Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Οι Steven Levitsky και Daniel Ziblat, συγγραφείς του βιβλίου Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες (Εκδόσεις Μεταίχμιο), δεν είναι ιδεολογικοί αντίπαλοι της αστικής δημοκρατίας ούτε του οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, του οποίου αποτελεί εποικοδόμημα. Παραδέχονται, ωστόσο, την προϊούσα ροπή της προς την αυταρχικοποίηση, αφού αναιρούνται στοιχειώδεις αρχές και θεσμοί της αστικής δημοκρατίας, με διατήρηση της κοινοβουλευτικής μορφής.
Οι συγγραφείς δεν υιοθετούν την ανάγκη ιστορικής υπέρβασης της αστικής δημοκρατίας, ωστόσο, την υποβάλλουν σε δριμεία κριτική, με στόχο όμως την προστασία της και την υπέρβαση των λαθών και δομικών αδυναμιών της. Τα συμπεράσματα και τα στοιχεία της ανάλυσης είναι πολύτιμα και για τη μαρξιστική σκέψη. Βασική θέση τους είναι ότι, ενώ κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, στην εποχή μας σπανίζουν. Επικρατούν άλλες μορφές λιγότερο δραματικές, αλλά εξίσου μοιραίες για την αστική δημοκρατία. Κυριαρχεί το φαινόμενο θανάτου της δημοκρατίας όχι στα χέρια ενός στρατηγού στασιαστή, αλλά ενός εκλεγμένου ηγέτη, προέδρου ή πρωθυπουργού, ο οποίος υποσκάπτει και τελικά ακυρώνει τις διαδικασίες, χάρη στις οποίες ανέλαβε την εξουσία, διατηρώντας ένα θεσμικό κέλυφος, που έχει το όνομα δημοκρατία, χωρίς να είναι δημοκρατία. Οι συγγραφείς θαρραλέα αναγνωρίζουν και εξηγούν αυτό το φαινόμενο, αλλά θεωρούν ότι η παρακμή της αστικής δημοκρατίας δεν είναι αναπόφευκτη. Γι αυτό, ορίζουν κριτήρια και ασφαλιστικές δικλείδες για την ανάταξη και τη σωτηρία της.
Το συμπέρασμα των συγγραφέων είναι ότι στις μέρες μας η παρακμή, η αποψίλωση της δημοκρατίας αρχίζει από την κάλπη
Οι συγγραφείς φρονούν ότι ο θάνατος της δημοκρατίας μπορεί να αποφευχθεί, αν πολιτικοί και πολίτες σεβαστούν ορισμένες αρχές, που θεωρούν σύμφυτες με την εύρυθμη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας. Αυτές συνοψίζονται στο ότι η κομματική αντιπαλότητα δεν ξεπερνά ορισμένα όρια, ότι υπάρχει αυτοσυγκράτηση των πολιτικών, ώστε να μην πολώνονται οι αντιθέσεις, ότι, ενώ η αμερικανική κοινωνία είχε κάνει σοβαρά βήματα στην κατεύθυνση της φυλετικής ισότητας, η μεγάλη αύξηση της πολυφυλετικότητας και πολυπολιτισμικότητας, στα πλαίσια μάλιστα ενός εντεινόμενου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, ενισχύουν τις αντιδραστικές φωνές, που τροφοδοτούν περαιτέρω την πόλωση.
Οι συγγραφείς θεωρούν ότι η πολιτική πόλωση είναι, κατά κανόνα, η αιτία θανάτου των δημοκρατιών, παραπέμποντας σε μεγάλο αριθμό ιστορικών παραδειγμάτων.
Κομβικό στοιχείο στην αντίληψή τους αποτελεί η θέση ότι μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν είναι οι στρατιωτικοί που πρωταγωνιστούν στην κατάλυση της δημοκρατίας, με σπάνιες και τριτοκοσμικές εξαιρέσεις, αλλά οι ίδιοι οι εκλεγμένοι ηγέτες. Το συμπέρασμα τους είναι ότι στις μέρες μας η παρακμή, η αποψίλωση της δημοκρατίας αρχίζει από την κάλπη. Επισημαίνουν ότι οι δημοκρατίες θα επιβιώσουν, μόνο αν αποφασίσουν να υπερασπιστούν τις αρχές και τα ιδεώδη τους.
Οι συγγραφείς έχουν κατασκευάσει ένα μοντέλο εξιδανικευμένης αστικής δημοκρατίας, επηρεασμένοι κυρίως από την εποχή της κεϊνσιανής διαχείρισης, όταν τα καύσιμα της ανάπτυξης και ο φόβος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» υποχρέωσαν τους καπιταλιστές να προχωρήσουν σε ορισμένες παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα.
Ωστόσο, η εξιδανικευμένη αστική πολιτεία είναι απατηλό όνειρο. Από τον χαρακτήρα της, παρά τις διαφοροποιήσεις της, αποτελεί επιτροπή διαχείρισης των υποθέσεων της αστικής τάξης, όπως έλεγε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, η όξυνση του ανταγωνισμού, η ανάγκη ισχυρότερης εκμετάλλευσης και χειραγώγησης των λαϊκών μαζών, οδηγούν αναπότρεπτα την αστική δημοκρατία στον εκφυλισμό, ακόμη και όταν το τιμόνι της διακυβέρνησης κατακτούν οι «προοδευτικές» αστικές δυνάμεις.