Ποιήματα, εκδόσεις λεξίτυπον, Αθήνα , Μάιος 2020
Την ποίηση της Ξένης Μητσοβασίλη διαπερνά καθοριστικά ο καημός για τον θάνατο του μονάκριβου γιου της, αλλά δένεται και με την πίκρα και την απογοήτευση για τον άθλιο κόσμο που ζούμε.
Αλλού πάει «ως την άκρια του γκρεμού» και ζητά λύτρωση «απ’ τα καθημερινά πάθια της ζωής». Μοιάζει να νιώθει ενοχή που ζει. Για το παιδί της «ήρθε η άνοιξη μαυροφορεμένη». Απεναντίας, η μάνα ζει υποταγμένη στο ένστικτο της ζωής «και ζω η μαύρη σκύλα, ζω… υποταγμένη σε κειο το τέρας, στο ένστικτο της ζωής». Απεγνωσμένα, αλλά μάταια, παρακαλεί: «και συ φεγγάρι μου αστραφτερό φέρε το γιο μου πίσω».
Μια φωνή μέσα της της εμπνέει θάρρος, αντίσταση στον αδυσώπητο πόνο του θανάτου «στάσου ορθή, περήφανη, σκληρή … σα μαρμαρένιο μνήμα».
Παρά τις πληγές που έχει ανοίξει στην ψυχή της ο πόνος, αντέχει: «και συ περπάταγες ορθή». Αλλού δυναμικά ξεπερνά τον πόνο: «δεν έκλαψα, δεν φώναξα, φόρεσα το χαμόγελό της φωτιάς και περι-πατούσα αγνοώντας τα πάθια της ζωής και του θανάτου».
Πηγή απ’ όπου αντλεί παρηγοριά και δύναμη είναι το μίσος της για τους «τύραγνους πλουτοκράτες», η ευχή και κατάρα που τους εκτοξεύει : «ως πότε θα λιάζετε τ’ αχαμνά σας πάνω στη δυστυχία!…». Η Ξένη παρά τον πόνο που καίει τα σωθικά της, τον ξεπερνάει με το όραμα ενός άλλου κόσμου όμορφου, δίκαιου και με τον αγώνα της γι΄ αυτόν τον κόσμο. Καταριέται τον πλανήτη γη που «πνίγεται μεσ’ στην αιματοπλημμύρα… και στις άναρθρες κραυγές των παιδιών».
Στο ποίημα «Τύραγνοι πλουτοκράτες» η αγωνιστική αισιοδοξία την λυτρώνει:
«ο ήλιος άραξε
στάθηκε στη βουνοκορφή
οι φωτεινές ακτίνες του
έδιωξαν το σκοτάδι».
Δημήτρης Γρηγορόπουλος