Ελλάδα όμως ως εμπειρία και γνώση, μέσα από τα βιώματα και τον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του Αγγελόπουλου: ξεκινώντας από τους μύθους και την αρχαία τραγωδία και φτάνοντας μέχρι τον 20ό αιώνα με τη δική του τραγική ιστορία, την προσφυγιά, τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Μεσοπόλεμο και τη δικτατορία του Μεταξά, το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την Κατοχή αλλά και την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Ο 20ός αιώνας είναι το θέμα της τριλογίας του αυτής, με το πρώτο μέρος να καλύπτει την περίοδο 1919-1949. Ο 20ός αιώνας μέσα από μια ερωτική ιστορία, εκείνη της Ελένης (όνομα που παραπέμπει σε μύθους, όπως σε προηγούμενες ταινίες του, ο Αλέξανδρος) κι ενός νεαρού (που ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομά του).
Από το πρώτο κιόλας πλάνο, με την ομάδα των προσφύγων της Οδησσού να έχουν φτάσει σε μια παραλία και να προχωρούν με τις βαλίτσες τους προς το μέρος μας, ο Αγγελόπουλος επιβάλλει τα κινηματογραφικά του σύμβολα: το νερό και η θάλασσα, οι βαλίτσες και το ταξίδι, η ενωμένη ομάδα. Αργότερα, ένα τραγούδι, ένας χορός, ένα νυφικό φόρεμα κρεμασμένο έξω από το σπίτι. Ο σκηνοθέτης παρεμβαίνει -με τη φωνή του- κάνοντας μια εισαγωγή (όπως ο συγγραφέας ενός βιβλίου ο οποίος γράφει σε πρώτο πρόσωπο), χρησιμοποιώντας ένα ποιητικό κείμενο.
Αυτή η ποιητική διάθεση κυριαρχεί σ’ όλοκληρη την ταινία: άλλοτε ελεγειακή άλλοτε επική, άλλοτε οικεία. Σε κάθε σκηνή του, ο Αγγελόπουλος ανατρέχει στην Ιστορία όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο «Οιδίποδας Τύραννος» (ο γιος που παίρνει τη γυναίκα του πατέρα) και οι «Επτά επί Θήβας» (τα δύο αδέρφια σε αντίθετα στρατόπεδα) και γενικά η ατμόσφαιρα της αρχαίας τραγωδίας (με την Ελένη να παραπέμπει σε διάφορες τραγωδίες), ο Όμηρος, ο Κάλβος, ο Σεφέρης (το κρεμασμένο νυφικό παραπέμπει στο «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη» του ποιητή), ο Τσέχοφ, ο Τσαρούχης, η αναγεννησιακή ζωγραφική κι ολόκληρος ο κινηματογράφος, από τους Μίκλος Γιάντσο και Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (του «1900»), μέχρι τους αδερφούς Ταβιάνι, αλλά και το έργο του Αγγελόπουλου («Θίασος», «Μεγαλέξαντρος», «Το μετέωρο βήμα του πελαργού»), όλοι δανείζουν κάτι από τη δική τους ματιά, ή αν θέλετε, εντάσσονται με άνεση στη μεγαλόπνοη, επική αυτή σύλληψη του Έλληνα σκηνοθέτη.
Το σενάριο αποφεύγει την παραδοσιακή αφήγηση. Οι σκηνές του μοιάζουν αποσπασματικές, πολλά δεν εξηγούνται, αντίθετα, αφήνεται στον ίδιο το θεατή να συμπληρώσει τα κενά (τα χρονικά «πηδήματα», το πώς το ζευγάρι παίρνει κοντά του τα δίδυμα, ή πώς οι δύο γιοι καταλήγουν σε αντίθετα στρατόπεδα).
Ο Αγγελόπουλος προτιμά να φτιάχνει την ταινία του ως είδος τοιχογραφίας. Τοιχογραφίας μοντέρνας, όπως εκείνες του Ριβέρα ή του Πικάσο, με τον ίδιο το θεατή να κάνει το κολάζ.
Οι εικόνες (φωτογραφημένες με ξεχωριστή έμπνευση από τον Ανδρέα Σινάνο), που με τα χρώματα, τη σύνθεση και γενικά την όλη ατμόσφαιρα παραπέμπουν σε πίνακες, αλλά και σε σκηνοθέτες, δεν σταματούν ούτε στιγμή να μας εκπλήσσουν: εκείνες στο φτωχικό συνοικισμό των προσφύγων, με τα τρένα να περνούν ασταμάτητα, το περίπτερο στη θάλασσα με τις δύο σημαίες στην άκρη, η νύφη που χορεύει στην παραλία, μια γιορτή χορού του σωματείου σε μια παλιά μπιραρία υπό τους ήχους της «Αμαπόλα», η κηδεία του πατέρα με τις βάρκες να μεταφέρουν το φέρετρο πάνω στη λίμνη, το δέντρο με κρεμασμένα στα κλαδιά του τα σφαγμένα πρόβατα, το πλημμυρισμένο από το ποτάμι χωριό, ο δάσκαλος που απαγγέλλει Κάλβο στα άδεια, πάνω στο νερό, θρανία, οι μουσικοί που παίζουν μέσα από τα κάτασπρα σεντόνια, μ’ έναν απ’ αυτούς να προχωράει βαριά τραυματισμένος από τους φαλαγγίτες του Μεταξά και να πεθαίνει, τα δυο αδέρφια, ο ένας αντάρτης κι ο άλλος στον εθνικόφρονα στρατό, να συναντιούνται πάνω σ’ ένα ύψωμα, η Ελένη να παραμιλάει μετά την αποφυλάκισή της.
Εικόνες που χαράσσονται στη μνήμη, εικόνες που άλλοτε συναρπάζουν κι άλλοτε συγκινούν, σχολιασμένες από τη θαυμάσια, ατμοσφαιρική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, με ουσιαστικό, δραματουργικό ρόλο στην ταινία. Η ταινία αρχίζει με μια σιωπηλή άφιξη και τελειώνει με μια κραυγή, εκείνη της Ελένης (μια -πρέπει να πω- πολύ καλή, συγκινητική Αλεξάνδρα Αϊδίνη). Κραυγή απελπισίας του σκηνοθέτη αλλά και δική μας, για έναν αιώνα που μας έφερε τόσα κακά, τόσες κακουχίες, τόσες τραγωδίες. Κραυγή ταυτόχρονα και λύτρωσης, όπως η κραυγή του τυφλού Οιδίποδα ή του αλυσοδεμένου Προμηθέα.