Μπάμπης Συριόπουλος
Το βιβλίο του Διονύση Τζαρέλλα Συμβολή σε μια κριτική θεωρία του Κράτους (εκδόσεις ΚΨΜ) παρουσιάζει τις θέσεις του Μαρξ για το κράτος και το ρόλο του στην πάλη των τάξεων. Ταυτόχρονα τοποθετείται σε μια σειρά πολιτικών ερωτημάτων στο φως της σημερινής πραγματικότητας της κρίσης και της μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας. Για τον συγγραφέα το κράτος είναι όντως εργαλείο της αστικής τάξης όπως διακηρύσσουν οι Μαρξ-Λένιν, όχι όμως ουδέτερο, «άψυχο», αλλά ένας υλικός μηχανισμός με σχετική αυτοτέλεια, υποτιθέμενος εκφραστής του «γενικού συμφέροντος» της κοινωνικής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων.
Πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις «ΚΨΜ» το βιβλίο του Διονύση Τζαρέλλα Συμβολή σε μια κριτική θεωρία του Κράτους και υπότιτλο Οικονομία & Πολιτική στην αστική κοινωνία. Το θέμα του βιβλίου είναι «η σχέση πολιτικής και οικονομίας στη μαρξική θεωρία και η συμπύκνωσή της στις μορφές του αστικού κράτους, ιδίως τη στιγμή της κρίσης του κοινωνικού σχηματισμού».
Η έκθεση των αντιλήψεων του Μαρξ εστιάζει στα φιλοσοφικά και πολιτικά κείμενά του της δεκαετίας του 1840, στα ιστορικά έργα του (Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία) αλλά διατρέχει το σύνολο της σκέψης του. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο σύγχρονο καπιταλισμό της κρίσης, της ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και των «Κρατών Έκτακτης Ανάγκης» (ΚΕΑ).
Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον Μαρξ όχι ως έναν ουδέτερο, «ψυχρό» κοινωνιολόγο, αλλά ως αυτό που ήταν, ένα στοχαστή της «χειραφέτησης», της «επαναγωγής του ανθρώπινου κόσμου, των σχέσεων, στον ίδιο τον άνθρωπο». Η παρουσίαση των θέσεων του Μαρξ δεν είναι καθόλου αποστειρωμένη από τα θεωρητικά ερωτήματα που είχαν τεθεί εξαρχής αλλά που διχάζουν πολιτικά και σήμερα. Αντιμετωπίζει την περίφημη σχέση βάσης-εποικοδομήματος ως μεθοδολογικό εργαλείο του Μαρξ με πολιτική σημασία. Η κριτική της «οικονομίας», της «κοινωνίας των ιδιωτών», του κόσμου της ατομικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης είναι το αναγκαίο στοιχείο κάθε απελευθερωτικού προτάγματος. Η πρωταρχικότητα της «οικονομίας» αποκαλύπτει την υλική παραγωγική βάση της κάθε κοινωνικής οργάνωσης, είναι το κρυμμένο μυστικό του αστικού «φετιχισμoύ του κράτους», της αφαίρεσης της πολιτικής από την οικονομία. Οι παραγωγικές σχέσεις δεν αποφασίζουν για τους ανθρώπους, θέτουν όμως τους αντικειμενικούς περιορισμούς που ένα ιστορικό υποκείμενο μπορεί να υπερβεί «με τη συνειδητή δράση, με την ικανότητά του να αρνείται τη δεδομένη πραγματικότητα». Η υλική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας είναι το αντικειμενικό στοιχείο της επαναστατικής δυναμικής του προλεταριάτου. Ο συγγραφέας απορρίπτει την οικονομίστικη αιτιοκρατία που αποδίδεται στους Μαρξ-Ένγκελς, αντίθετα όπως γράφει «αναδεικνύουν την τραγικότητα της ιστορίας, η υπέρβαση της οποίας απαιτεί τη συνειδητή δράση των υποκειμένων».
Ο συγγραφέας αναζητά τα αίτια για τις δυσκολίες στην αντικαπιταλιστική συνείδηση του σύγχρονου προλεταριάτου στις σημερινές συνθήκες όπου «η εργασία μοιάζει να εξαφανίζεται μπροστά στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου»
Ένα άλλο πολυσυζητημένο θέμα που τίθεται είναι ο ρόλος του καπιταλιστικού κράτους. Είναι (ουδέτερο;) εργαλείο της αστικής τάξης ή μια συμπύκνωση του εκάστοτε ταξικού συσχετισμού με «σχετική αυτοτέλεια» από το κεφάλαιο; Για τον συγγραφέα το κράτος είναι όντως εργαλείο της αστικής τάξης όπως διακηρύσσουν οι Μαρξ-Λένιν, όχι όμως ουδέτερο, «άψυχο», αλλά ένας υλικός μηχανισμός με σχετική αυτοτέλεια, υποτιθέμενος εκφραστής του «γενικού συμφέροντος» της κοινωνικής αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Η αυτοτέλειά του κινείται απαρέγκλιτα εντός της αστικής ιδιοκτησίας. Λόγω της σχετικής του αυτοτέλειας ενοποιεί την αστική τάξη και εκφράζει ιδεατά τους εκμεταλλευόμενους. Άρα είναι εργαλείο με την αυτοτέλειά και τη «βούλησή» του, ακριβώς γιατί αυτό χρειάζεται το κεφάλαιο για την κοινωνική αναπαραγωγή του, γι αυτό ακριβώς και δεν μπορεί να το πάρει στα χέρια της η εργατική τάξη και να το αξιοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Αυτή η συζήτηση δεν έχει καθόλου ακαδημαϊκό χαρακτήρα όπως θα νόμιζε κάποιος. Αρκεί να σκεφτούμε τα διλήμματα στην αριστερά και στο κίνημα, με αφορμή την πανδημία και όχι μόνο, σχετικά με το ένα ή το άλλο κυβερνητικό μέτρο και πόσο εκφράζει πανκοινωνικές ανάγκες που υπερβαίνουν τις ταξικές αντιθέσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κομμάτι του βιβλίου για τον καπιταλισμό στο φως των σύγχρονων εξελίξεων. Ο συγγραφέας δεν θεωρεί καθόλου τον μαρξισμό ξεπερασμένο ή αναρμόδιο να αναμετρηθεί με τα ερωτήματα του καιρού μας. Ο σύγχρονος καπιταλισμός με την πρωτοκαθεδρία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι η «λογική εξέλιξη» της επέκτασης της κεφαλαιακής σχέσης στη μέγιστη απόσπασή της από την παραγωγή αξιών χρήσης. Ο νεοφιλευθερισμός «μπορεί να γίνει κατανοητός ως αντεπανάσταση του κεφαλαίου απέναντι στους κοινωνικούς περιορισμούς της αστικής μεταπολεμικής δημοκρατίας». Ο συγγραφέας αναζητά τα αίτια για τις δυσκολίες στην αντικαπιταλιστική συνείδηση και δράση του σύγχρονου προλεταριάτου στις σημερινές συνθήκες όπου «η εργασία μοιάζει να εξαφανίζεται μπροστά στην αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου και πολιτικά οι κοινωνικές τάξεις αναπλάθονται σαν ποσοτικές εκδοχές της αστικής τάξης, που διαφέρουν μόνο στο ύψος των περιουσιακών τους στοιχείων». Με αυτό τον τρόπο «το αστικό συμφέρον αναπαράγεται αδιαμεσολάβητα ως γενικό στο πολιτικό πεδίο». Έτσι η «κοινωνία των ιδιωτών» καταλαμβάνει την πολιτική και το κράτος. Αυτή η «πολιτικότατη διαδικασία» με βάση κρατικές αποφάσεις είναι και η βάση του σύγχρονου ΚΕΑ. Τα φαινόμενα του υποβιβασμού του κοινοβουλίου, της σχετικοποίησης της νομιμότητας, της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας ως ουσιαστικά στοιχεία της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας εκεί εδράζονται και όχι στην κυριαρχία αυτού ή του άλλου αστικού κόμματος.
Ο Διονύσης Τζαρέλλας αναμετριέται με τα ερωτήματα για το ρόλο του σύγχρονου προλεταριάτου ως επαναστατικού υποκειμένου, με τον πεσιμισμό της σχολής της Φρανκφούρτης, με την οπτική της «εργατικής αυτονομίας» καθώς και με τις αντιλήψεις του Νέγκρι και του Γκορζ. Απορρίπτει «την αυταπάτη για τη δυνατότητα ύπαρξης απελευθερωμένων νησίδων, που συσκοτίζει το αδιαίρετο της κρατικής κυριαρχίας και περιορίζει το χειραφετητικό πρόταγμα στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας». Το σύγχρονο προλεταριάτο συμπυκνώνει πάντα την αρνητικότητα στον κόσμο του κεφαλαίου στο έδαφος της υλικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με το συγγραφέα «κάθε επαναστατικό σχέδιο υπέρβασης της αστικής κοινωνίας εκφυλίζεται σε ανώδυνη ρητορική, αν δεν καταφέρει να συντρίψει τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης του προλεταριάτου…».
Το βιβλίο είναι όχι μόνο μία έκθεση των μαρξικών αντιλήψεων για το κράτος, αλλά και μία ψύχραιμη αποτύπωση της πολιτικής κυριαρχίας της «αγίας αγοράς» σήμερα, όχι για την αποδοχή της αλλά για την επαναστατική ανατροπή της.