Βασίλης Ραφαηλίδης*
Το Ταξίδι στα Κύθηρα ήταν μια περιήγηση στο ελληνικό κοιμητήρι των ιδανικὡν: Η Ελλάδα εκεί περιγραφόταν σαν ένας ου-τόπος, σαν μια ουτοπία στην πιο απόλυτη κυριολεξία, σαν μια χώρα στην οποία οι Έλληνες δεν έχουν πια το δικαίωμα να κατοικήσουν, αφού όλα έχουν καταληφτεί προ πολλού απ’ τους παντοειδείς δοσίλογους. Είναι οι «εθνικόφρονες» αυτοί που ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν τα κατάφεραν να σκεφτούν ελληνικά -και είναι αυτοί που κόπτονται για την «καθαρότητα του ελληνικού αίματος» παραμένοντας ολικά βρώμικοι.
Στο Ταξίδι στα Κήθυρα δεν είναι ο γέρο-Σπύρος αλλά η ελληνική Ιστορία αυτή που προσπαθεί να επιστρέψει στον τόπο της. Δεν θα επιστρέψει, όμως, γιατί δεν υπάρχει πια τόπος γι’ αυτήν στον τόπο της. Όπως πάντα ο πρόλογος και ο επίλογος της ελληνικής Ιστορίας θα γραφεί στην περιφέρεια: Στην Ιωνία, στον Πόντο. στη νότια Ρωσία, στην Αίγυπτο, στις πέντε ηπείρους όπου είναι σκορπισμένοι οι Έλληνες της διασποράς. Και στην Τασκένδη, που ήταν το τελευταίο ενδιαίτημα των παντα αστεγων στον τόπο τους ιδανικών. Ο γέρο Σπύρος, δημιουργός και φορέας της Ιστορίας του τόπου του, θα διωχθεί απ’ τον τόπο του και θα πεθάνει μέτοικος, γιατί ο τόπος του έχει προ πολλού γεμίσει εποίκους. Η εσωτερική κατοχή δεν τέλειωσε ποτε στην Ελλάδα. Που παραμένει μια χώρα υπερήφανη για την Ιστορία του αλλά μονο στην περίπτωση που η Ιστορία αυτή έχει γραφεί ηδη απο αλλους. Οι έποικοι δε γράφουν Ιστορία, αντιγράφουν την ήδη γραμμένη απ’ τους πεθαμένους και τους μέτοικους Ιστορία, που την οικειοποιούνται αναίσχυντα όταν χρειάζεται ν’ αποδείξουν την εγκυρότητα των τίτλων ιδιοκτησίας.
Σπύρος, επίσης, ονομάζεται κι ο Μελισσοκομος που έχει συγγένεια ιδεολογική και δραματσυργική πρώτου βαθμοὐ με το γέρο Σπύρο της προηγούμενης ταινίας. (Ασφαλώς δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματος των δύο συνονόματων ηρώων. Το Σπύρος κατάγεται ετυμολογικά απ’ το ρήμα σπέρνω, και εννοιολογικά παραπέμπει στο σπόρο, τη φύτρα, δηλαδή σε μια «δυνάμει ζωή» που θα γίνει «ενεργεία ζωή» όταν ο σπόρος βρεθεί στις κατάλληλες συνθήκες).
Ο Σπύρος-μελισσοκόμος (Μαρτσέλο Μαστρογιάννη) είναι κι αυτός ένας αυτοεξόριστος στον ίδιο του τόπο, που δεν έχει που να σταθεί γιατί δεν υπάρχει γι αυτόν τόπος στον τόπο του. Ο Σπύρος είναι κι αυτός κάτοικος της ου-τοπίας της προηγούμενης ταινίας. Όμως δεν θα ήταν δυνατό να επιστρέψει στον ουτοπικό τόπο του για τον απλό λόγο πως ήδη βρίσκεται σ’ αυτόν. Κι ωστόσο περιφέρεται συνεχώς με την ελπίδα πως θα βρει τόπο να σταθεί, μέσα στον ίδιο του τόπο, που ωστόσο δεν είναι ο δικός του. Το είπαμε: Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες. Ανήκει στους εξ Ελλήνων διιστορικών Κοτζαμπάσηδες, υπό την εσωτερική κατοχή των οποίων συνεχίζουμε να βρισκόμαστε. (Το ΠΑΣΟΚ δεν εξουδετέρωσε τους άρπαγες. Αντίθετα, στους παλιούς προσέθεσε και τους καινούργιους κλέφτες, για να συνεχιστεί έτσι η παράδοση του κοτζαμπασισμού).
Ο Σπύρος, λοιπόν, δεν είναι ένας απελπισμένος άνθρωπος που περιφέρεται προκειμένου να επιλέξει το νεκροταφείο του. Ο Σπύρος δεν είναι εξαρχής ένας υποψήφιος αυτόχειρας. Άλλωστε θα μπορούσε να αυτοκτονήσει χωρίς να βαδίσει το «δρόμο των λουλουδιών» ακολουθώντας τα μελίσσια του – και ακολουθούμενος απ’ αυτά. Η πορεία προς νότον είναι προκαθορισμένη απ’ τη φύση, πράγμα που αποκλείει και την περιπέτεια μόνο όταν δεν έχει προσχεδιαστεί επακριβώς. Μ’ αυτή την έννοια, το ταξίδι της κοπέλας είναι όντως μια περιπέτεια όχι, όμως, κι αυτό του Σπύρου.
Ο Σπύρος δεν θέλει να αυτοκτονήσει. Θέλει μόνο να φύγει από έναν τόπο που δεν νιώθει δικό του. Και φεύγει για να βρει το δικό του τόπο. Αλλά ο δικός του τόπος, αυτός που γνώριζε σαν παιδί, και που τότε του παρείχε την αναγκαία ασφάλεια, δεν υπάρχει πια. Όλος ο ζωτικός χώρος βρίσκεται μόνο στη μνήμη. Και η μνήμη είναι η Ιστορία που έχει τελεστεί και όχι η ιστορία που πρόκειται να τελεστεί. Ο Σπύρος περιέχεται σε αδιέξοδο γιατί ξέρει πως αυτός ο τόπος, ο τόπος του, δεν έχει πια Ιστορία: Τίποτα δεν εγγυάται την ιστορική συνέχεια σ’ έναν τόπο που δεν έχει παρόν αλλά μόνο παρελθόν. Έχει σπάσει πια ο κρίκος που ένωνε τις δυο άκρες της Ιστορίας (το παρελθόν και το μέλλον) και η Ιστορία νοείται τώρα μόνο σαν νεκρό παρελθόν. Ένδοξο μεν, νεκρό δε.
Ο Σπύρος περιφέρεται για να βρει τόπο να εναποθέσει το σπόρο του ώστε να βλαστήσει ξανά η Ιστορία. Όπως κι ο γερο-Σπύρος της προηγούμενης ταινίας, ο Σπύρος-μελισσοκόμος έχει συνείδηση της ιστορικής του διάστασης: Κάποτε πήρε μέρος στο φκιάξιμο της Ιστορίας του τόπου του. Αλλά τούτο το σισύφειο έργο δεν του αναγνωρίστηκε ποτέ. (Προφανώς ο μύθος της ταινίας αρχίζει πριν απ’ την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Αλλά και μετά ν’ άρχιζε, πάλι το ίδιο θα ‘ταν: Δεν είναι η αναγνώριση της αντίστασης αυτή που λείπει από τούτον τον τόπο. Λείπει η ικανότητα για αντίσταση. Σ’ ένα τόπο όπου κανείς πια δεν έχει διάθεση να αντισταθεί, θα μπορούσαμε να μαρμαρώσουμε, υπό μορφήν αγάλματος, όλους τους ακίνδυνους πλέον αντιστασιακούς).
Ο Σπύρος συνεχίζει να είναι ο αντιστασιακός που ήταν πάντα. Μόνο που τώρα την αντίστασή του τη νοεί όπως ο Κατσαρός στο Κατά Σαδδουκαίων: Δεν είναι ο εαυτός του αυτό που προσπαθεί να καταστρέψει ο Σπύρος, αλλά κάποιοι θεσμοί που τον έχουν ήδη καταστρέψει: Είναι η οικογένεια, είναι το επάγγελμα, είναι το βόλεμα αυτά που αρνείται τούτος ο παλιός αντάρτης. Φεύγει προς νότον, προς τα κει που βρίσκεται το πατρικό του σπίτι, παρόλο που δεν ξέρει πως δεν υπάρχει πια σπιτικό, ίσα ίσα για να επιβεβαιώσει το μάταιο μιας ανταρσίας, που δεν είναι παρά μια κατά μόνας εξέγερση.
Όπως και να ‘ναι, ο Σπύρος δεν είναι ένας απελπισμένος. Είναι ένας απογοητευμένος απ’ τη δυσλειτουργικότητα της Ιστορίας σ’ ένα τόπο, όπου όλοι δίνουν ραντεβού μαζί της και κανείς δεν πηγαίνει σ’ αυτό. Δεν είναι, λοιπόν, η Ιστορία που φταίει. Είναι ο άνθρωπος υποκείμενο, και ταυτόχρονα αντικείμενο, που αρνείται να πάρει μέρος στην Ιστορία κι αφήνεται στην παθητική ροή της. Σ’ αυτόν τον τόπον, όπου όλα τα ρολόγια μετρούν πια μόνο τον βιωμένο προσωπικό χρόνο, ο ιστορικός χρόνος μένει ακαταμέτρητος και ολοένα και περισσότερο ταυτίζεται με τον ουδέτερο μαθηματικό χρόνο. Ο Σπύρος προσπαθεί μάταια, γιατί είναι ολομόναχος, να πάει κόντρα σε τούτη την παθητικότητα του μαθηματικού χρόνου. Προσπαθεί να ξαναγράψει φαντασιακά, αλλά με τη βοήθεια μιας υπερφορτωμένης με φαντάσματα μνήμης (ο Θίασος συνεχίζει τις παραστάσεις του σε αίθουσες άδειες) μια Ιστορία που δεν είναι δυνατό να ξαναγραφεί: η Ιστορία δεν ξαναγράφεται – γράφεται. Αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να γράψει τώρα πια Ιστορία σ’ έναν τόπο πνιγμένο στην βαριά Ιστορία του.
Ο Σπύρος δε θα βρει τόπο να σπείρει σε μια χέρσα γη. Όπου όλα τα θερμοκήπια παράγουν αγγουράκια. Τελικά, τα αγριολούλουδα της ελληνικής υπαίθρου μόνο τις μέλισσες θα μπορούσαν να ταΐσουν. Η κοινωνία των μελισσών ευημερεί πάντα σ’ αυτόν τον τόπο. Εκείνο που δε λέει να ευημερήσει είναι η κοινωνία των ανθρώπων. και τούτο γιατί αυτή δε στηρίζεται στο «κοινωνικό ένστικτο», αφού τέτοιο ένστικτο υπάρχει μόνο σε κάποια έντομα, όπως οι μέλισσες και τα μυρμήγκια.
Ωστόσο, για το Σπύρο, η λειτουργική κοινωνία των μελισσών γίνεται το υποκατάστατο της δυσλειτουργικής κοινωνίας των ανθρώπων. Ό,τι έχασε μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, ο Σπύρος, θα προσπαθήσει να το επισημάνει στην κοινωνία των μελισσών: Τουλάχιστον η φύση υπάρχει και λειτουργεί προς το παρόν, μέχρι να την καταστρέψει κι αυτήν ολοσχερώς η κοινωνία των ανθρώπων. Η τελευταία καταφυγή σωτηρίας για τον απογοητευμένο απ’ τη λειτουργία του ανθρώπινου μυαλού άνθρωπο, είναι το πάντα ζωντανό ένστικτο, αυτό που κάνει τα ζώα να επιβιώνουν και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Η κοπέλα (Νάντια Μουρούζη) που συναντά πάνω στο «δρόμο των λουλουδιών» ο μελισσοκόμος, θα μπορούσε να είναι μια «βασίλισσα των μελισσών», όμοια μ’ αυτήν που περιέγραψε ο Φερρέρι στην ομότιτλη ταινία του. Όμως είναι μόνο μια πεταλουδίτσα άγονη, πεταγμένη έξω απ’ την παραγωγή, μ’ ένα ένστικτο που δεν υπηρετεί την παραγωγή, όπως αυτό των μελισσών, αλλά μόνο την επιβίωση. Η κοπέλα δεν έχει όνομα στην ταινία – και δεν υπάρχει λόγος να έχει: Είναι η συνείδηση αυτή την οποία δίνουμε ονόματα, κι όχι ασυνείδητο. Στην κοπέλα, λοιπόν, προς το παρόν λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης, κι αυτό είναι που την κάνει να παρεμβάλλεται συνεχώς στην πορεία του Σπύρου, του μόνου ανθρώπου που δεν θέλησε να της κάνει κακό. Όμως, το ένστικτο της επιβίωσης ανήκει στη ζωώδη πλευρά του ανθρώπου.
Κι απ’ αυτή την άποψη, η κοπέλα είναι μια μέλισσα – όχι πάντως μια βασίλισσα των μελισσών – σε αναζήτηση κυψέλης. Που δεν θα τη βρει, τελικά, γιατί τα ζώα, πέραν του ενστίκτου της επιβίωσης, διαθέτουν και ένα ένστικτο προσανατολισμού που τα κάνει να βρίσκουν πάντα το δρόμο τους. Και η κοπέλα δεν μπορεί να βρει το δρόμο της, που καταλήγει πάντα κάπου. Και γι’ αυτό βρίσκεται μόνιμα σ’ έναν δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά. Ο δρόμος είναι γι’ αυτήν η αρχή μιας πορείας που είναι ταυτόχρονα και το τέλος της. Κι ένας τέτοιος δρόμος δεν είναι παρά ένα αδιέξοδο.
Για την κοπέλα, λοιπόν, έχει χαθεί και η κοινωνία των ανθρώπων και οι «κοινωνία» των ζώων. Κινούμενη στο περιθώριο της κοινωνίας δεν μπορεί να ζήσει σαν ζώο. Κι αυτό γιατί η κοπέλα, όντας νέα, δεν έχει την αναγκαία για την προσωπική μας ιστορία μνήμη που είναι η Ιστορία. Η κοπέλα είναι και ανιστόρητη και ανιστορική: Δεν την βαραίνει η Ιστορία του τόπου της, όπως το Σπύρο, γιατί δεν έχει βιώσει την Ιστορία, αλλά και αρνείται την διά της γνώσης ιστορικότητα που θα την επανέντασσε στην κοινωνία των ανθρώπων. Όπως όλοι οι περιθωριακοί, η κοπέλα της φιλμικής ιστορίας κρατιέται έξω απ’ το περιθώριο της Ιστορίας, συνεπώς και του ιστορικού χρόνου. Άλλωστε γι’ αυτήν δεν υπάρχει ούτε καν ο μαθηματικός χρόνος – ο χρόνος του ρολογιού – που είναι η αναγκαία προϋπόθεση για συνειδητοποίηση της έννοιας της αλλαγής, συνεπώς και της ιστορικότητας, που δεν είναι παρά μια συνεχής αλλαγή και μια αδιάκοπη διαφοροποίηση, που στο κοινωνικό επίπεδο οδηγεί αναγκαστικά στη διαιώνιση της κοινωνικής ομάδας. Το τραγικό πρόσωπο, συνεπώς, της φιλμικής ιστορίας δεν είναι ο Σπύρος, αλλά η κοπέλα.
Ο Σπύρος, που όπως είπαμε δεν έχει προαποφασίσει την αυτοκτονία του, θα πάρει αυτή την απόφαση μόνο όταν διαπιστώσει τη χρεωκοπία του «κοινωνικού ενστίκτου»: Η κοπέλα θα τον εγκαταλείψει στο τέλος, που σημαίνει πως θα πάψει να ενεργεί σαν μέλισσα που τρυγάει τη γύρη όπου τη βρει. Η πίστη του Σπύρου στο ένστικτο, την τελευταία καταφυγή των απογοητευμένων, θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Η «κοινωνία των μελισσών» που υπηρετεί τώρα και στην οποία έχει καταφύγει το παλιό του όραμα για μια λογική διευθέτηση των κοινωνικών συγκρούσεων, θα αποδειχτεί μη λειτουργική και αυτή. Άλλωστε, η κοινωνία των ανθρώπων δεν θα ήταν δυνατό να λύσει τα προβλήματα της με το ένστικτο. Γιατί, η κοινωνία των ανθρώπων δεν είναι φύση. Είναι η εκλογικευμένη οικειοποίηση, για λογαριασμό του ανθρώπου, των δεδομένων της φύσης.
Στο φινάλε της ταινίας είναι η φύση αυτή που θα σκοτώσει τον Σπύρο: Δεν αυτοκτονεί με περίστροφο, ή με κάποιον άλλο «παραδοσιακό» τρόπο. Αφήνεται να σπαραχτεί απ’ τη φύση, γιατί έπαψε να πιστεύει πια σ’ αυτήν. Όπως σ’ όλους τους ρομαντικούς, ο «δρόμος των λουλουδιών» δεν είναι παρά ο δρόμος προς τον τάφο. Ο «δρόμος των λουλουδιών» είναι μόνο για τις μέλισσες. Και για όσους απ’ τους ποιητές θα μπορούσαν να τον βαδίσουν φαντασιακά. Αλλά ο Σπύρος δεν είναι ποιητής. Ποιητής είναι μόνο ο Αγγελόπουλος που δημιούργησε το Σπύρο ποιητική αδεία και χωρίς καμιά, μα απολύτως καμιά πρόθεση ρεαλιστικής αληθοφάνειας. Το ποιητικό ημερολόγιο του Σπύρου, που διακόπτει τη φιλμική αφήγηση, δεν το έχει γράψει σύμφωνα με τα προστάγματα του ρεαλισμού ο ήρωας της ταινίας. Το έχει γράψει ο δημιουργός του ήρωα της ταινίας Θόδωρος Αγγελόπουλος. και εκφωνείται με τρόπο τέτοιο, που να μη μένει η παραμικρή αμφιβολία στο θεατή πως είναι ένα εκτός δράσης ιντερμέτζο που χωρίζει τις σεκάνς.
Λοιπόν, η πρώτη μέλισσα που θα τσιμπήσει το Σπύρο είναι η κοπέλα, τούτο το ξεκομμένο απ’ το σμήνος έντομο. Εκεί που έτεινε να την αποδεχτεί σαν την προσωποποίηση της ελευθερίας, που αυτός δεν είχε ποτέ, ούτε στο προσωπικό ούτε στο κοινωνικό επίπεδο, διαπιστώνει ξαφνικά πως τούτη η ελευθερία, η ξεκομμένη απ’ το διαλεκτικό της εννοιολογικό δίπολο, που είναι η αναγκαιότητα, δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχής της σκλαβιάς. Συνεπώς, μια άλλη εκδοχή της σκλαβιάς είναι και η πίστη στο Πνεύμα των μελισσών, για να θυμηθούμε τον Ισπανό Ενρίκες. Τέτοιο πνεύμα δεν υπάρχει. Κι αν υπήρχε δε θα ήταν αυτό που θα επιθυμούσε να βρει ο Σπύρος βαδίζοντας στο «δρόμος των λουλουδιών». Γιατί ο Σπύρος συνεχίζει να πιστεύει στην κοινωνία των ανθρώπων. Αλλά η κοινωνία των ανθρώπων έχει γεμίσει πια από έντομα. Πώς να ζήσει κανείς σ’ ένα κόσμο εντόμων; Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι γιατί αυτοκτόνησε ο Σπύρος, αλλά γιατί δεν αυτοκτονήσαμε ακόμα όλοι εμείς που συνεχώς ψάχνουμε για ανθρώπους και συνεχώς πέφτουμε πάνω σε σμήνη εντόμων.
*Εφημερίδα «Έθνος» 30.11.1986