Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Όχι άδικα, φαίνεται, το λαϊκό χιούμορ αποδίδει στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ιδιότητα όχι μόνο του «γκαντέμη», αλλά και του «γκαφατζή». Γιατί μόνο σαν γκάφα ολκής μπορεί να δικαιολογηθεί η απίστευτη περιαυτολογία του: «Στα πανεπιστήμια δεν μπήκε η αστυνομία, αλλά η δημοκρατία»! Γιατί, αντί να επιχειρήσει να δικαιολογήσει με λογικά επιχειρήματα, όσο μπορούσε, την παγκόσμια πρωτοτυπία του να εγκαθιδρύσει πανεπιστημιακή αστυνομία, προσπάθησε να την εξιδανικεύσει. Για να είμαστε δίκαιοι, την απόφαση του Μητσοτάκη ενθάρρυναν και ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ και το «προοδευτικό» ΚΙΝΑΛ. Συμφώνησαν ότι υπάρχει ανάγκη αστυνομικής φύλαξης του πανεπιστημίου, αλλά διαφοροποιήθηκαν στο ότι η πανεπιστημιακή αστυνομία πρέπει να υπάγεται στις πανεπιστημιακές αρχές, σύμφωνα με το αυτοδιοίκητο, και όχι στην κρατική εξουσία.
Η λογική αυτή υποθέτει ότι στον πανεπιστημιακό χώρο κατ’εξοχήν ανθεί η εγκληματικότητα και ότι, επομένως, δικαιολογείται η διαρκής και άμεση περιφρούρηση της τάξης και της ασφάλειας. Ωστόσο, η όποια παραβατικότητα στο πανεπιστήμιο δεν υπερβαίνει τον μέσο όρο άλλων κοινωνικών χώρων. Στην πραγματικότητα, η εγκατάσταση αστυνομικής δύναμης στα πανεπιστήμια, αποτελεί οργανική πλευρά του αστυνομικού κράτους που συστηματικά οικοδομεί η κυβέρνηση, ιδιαίτερα σε ένα χώρο, που παραδοσιακά ταυτίζεται με την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την κοινωνικοπολιτική πρόοδο, με αντανάκλαση και στην κοινωνία, όπως συνέβη με την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Συστηματικά, η υπεραυταρχική κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να στεγανοποιήσει τους χώρους, που κατ’εξοχήν φοβάται ότι μπορεί να κλονίσουν την πολιτική της. Ιδιαίτερα στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, η αστυνομία δεν ταυτίζεται με τη δημοκρατία, αυτό σε κανένα εκμεταλλευτικό σύστημα δεν ισχύει, αλλά με την τάση διαρκούς συρρίκνωσής της.