Δέσποινα Κουτσούμπα
Η υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη ζέχνει από παντού. Για τι να πρωτομιλήσουμε; Για τα «σχολεία της αριστείας» που άφησαν απροστάτευτους τους μαθητές και τις μαθήτριες επί χρόνια; Για τους καθηγητές πανεπιστημίου που τον εξυμνούσαν; Για την κυβέρνηση που του ανέθεσε το Εθνικό Θέατρο χωρίς καμία διαδικασία; Για τους δημοσιογράφους που του εύχονταν «καλή δύναμη» μέχρι χθες;
Η μαρτυρία του Βασίλη Κ. και η μηνυτήρια αναφορά για βιασμό 14χρονου έφεραν στο φως την αλήθεια για τη δράση του Δημήτρη Λιγνάδη. Σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες μαρτυρίες, τόσο αυτές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας όσο και αυτές που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, συντίθεται όλη η εικόνα: από το 1990 ως υπεύθυνος της θεατρικής ομάδας του Αρσακείου, μετέπειτα και του Κολεγίου και από το 1999 ως καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ο Δ. Λιγνάδης εκμεταλλεύτηκε τη θέση του «δασκάλου» για να προσεγγίζει έφηβες και έφηβους ή μετέφηβους και νέους και να τους κακοποιεί σεξουαλικά. Άλλοτε εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητά του να καθοδηγεί τα θύματά του και άλλοτε με εξαναγκασμό. Το ζήτημα, όμως, ξεπερνά την περιγραφή συγκεκριμένων περιπτώσεων –που είναι εκατοντάδες– και ανοίγει άλλα βασικά ερωτήματα.
Ο Δ. Λιγνάδης δεν ήταν μόνος. Τον Δ. Λιγνάδη προστάτευσε ένα ολόκληρο σύστημα, ώστε να δρα ανενόχλητος επί 30 χρόνια. Ώστε να κυκλοφορεί με το προσωνύμιο «ο παιδεραστής» στους θεατρικούς χώρους κι όμως να συνεχίζει ανενόχλητος την καριέρα του! Για να το πούμε με δικά του λόγια: «Σίγουρα δεν θα μιλούσα έτσι, αν δεν είχα φτιάξει το στάτους που έχω σήμερα. Έχω φτάσει, όμως, σε μια ηλικία που ακόμη και να κατουρήσω πάνω στη σκηνή θα πουν “μμμ, τι τόλμη ο Λιγνάδης”». Ή να αυτοπαρουσιάζεται, στη συνέντευξη τύπου για το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, ως «τερατική διπλή υπόσταση», με «ανήλικο» και «ενήλικο» εαυτό μπροστά στους εκστασιασμένους δημοσιογράφους που αναπαρήγαγαν το «ψυχογράφημα» έμπλεοι ενθουσιασμού.
Το πραγματικό ψυχογράφημα του Λιγνάδη, όπως και οι εγκληματικές πράξεις του, ευτυχώς πλέον, θα πάρουν τον δρόμο της δικαιοσύνης και θα κριθούν από τους πλέον ειδικούς. Όσοι όμως έχουν την ευθύνη για την επί 30 χρόνια συγκάλυψη της δράσης του, όσοι ήταν συνεργοί του, όσοι έστησαν τους μηχανισμούς εκείνους που ανάγκαζαν επί τόσα χρόνια τα εκατοντάδες θύματα να μη μιλάνε, έχουν την ίδια και μεγαλύτερη ευθύνη.
Η πρώτη και σημαντικότερη ευθύνη είναι στη Διοίκηση του Αρσακείου και στον επί δεκαετίες Διευθυντή του Γ. Μπαμπινιώτη. Είναι τρομαχτικό ότι το (ιδιωτικό) σχολείο που διαφημίζει τον εαυτό του ως «άψογο» και «φυτώριο αρίστων», ανέχτηκε τη δράση του Δ. Λιγνάδη επί πολλά χρόνια. Είναι αδιανόητο ότι ένας εκπαιδευτικός οργανισμός δεν μπορούσε να εντοπίσει και να διώξει καθηγητή (όχι μόνο έναν!) που επί 10 χρόνια ήταν γνωστό ότι έκανε «σχέσεις» με μαθητές και μαθήτριές του. Είναι ακόμη χειρότερο ότι ανήλικοι μαθητές και μαθήτριες δεν αισθάνονταν την ασφάλεια, ώστε να μιλήσουν για τα περιστατικά αυτά. Όποιος μιλούσε γινόταν «εχθρός του σχολείου». Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο!
Εκπαιδευτικός οργανισμός είναι και η Δραματική Σχολή του (δημόσιου) Εθνικού Θεάτρου, που διαχρονικά επίσης «δεν κατάλαβε τίποτα». Με ένα κενό στα έτη 2014-2016, ο Δ. Λιγνάδης δίδασκε στη σχολή από το 1999 και συμμετείχε στην επιτροπή των εξετάσεων. Όχι μόνο δεν εθίγη ποτέ ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τη θέση του αυτή, αλλά επιπλέον έγινε με χαρά δεκτός ως διορισμένος Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Μια ένδειξη ότι η σεξουαλική βία θεωρούνταν κανονικοποιημένη στον μεγαλύτερο καλλιτεχνικό οργανισμό της χώρας. Κι ότι οι δημόσιες σχέσεις και οι διασυνδέσεις ήταν πιο σημαντικές για τις θεατρικές σκηνές, ακόμη και από τα εγκλήματα του ποινικού δικαίου…
Προφανώς όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν χωρίς τη διαχρονική εύνοια του πολιτικού συστήματος, που περιλαμβάνει λ.χ. υπουργούς του ΠΑΣΟΚ, όπως τη στενή του φίλη Ε. Κούρκουλα και τον Ε. Βενιζέλο, τον στενό του φίλο και υποψήφιο της ΝΔ Κ. Μαρκουλάκη, την καλή του σχέση με τη Λ. Κονιόρδου που διετέλεσε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, και φτάνει ως πρόσφατα, στον Κ. Μητσοτάκη και τη Λ. Μενδώνη που επέλεξαν να τον τοποθετήσουν στο Εθνικό Θεατρο για «λόγους δημοσίου συμφέροντος», με τις επευφημίες του «υπερκομματικού» υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Παπαδήμου κ. Γ. Μπαμπινιώτη!
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, η δημοσιογραφία. Το πολιτιστικό ρεπορτάζ που έσπευσε να τον εκθειάσει, να παρουσιάσει ως κορυφαίο δημιουργό τον «πυρακτωμένο Λιγνάδη» (τίτλος ρεπορτάζ!), να παρακαλάει για μια δήλωσή του ενάντια στην «ψεύτικη αριστερά» και ενάντια στους «εθνομηδενιστές», να προβάλλει τη φωτογραφία του αγκαλιά με τον γύψινο Παρθενώνα και να προβάλλει ως μέγιστο επίτευγμα τη μετονομασία κεντρικής αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου σε «αίθουσα Ελένης Παπαδάκη»! Τους δημοσιογράφους που δεν είχαν αυτιά τόσα χρόνια για τις μαρτυρίες των θυμάτων του, είχαν όμως χρόνο να γράψουν ότι διώκεται από τα «δισέγγονα της ΟΠΛΑ» και να χαρακτηρίσουν «συναινετικό σεξ μεταξύ ενηλίκων» τις καταγγελίες για βιασμούς.