Δημήτρης Τζιαντζής
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι φορείς εξουσίας και σε πολλούς τομείς πιο ισχυρά από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Εξάλλου τον απερχόμενο Τραμπ λογόκριναν μερικά απ’ αυτά. Οι τεχνολογικοί γίγαντες δρουν όμως σε συνεργασία και ανταγωνισμό με το κράτος, ειδικά των ΗΠΑ. Θύμα και των δύο ελευθερία και δικαιώματα.
Την εισβολή ακροδεξιών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο διαδέχτηκε μια μεγάλη συζήτηση για τον ρόλο και την τρομακτική δύναμη των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μια συζήτηση που κυρίως έγινε μέσα από τα ίδια αυτά μέσα. Μέσα σε λιγότερες από 24 ώρες τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προχώρησαν στον προσωρινό –και στη συνέχεια μόνιμο– αποκλεισμό των λογαριασμών του Ντόναλντ Τραμπ (και πολλών ακραίων ακολούθων του) από το Twitter και το Facebook, καθώς και από το YouTube και το snapchat. Οι αντιδράσεις σε αυτή την κίνηση υπήρξαν ανάμεικτες. Πολλοί ήταν αυτοί που αρχικά χαιρέτισαν την απαγόρευση ως αποτέλεσμα της κοινωνικής πίεσης και των προοδευτικών κινημάτων ενάντια στη ρητορική μίσους, τα fake news και την απειλή για τη δημοκρατία που πρεσβεύει ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, μήπως στην περίπτωση της λογοκρισίας σε βάρος ενός εκλεγμένου προέδρου συγκρούονται δύο από τα πιο εμβληματικά συνθήματα του Μάη του ’68: «Καμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας» και «απαγορεύεται το απαγορεύεται»; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, ωστόσο η αυθαιρεσία και η δυνατότητα των «βαρόνων» των ψηφιακών μέσων κοινωνικής δικτύωσης να αποφασίζουν ποιος έχει δικαίωμα να ομιλεί είναι εύλογο να προκαλεί μεγάλη ανησυχία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και γενικότερα τα δημοκρατικά δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή.
Ακόμα και ο ιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Twitter Inc, ο Τζακ Ντόρσι, παραδέχθηκε την περασμένη Τετάρτη ότι η απόφαση να απαγορευτεί η πρόσβαση του Ντόναλντ Τραμπ στην πλατφόρμα του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης ήταν «η σωστή» μεν, αλλά σήμανε μολαταύτα μια «αποτυχία», ενώ «δημιούργησε προηγούμενο», που ομολόγησε πως του φαίνεται «επικίνδυνο», ως προς την εξουσία που κρατούν στα χέρια τους μεγάλες εταιρείες.
Αν με τόσο μεγάλη ευκολία οι ιδιωτικές πλατφόρμες αποκλείουν τον Τραμπ που είναι σαρξ εκ της σαρκός τους, τι τύχη περιμένει άραγε τους κοινούς χρήστες ή τα ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα απέναντι στους πανίσχυρους μηχανισμούς λογοκρισίας;
Η φίμωση των λογαριασμών του Τραμπ αποτελεί καρπό της πίεσης του δημοκρατικού κινήματος ή λογοκρισία που ενδεχομένως θα στραφεί ενάντια στις αυθεντικές αντισυστημικές φωνές;
Το αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ Το κοινωνικό δίλημμα, παρά τις αδυναμίες και τα λαθεμένα συμπεράσματά του, ανέδειξε μεταξύ άλλων, μέσω πολλαπλών μαρτυριών, τις αθέμιτες μεθόδους και στρατηγικές που χρησιμοποιούν αυτοί οι τεχνολογικοί κολοσσοί του μάρκετινγκ για να επηρεάσουν εθνικές εκλογές, να χειραγωγούν τους χρήστες, να υποβάλλουν και να παραπλανούν δισεκατομμύρια ανθρώπους, καλλιεργώντας συνήθειες που οδηγούν σε σκληρές μορφές εξάρτησης.
Είναι το αφεντικό του facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ ο νέoς «πλανητάρχης»;
Ας παραφράσουμε, λοιπόν, το γνωστό ερώτημα ποιος τελικά κυβερνάει αυτόν τον πλανήτη; Είναι το αφεντικό του facebook Μαρκ Ζάκερμπεργκ ο νέoς «πλανητάρχης»; Η απάντηση είναι αρκετά περίπλοκη. Οι πέντε τεχνολογικοί γίγαντες –Apple, Google, Microsoft, Amazon και Facebook– εκλαμβάνονται ως μία οντότητα με παρόμοια στρατηγική και παρόμοια συμφέροντα.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκεντρώνουν απίστευτη δύναμη, ωστόσο η εξουσία τους δεν είναι απόλυτη. Αν κάτι αποδεικνύει η «κάθαρση» των τραμπικών μετά την πρόβα πραξικοπήματος είναι η στενή συνεργασία και αλληλεξάρτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το «βαθύ κράτος» και τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Το facebook και το twitter ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη διόγκωση του φαινομένου του τραμπισμού. Χωρίς τα «σόσιαλ», ο Τραμπ δεν θα σάρωνε ως αουτσάιντερ στις εσωκομματικές εκλογές όλα τα μεγάλα ονόματα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η απόφαση να ρίξουν «μαύρο» στους λογαριασμούς του Τραμπ ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αμυντική κίνηση, μετά από κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν από τη Γερουσία και την Εθνοσυνέλευση των ΗΠΑ, ώστε να μην γίνουν και τα ίδια υπόλογα για τα fake news και την υποκίνηση των ταραχών. Άλλωστε υπάρχουν «δικλίδες ασφαλείας» ή μάλλον επιπλέον ιδιωτικά «μαξιλαράκια» στο σύστημα. Google, Apple (και σε πολύ μικρότερο βαθμό Amazon) ελέγχουν το 96% του περιεχομένου στα «έξυπνα» κινητά τηλέφωνα μέσα από το οποία ενημερώνονται πλέον οι περισσότεροι πολίτες. Με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίστηκε ο αποκλεισμός από την πλατφόρμα αγοράς εφαρμογών της Apple και της Google του κοινωνικού δικτύου Parler, που είχε γίνει το καταφύγιο της alt-right και των οπαδών του Τραμπ. Οι ιδιοκτήτες του φιλοτραμπικού δικτύου σε λίγες μέρες ανέμισαν λευκή σημαία.
Με άλλα λόγια, ενώ οι τεχνολογικοί γίγαντες και οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί ζητούν «λιγότερο κράτος», παρατηρείται «περισσότερο κράτος» στον τομέα των μαζικών παρακολουθήσεων, στην υποκλοπή προσωπικών δεδομένων που προέρχονται από ιδιωτικές επικοινωνίες με ενισχυμένο το ρόλο του FBI, της ΝSA και γενικά των μυστικών υπηρεσιών. Τώρα το twitter, το facebook, μεταξύ άλλων, παίζουν τον ρόλο του νομοθέτη. Αντί να υπάρχει μια γενική σύσταση, που να γίνεται σεβαστή, για την απαγόρευση της τοξικής, ρατσιστικής και εμπρηστικής προπαγάνδας, τώρα οι εταιρείες επιλέγουν ποιους θα φιμώσουν — και κυρίως «πότε» θα τους φιμώσουν.