Μαριάννα Τζιαντζή
Ο Τάκης Μουσαφίρης, που πέθανε την περασμένη εβδομάδα στα 83 του χρόνια, είναι πασίγνωστος ως ο συνθέτης των μεγάλων (και πάμπολλων) επιτυχιών του ’70 και του ’80, ενώ τα τραγούδια του ερμήνευσαν μεγάλες λαϊκές φωνές της ίδιας περιόδου (Μητροπάνος, Διονυσίου, Πίτσα Παπαδοπούλου κ.ά.). Όμως ο Μουσαφίρης ήταν και κάτι παραπάνω: ένας ευαίσθητος, καλλιεργημένος και ταυτόχρονα λαϊκός άνθρωπος. Μεγαλωμένος σε φτωχογειτονιά, όμως είχε σπουδάσει μουσική, ήξερε ξένες γλώσσες, διάβαζε αδιάκοπα, είχε ανεξάντλητη φαντασία και δίψα για μάθηση. Δεν ήταν παρατηρητής του λαού, αλλά ζούσε μέσα στον λαό, τον σεβόταν και τον αφουγκραζόταν: «Πώς να σ’ αρέσουν τα λαϊκά τραγούδια / αφού δεν ένιωσες τον πόνο από παιδί; / Πώς να σ’ αρέσουν, πες μου πώς να σ’ αγγίξουν / αφού δεν πλήρωσες με αίμα τη ζωή».
Ωστόσο, τα τραγούδια του δεν αγαπήθηκαν μόνο απ’ όσους «πλήρωσαν με αίμα τη ζωή» αλλά και από τους «χορτασμένους» της δεκαετίας του ’80, ήταν τραγούδια «και του λιμανιού και του σαλονιού». Δεν έγιναν σημαία μόνο των κατατρεγμένων αλλά κι εκείνων που γλεντούσαν και ξόδευαν στις μεγάλες πίστες. Κι αυτό συνέβη γιατί απηχούσαν και το κλίμα της εποχής, όταν πίσω από την τεχνητή λάμψη της νύχτας κρύβονταν τα φαντάσματα της μετακατοχικής φτώχειας και της πληγής της μετανάστευσης. Κυρίως, όμως, τα τραγούδια του αγαπήθηκαν γιατί ήταν συναισθηματικά και όμορφα, τραγούδια που έμεναν στη μνήμη και μπορούσε κανείς να τα τραγουδήσει και να τα χορέψει. Ο ίδιος έλεγε ότι ο «Ταξιτζής» είναι ένα από τα δέκα καλύτερα ζεϊμπέκικα όλων των εποχών, ότι χορεύεται πολύ ωραία γιατί έχει «πατήματα».
Το πλήθος των τραγουδιών του Τάκη Μουσαφίρη εντυπωσιάζει: ο ίδιος τα υπολόγιζε γύρω στα χίλια! Πολλά από αυτά ξεχάστηκαν και θα ξεχαστούν, όμως κάποια θα μείνουν και θα συγκινούν, όπως τα «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις», «Εγώ ο ξένος», «Μάνα μου», το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» και άλλα — κι αυτό δεν είναι λίγο.
«Το τραγούδι, μετά τη γλώσσα, είναι το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο», έλεγε ο Τάκης Μουσαφίρης στον Πάνο Γεραμάνη
Σήμερα δεν «πληρώνουμε με αίμα τη ζωή». Τουλάχιστον όχι όλοι. Την πληρώνουμε όμως με φόβο, με ανασφάλεια, με αγανάκτηση, με τις κοινωνικές σχέσεις μας ακρωτηριασμένες. Σήμερα δεν χρειάζεται να τραγουδήσουμε «και βάψ’ τον ήλιο με μαύρο χρώμα». Άλλοι τον βάφουν μαύρο για λογαριασμό μας. Ωστόσο, όπως έλεγε ο ίδιος ο Μουσαφίρης στον Πάνο Γεραμάνη, «το τραγούδι, μετά τη γλώσσα, είναι το πιο δυνατό πράγμα στον κόσμο». Κι αυτό το «δυνατό πράγμα» σήμερα απουσιάζει ή κακοποιείται στις ανεκδιήγητες τηλεοπτικές βεγγέρες όπου παρουσιαστές και καλεσμένοι υποκρίνονται ότι διασκεδάζουν και μας προσκαλούν να διασκεδάσουμε κι εμείς.
Ίσως ο χείμαρρος των μεγάλων επιτυχιών του Μουσαφίρη να σηματοδοτεί και το ψυχορράγημα του λαϊκού τραγουδιού. Το κλασικό λαϊκό τραγούδι, όπως αυτό άνθησε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν υπάρχει πια κι ας γράφονται κατά καιρούς αξιόλογα κομμάτια. Η νεοφιλελεύθερη αφασία, στην ιδεολογική, την τηλεοπτική και την ιντερνετική μορφή της, σαρώνει τα πάντα.
«Αν δεν υπήρχαν τα κουτουκάκια / πού θα ξημέρωνα; / Κι αν δεν υπήρχαν τα φιλαράκια / θα σε μαχαίρωνα»
(φυσικά η τελευταία λέξη δεν είναι προτροπή σε φόνο).
Ποια φιλαράκια, ποια κουτουκάκια. Ντελιβερι και κλικ αγουέι η ζωή μας. Ποιοι λαϊκοί δημιουργοί θα τραγουδήσουν τον σύγχρονο πόνο, τα σύγχρονα αδιέξοδα, τη σύγχρονη οργή;