Πενήντα χρόνια από την Αναπαράσταση (1970) το Πριν εγκαινιάζει ένα ενδελεχές αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου ξεκινώντας από την πρώτη ταινία του μεγάλου δημιουργού.
Βασίλης Τσιράκης
Η δολοφονία ενός συζύγου από την γυναίκα του και τον εραστή της το 1970, ως θέμα κινηματογραφικής ταινίας, παραπέμπει μάλλον σε ένα ακόμα μελόδραμα της εποχής ή στην καλύτερη περίπτωση σε ένα αστυνομικό φίλμ νουάρ.
Όμως η «Αναπαράσταση» δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Το σενάριο και η σκηνοθετική της άποψη δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιδίωξη συναισθηματικής ταύτισης του θεατή με τους ήρωες, όπως γινόταν κατά κόρον στις ελληνικές ταινίες μελό της περιόδου, αλλά ούτε και με την επιδίωξη να κρατηθεί ο θεατής σε αγωνία και εγρήγορση αναμένοντας την αποκάλυψη του δολοφόνου ή του τρόπου που έγινε το έγκλημα.
Από τις πρώτες κιόλας σκηνές αποκαλύπτονται τόσο οι θύτες, όσο και ο τρόπος που έγινε το έγκλημα, αλλά και το σχέδιο τους να αποκτήσουν άλλοθι, ενώ το σενάριο δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ψυχολογική προσέγγιση των ηρώων ή καταβύθιση στον εσωτερικό τους κόσμο. Έτσι δεν γνωρίζουμε καν αν οι δύο ήρωες οδηγήθηκαν στην «παράνομη» σχέση από παράφορο έρωτα, από γενετήσιο ένστικτο ή ακόμα και για λόγους κοινωνικής προστασίας. Στο ίδιο μήκος κύματος και η σκηνοθεσία που για να στηρίξει τα παραπάνω αποφεύγει παντελώς τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο των ηρώων που μπορεί να μεγεθύνουν τα συναισθήματα τους.
Η Αναπαράσταση είναι μια κοινωνιολογική προσέγγιση ενός εγκλήματος από την σκοπιά της ανθρωπογεωγραφίας, με μια ριζοσπαστική οπτική σύμφωνα με την οποία η αιτία του εγκλήματος πρέπει να αναζητηθεί στις συνθήκες ζωής και την κοινωνική θέση των θυτών.
Ο σκηνοθέτης επιδιώκει, κυρίως με εικόνες και όχι με λέξεις, να συνειδητοποιηθούν από το θεατή οι άθλιες συνθήκες ζωής στο απομακρυσμένο αυτό χωριό της Ηπείρου, η εγκατάλειψη και η φθορά του στο χρόνο η οποία έχει ως αποτέλεσμα και τη φθορά των ίδιων κατοίκων του. Οι οποίοι δεν ζουν, αλλά παλεύουν να επιβιώσουν εξασφαλίζοντας πρώτα απ’ όλα το καθημερινό φαγητό από μια άγονη γη που δεν μπορεί να τους θρέψει όλους. Και όταν το μοναδικό νόημα της ζωής γίνεται η επιβίωση, τότε όλα είναι δυνατά και όλα φαίνονται φυσιολογικά.
Από την πρώτη σκηνή ακόμα με το άγονο τοπίο, την ομίχλη, την βροχή, το κόλλημα του λεωφορείου στις λάσπες, η σκηνοθεσία μας μεταφέρει σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα ενός τόπου ρημαγμένου. Τα σπίτια φτιαγμένα από ξερολιθιά, παντού πέτρα, βουνά άνυδρα, γυμνά και πλαγιές κακοτράχαλες, σκεπασμένες με μολυβένια σύννεφα. Παντού γκρίζο, ασφυξία, ένα χωριό που μοιάζει με μεγάλο νεκροταφείο.
Έτσι μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ακούγεται απόλυτα φυσιολογική η απάντηση της Ελένης στον αδελφό της για τα αίτια του φόνου: «Δεν φταίει κανένας… έτσι… Έγινε…»
Μέσα σε όλα αυτά η έρευνα των δημοσιογράφων από την Αθήνα (ένας εκ των δημοσιογράφων είναι και ο ίδιος ο Θ. Αγγελόπουλος) είναι ένα εύρημα για να ακουστεί η φωνή των συγχωριανών, οι οποίοι είναι πραγματικοί κάτοικοι του χωριού και όχι ηθοποιοί, προσδίδοντας με τις αυθεντικές μαρτυρίες τους περισσότερη αληθοφάνεια, χωρίς όμως να μετατρέπουν την Αναπαράσταση σε ηθογραφία ή ντοκιμαντέρ. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από το σενάριο που δείχνει το βάθος της ψυχικής κατρακύλας και της μιζέριας των 80 περίπου κατοίκων του χωριού:
«- Τι περιμένεις να δεις στη Γερμανία;
-Τι περιμένω; Ε… λίγο ομορφιά… να παχαίνω… να ομορφαίνω… Εδώ βλέπετε μαύρισε η καρδιά μας… από τη φτώχεια κι απ’ όλα…»
Αξίζει επίσης να σημειωθεί η στάση της Δικαστικής αρχής και η στερεοτυπική και επιδερμική της άποψη έτσι όπως εκφράζεται με τα λόγια του ανακριτή, πως η αιτία του φόνου βρίσκεται στο ότι οι θύτες είχαν εκ φύσεως μια «ακατανίκητο ροπή προς το έγκλημα» παραβιάζοντας τους ηθικούς κανόνες, ή ότι «εν πάσει περιπτώσει πρόκειται για άτομα ανυπάρκτου ηθικής υποστάσεως».
Όπως αναφέραμε και παραπάνω τα πλάνα είναι αργά, γενικά, πανοραμικά, ώστε να δίδεται το όλο και όχι το μερικό και αποσπασματικό, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τη χρήση αρκετών μεγάλων σχετικά πλάνων διάρκειας περίπου δύο λεπτών το καθένα.
Εδώ όμως θα πρέπει να επισημάνουμε πως – με εξαίρεση την τελευταία σκηνή – λείπουν τα πλάνα σεκάνς, έτσι όπως θα τα δούμε αναλυτικά στις επόμενες ταινίες του, τα οποία και αποτέλεσαν ένα ποιοτικό άλμα στην κινηματογραφική του γραφή, με τις ρωγμές στο χρόνο και την – σε κάποιες περιπτώσεις – συνένωση διαφορετικών χρονικών περιόδων στην ίδια σκηνή, η οποία αποτελείται αυστηρά από ένα και μόνο πλάνο.
Παρόλα αυτά η αφήγηση δεν είναι συνεχής αλλά ασυνεχής με διαρκή μπρός-πίσω, που όμως δεν έχουν σχέση με το κλασσικό φλας μπακ, με αποτέλεσμα η αφηγηματική ασυνέχεια να ενεργοποιεί τον θεατή, να το κάνει συμμέτοχο και να κινεί το ενδιαφέρον του, όχι όμως στην εξιχνίαση του εγκλήματος, αλλά στα αίτια του. Έτσι ο θεατής ωθείται ώστε να μην τον ενδιαφέρει η συνέχεια ή το τέλος, αλλά η αρχή.
Η μουσική του φιλμ διανθίζεται με δημοτικά τραγούδια συντονισμένα με το τοπίο και την ατμόσφαιρα της ταινίας, ενώ κατά την περιήγηση του θύτη στα Γιάννενα εμφανίζεται μια στρατιωτική μπάντα να παιανίζει εμβατήρια, μια εμμονή του σκηνοθέτη που θα δούμε και σε άλλες ταινίες του.
Αριστουργηματική σύλληψη της τελικής σκηνής, όπου στην αυλή του σπιτιού παίζουν τα τρία παιδιά του ζευγαριού που μόλις έχουν γυρίσει από το σχολείο, ενώ γνωρίζουμε ήδη πως μέσα στο σπίτι διαδραματίζεται ο απαγχονισμός του πατέρα.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως η αναπαράσταση είναι ένα προδρομικό φιλμ ποιητικού ρεαλισμού πολύ σημαντικό για την μετέπειτα πορεία του σκηνοθέτη, ο οποίος σε συνέντευξη του στην «Tribune de Geneve» στις 2/12/88 δήλωνε:
«Αυτή ταινία μετράει πολύ για μένα, σαν να ήταν η μόνη που έχω κάνει και οι άλλες να μην είναι παρά παραλλαγές γύρω από αυτήν».
Συντελεστές
1970 / Ασπρόμαυρη / 110 λεπτά
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Συνεργασία στο σενάριο: Στρατής Καρράς, Θανάσης Βαλτινός
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Αρβανίτης
Μοντάζ: Τάκης Δαυλόπουλος
Ήχος: Θανάσης Αρβανίτης
Ηθοποιοί:
Τούλα Σταθοπούλου (Ελένη), Γιάννης Τότσικας (αγροφύλακας), Θάνος Γραμμένος (αδελφός της Ελένης), Πέτρος Χοϊδάς (εισαγγελέας), Μιχάλης Φωτόπουλος (άντρας της Ελένης), Αλέξανδρος Αλεξίου (αστυνόμος), Γιάννης Μπαλάσκας (αξιωματικός της χωροφυλακής), Μερσούλα Καψάλη (κουνιάδα της Ελένης), Νίκος Αλευράς (βοηθός εισαγγελέας), Χρήστος Παληγιαννόπουλος, Τέλης Σαμαντάς, Πάνος Παπαδόπουλος, Τώνης Λυκουρέσης, Θόδωρος Αγγελόπουλος (δημοσιογράφοι)
Παραγωγή: Γιώργος Σαμιώτης
Διεύθυνση παραγωγής: Χρήστος Παληγιαννόπουλος
Διακρίσεις:
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α’ γυναικείου ρόλου (Τούλα Σταθοπούλου) και βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Βραβείο Georges Sadoul (καλύτερη ταινία της χρονιάς στη Γαλλία).
- Βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο Φεστιβάλ της Ιέρ.
- «Ειδική μνεία» της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φόρουμ του Βερολίνου.
Απόσπασμα από το σενάριο
Σκηνή 1
Bρέχει. Tο νερό κατεβαίνει από ψηλά κι έχει κάνει αδιάβατο το στενό χωματόδρομο
που η αρχή του χάνεται πίσω από τα βουνά.
Ύπαιθρος κάπου στην Ήπειρο.
Ένα λεωφορείο έρχεται από το βάθος, πολύ σιγά μέσα στη βροχή, μ’ αναμμένα
φώτα. Στο βάθος, τα βουνά χιονισμένα ανάμεσα στα χαμηλά σύννεφα. Aκούγεται ο
θόρυβος της βροχής και το αγκομαχητό της μηχανής του αυτοκινήτου. Λακκούβες με
νερό, λάσπη, ο γκρίζος ουρανός και μια σειρά στύλοι του ηλεκτρικού που να
χαράζουν την πορεία του αδιάβατου δρόμου.
Tο λεωφορείο προχωράει με δυσκολία μες στη λάσπη. Aναγκάζεται να σταματήσει. H μηχανή του σβήνει κι ο θόρυβος της βροχής ακούγεται πιο καθαρός. Tο λεωφορείο
ακινητοποιείται τριγυρισμένο από νερά.
……………………….
Δρόμος στο βουνό, πλαγιά, χαμηλά σύννεφα. Tο λεωφορείο ανηφορίζει πριν από τη
στροφή. Aκούγεται το κλάξον. H βροχή δε λέει να σταματήσει.
Στην άκρη ενός χωριού, ένας άντρας έχει κατέβει από το λεωφορείο. Στέκεται εκεί,
ενώ το λεωφορείο ξεκινάει πάλι πάνω στο δρόμο, για να χαθεί σε λίγο στο βάθος.
O άντρας κρατά μια μεγάλη βαλίτσα. Aνεβαίνει προς το χωριό. Mεσόκοπος,
αδύνατος, με κουρασμένο πρόσωπο. Περπατάει αργά κοιτάζοντας γύρω του, σαν να
προσπαθεί ν’ αναγνωρίσει το χώρο. Aνηφορίζει μες στη βροχή, έχοντας πίσω του το
δρόμο που τον άφησε το λεωφορείο. Πιο πέρα τα βουνά, κάτω από τον ίδιο
σκοτεινιασμένο ουρανό. Mπροστά το χωριό, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά, ξεχωρίζει
θαμπό μες στην ομίχλη. Tα σπίτια από ξερολιθιά. Oι στέγες.
Mια αντρική λυπημένη φωνή τραγουδάει:
Mωρή κοντούλα λεμονιά
με τα πολλά λεμόνια, Bησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
O άντρας κατηφορίζει σ’ ένα δρομάκι σπαρμένο πέτρες. Kαι από τις δυο μεριές τοίχοι
και φράχτες από γκρίζα πέτρα. Ψυχή. H βροχή. Tα βήματα του άντρα στην πέτρα. Tο τραγούδι.
Xαμήλωσε τους κλώνους σου
να κόψω ένα λεμόνι, Bησσανιώτισσα
σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό δε φώναξα.
Φτάνει σ’ ένα σπίτι καμωμένο, όπως και τ’ άλλα, από ξερολιθιά, μονόπατο και
χαμηλό. Mπροστά του μια μεγάλη αυλή κλεισμένη μ’ ένα πέτρινο χαμηλό τοιχάκι,
στρωμένη με πλάκες που γυαλίζουν στο νερό της βροχής. O άντρας στέκεται στο
πορτάκι του φράχτη. Tο βλέμμα του κάνει ένα γύρο -την αυλή, το σπίτι.
Tα βήματά του μαζί με τη βροχή πάνω στις πλάκες της αυλής.
*Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Θόδωρος Αγγελόπουλος, 10 ¾, σενάρια, πρώτος τόμος», εκδόσεις Αιγόκερως 1997.
Προτάσεις
https://www.youtube.com/watch?v=mj9K_C62QlI&feature=youtu.be
- Δείτε:
-Το διάρκειας περίπου 2 λεπτών πλάνο αναπαράστασης του φόνου από τον θύτη:
Από 22:45 έως 24:38
-Το διάρκειας 2 λεπτών πλάνο ομολογίας του φόνου από την θύτρια στον αδελφό της:
Από 1:21:00 έως 1:23:07
-Το πλάνο 360 μοιρών με την σύλληψη της θύτριας:
Από 1:30:30 έως 1:31:35
-Την τελική σκηνή, μοναδικό πλάνο σεκάνς της ταινίας, γενικό, διάρκειας 3:30 λεπτών με ακίνητη κάμερα:
Από 1:33:40 έως 1:37:15
- Κριτική της ταινίας στο περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος» (1970, τεύχος 9-10) από τον συγγραφέα και κριτικό κινηματογράφου Βασίλη Ραφαηλίδη.
Από αυτή την Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου το Πριν εγκαινιάζει στην ιστοσελίδα του ένα αφιέρωμα στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κάθε Παρασκευή και μια ταινία σε επιμέλεια-παρουσίαση του συγγραφέα Βασίλη Τσιράκη.
Θα υπάρχουν αποσπάσματα των ταινιών, στα οποία θα προτείνεται η θέαση συγκεκριμένων σκηνών χαρακτηριστικών της κινηματογραφικής γραφής του σκηνοθέτη, αποσπάσματα από τα σενάρια, όπου θα επισημαίνονται τυχόν διαφορές με την τελική εκδοχή τους, όπως και link με κριτικές ταινιών, αλλά και συνεντεύξεων του Θ. Αγγελόπουλου. Ημερομηνίες αφιερώματος:
5/2: Αναπαράσταση, 1970
12/2: Μέρες του 36, 1972
19/2: Ο Θίασος, 1975
26/2: Οι Κυνηγοί, 1977
5/3: Μεγαλέξανδρος, 1980
12/3: Ταξίδι στα Κύθηρα, 1984
19/3: Ο Μελισσοκόμος, 1986
26/3: Τοπίο στην Ομίχλη, 1988
2/4: Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, 1991
9/4: Το Βλέμμα του Οδυσσέα, 1995
16/4: Μία αιωνιότητα και μια μέρα, 1998
23/4: Το Λιβάδι που Δακρύζει, 2004
30/4: Η σκόνη του χρόνου, 2008