Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ασφαλώς ένα τμήμα της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ που εντοπίζεται κυρίως στο εσωστρεφές κεφάλαιο, υποστηρίζει τον τραμπισμό. Αυτή η ακροδεξιά εθνοκεντρική πλατφόρμα (Πρώτα η Αμερική) στην πραγματικότητα διαπερνά, ως ένα βαθμό, συνολικά την κυρίαρχη τάξη των ΗΠΑ. Καθορίζεται από την κυρίαρχη διεθνή αντίθεση στο σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό και, σε τελευταία ανάλυση, από την αναπόφευκτη κρίση υπερσυσσώρευσης. Η κυρίαρχη διεθνής αντίθεση αναφέρεται στον οξύτατο ανταγωνισμό των κυρίαρχων δυνάμεων, με κορυφαίο τον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων ΗΠΑ-Κίνας για το προβάδισμα στην παγκόσμια οικονομία. Η οικονομία των ΗΠΑ τείνει να χάσει το προβάδισμα έναντι της αέναα ανερχόμενης οικονομίας της Κίνας, που διατηρεί υψηλή ανάπτυξη και μεσούσης της πανδημίας.
Η αντιδραστικοποίηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού καλλιεργεί το έδαφος για την ακροδεξιά και τον φασισμό
Η παγκόσμια πρωτοκαθεδρία είναι κοινό όραμα του κεφαλαίου των ΗΠΑ, παρά τις υπαρκτές ή και έντονες αντιθέσεις του. Η πλατφόρμα υπερτέρησης του βορειοαμερικανικού καπιταλισμού συμπεριλαμβάνει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ και της Κίνας. Συγκεκριμένα: την στρατιωτικοπολιτική δύναμη και υπεροχή των ΗΠΑ, τους χαμηλούς μισθούς και το αυταρχικό συγκεντρωτικό κράτος τύπου Κίνας. Αυτή η ανασυγκρότηση στο βαθμό που θα πραγματοποιηθεί, θα σταθεροποιήσει τις ΗΠΑ στην κορυφή της διεθνούς οικονομικής πυραμίδας. Από μία τέτοια εξέλιξη ωφελημένο θα είναι και το πολυεθνικό και το εθνικοκεντρικό κεφάλαιο των ΗΠΑ, αφού η ανταγωνιστικότητα της Κίνας θα μειωθεί στον διεθνή και στον εθνικό χώρο των ΗΠΑ.
Η υπερόξυνση της πάλης ΗΠΑ-Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομία είναι μία αντιδραστική πολιτική, που δυναμιτίζει τις διεθνείς σχέσεις, υπονομεύει την ειρήνη και ευνοεί ακόμη και την πολεμική ανάφλεξη.
Η όξυνση του ανταγωνισμού με την Κίνα στο εσωτερικό των ΗΠΑ συνδέεται και με την επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και με την ένταση του ολοκληρωτικού κοινοβουλευτισμού: Αντιτρομοκρατικοί νόμοι, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, διακυβέρνηση με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και υπουργικές αποφάσεις, απαγόρευση συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων, κλιμάκωση της αστυνόμευσης, γενίκευση της ψηφιακής επιτήρησης, διόγκωση ενός υπερσυγκεντρωτικού κράτους, όχι όμως ως ουτοπική ανασύσταση ενός κράτους πρόνοιας, αλλά στη λογική του κράτους της τάξης για την προστασία του συστήματος από τις διογκούμενες αντιθέσεις του.
Αυτή η ακροδεξιά πολιτική, με διαφορετικές μορφές, ένταση και ρητορική, δεν εφαρμόζεται μόνο από τα αντιδραστικά κυβερνώντα κόμματα των Τραμπ, Ερντογάν, Μόντι, Μπολσονάρου και του Όρμπαν ιδίως, που έχει επιβάλει στην Ουγγαρία κατάσταση διαρκούς έκτακτης ανάγκης, με διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων.
Στην ίδια πολιτική κατεύθυνση κινούνται και συστημικά κόμματα με εμφατική αναφορά στη δημοκρατία, όπως οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, οι Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία και αλλού, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά ή και αυτοαποκαλούμενα αριστερά κόμματα, όπως οι Ποδέμος, ο ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή συνεργασία στην Πορτογαλία κ.α.
Η ακροδεξιά τάση στη σύγχρονη αστικοδημοκρατική δομή οριοθετείται απ’ τη φασιστική ακροδεξιά μέσω της διατήρησης μιας συρρικνούμενης και διαβρωμένης αστικοδημοκρατικής διακυβέρνησης, ενώ η φασιστική ακροδεξιά την καταργεί. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη ειδοποιού διαφοράς, η όσμωση των δύο μορφών είναι φύσει υπαρκτή στην ακροδεξιά πολιτική, λόγω του ακραίου καπιταλιστικού και αντιλαϊκού χαρακτήρα της, αλλά ενισχύεται και στις σύγχρονες επάλληλες κρίσεις του καπιταλισμού, πού το καταθλιπτικό βάρος τους φορτώνεται ο λαός με ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων κάθε χρώματος.
Χαρακτηριστική και κορυφαία εκδήλωση αυτής της προσέγγισης είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος νεοφασιστικών και ρατσιστικών ομάδων στην επιχείρηση κατάληψης του Καπιτωλίου, που είναι οργανικά ενταγμένες ή συνεργάζονται με τους Ρεπουμπλικάνους και κινητοποιήθηκαν με τις ευχές του ίδιου του Τραμπ. Επίσης, ακροδεξιοί φασίζοντες πολιτικοί σχηματισμοί ενισχύονται, συμμετέχουν ακόμη και σε αστικοδημοκρατικές κυβερνήσεις, όπως το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Σαμαρά και το κόμμα του Σαλβίνι στην κυβέρνηση Κόντε. Ενισχύεται όχι μόνον η ακροδεξιά κατεύθυνση των αστικών κομμάτων, αλλά και η ακροδεξιά πτέρυγά τους (τάση Σαμαρά στη ΝΔ), σε ορισμένες περιπτώσεις ακροδεξιά πτέρυγα συντηρητικού κόμματος δρα από κοινού, ακόμη και με φασίστες (τάση Σαμαρά, Χρυσή Αυγή στο Μακεδονικό). Τα ακροδεξιά και φασίζοντα κόμματα είναι νόμιμα, αντιμετωπίζονται με ανοχή όχι μόνο από τα συντηρητικά, αλλά και από αριστερά κόμματα, όπως η Χρυσή Αυγή από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακροδεξιά κόμματα, ακόμα και φασιστικά, όπως η Χρυσή Αυγή, σημειώνουν σημαντικές εκλογικές επιδόσεις, αυξάνοντας την επιρροή τους στις μάζες. Η Χρυσή Αυγή μάλιστα στις εκλογές στις 20/9/2015 αναδείχθηκε τρίτο κόμμα με 400.000 σχεδόν ψήφους.
Ενισχύεται η αντικειμενική τάση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική για αντικατάσταση της αστικοδημοκρατικής διακυβέρνησης από ένα καθεστώς μόνιμης διακυβέρνησης με διατάγματα
Τα πιο προωθημένα δείγματα ώσμωσης αστικοδημοκρατικής διακυβέρνησης με το φασίζον υπόδειγμα αποτελούν η κατάχρηση διακυβέρνησης μέσω διαταγμάτων από τον Μπολσονάρου και περισσότερο από τον Όρμπαν και σ’ ακόμη μεγαλύτερο βαθμό η απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου. Αυτή η κίνηση είτε χαρακτηριστεί πραξικόπημα (που κατά κανόνα όμως πραγματοποιείται από στρατιωτικές δυνάμεις) είτε αντιδραστική λαϊκή «εξέγερση» δεν αποσκοπούσε βέβαια στην ανατροπή του οικονομικού ούτε του αστικοδημοκρατικού συστήματος, αφού απαιτούσε, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, με την απειλή κλιμάκωσης της βίας (προνουντσιαμέντο) την έκνομη αντικατάσταση του εκλεγέντος προέδρου από τον αποτυχόντα Τραμπ. Η κατάληψη δεν πρέπει να θεωρείται κίνηση-οπερέτα μιας ασήμαντης μειοψηφίας (δύο χιλιάδες περίπου υπολογίζονται οι καταληψίες), αφού τεράστια ήταν η θετική στάση του κοινού (46%), ισχυρός και οπλισμένος ο εσμός του σώματος εφόδου (ακροδεξιοί, νεοναζί, ρατσιστές κοκ) και μυημένο σε επικίνδυνο βαθμό το βαθύ κράτος, όπως αποδείχθηκε από την παθητική ή και υποστηρικτική προς τους επιτιθέμενους στο Καπιτώλιο στάση της αστυνομίας.
Όσο κλιμακώνεται ο ανταγωνισμός των κυρίαρχων καπιταλισμών και δυναμώνει η καταπίεση των λαών, τόσο θα ενισχύεται η αντικειμενική τάση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική για αντικατάσταση της αστικοδημοκρατικής διακυβέρνησης από ένα καθεστώς μόνιμης διακυβέρνησης με διατάγματα, χωρίς να καταργηθεί ο κοινοβουλευτικός μανδύας, όπως συνέβη στη Γερμανία επί προέδρου Χίντεμπουργκ που προλείανε το έδαφος για τον Χίτλερ, ή με κάποια αντιδραστική κινητοποίηση, όπως η πρόσφατη κατά του Καπιτωλίου, ή με στρατιωτικό πραξικόπημα ή με συνδυασμό παλιών και νέων μορφών.