Αλέν Μπαντιού
Μια ορθολογική πολιτική εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης πραγματικά σπανίζει. Μεταξύ του κηρύγματος καταστροφολογίας του πιο ακούσια θρησκευτικού κομματιού της οικολογίας (έρχεται η συντέλεια) και των φαντασιώσεων μιας αριστεράς δίχως μπούσουλα, (είμαστε σύγχρονοι υποδειγματικών «αγώνων», ακαταμάχητων «μαζικών κινημάτων», και της «κατάρρευσης» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση), ο ορθολογικός προσανατολισμός χάνεται και ένα είδος νοητικού χάους, μαχητικού ή απογοητευμένου, επικρατεί παντού. Θα ήθελα να παρουσιάσω εδώ κάποιες σκέψεις, τόσο εμπειρικές όσο και κανονιστικές.
Σε παγκόσμια σχεδόν κλίμακα, για χρόνια, σίγουρα από την εποχή της «αραβικής άνοιξης», ζούμε σε έναν κόσμο όπου αφθονούν οι αγώνες: μαζικές κινητοποιήσεις και συγκεντρώσεις. Η γενική συγκυρία χαρακτηρίζεται, υποκειμενικά, από αυτό που θα αποκαλούσα «κινηματισμό», δηλαδή την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις θα καταφέρουν αναμφίβολα να αλλάξουν την κατάσταση. Αυτό το βλέπουμε από το Χονγκ Κονγκ ως το Αλγέρι, από το Ιράν ως τη Γαλλία, από την Αίγυπτο ως την Καλιφόρνια, από το Μάλι ως τη Βραζιλία, από την Ινδία ως την Πολωνία, και σε πολλά άλλα μέρη και χώρες.
Όλα αυτά τα κινήματα, ανεξαιρέτως, μοιάζουν να έχουν τρία χαρακτηριστικά:
Πρώτο, είναι σύνθετα ως προς την κοινωνική προέλευσή τους, το πρόσχημα της εξέγερσής τους και τις αυθόρμητες πολιτικές πεποιθήσεις τους. Αυτή η πολυμορφία εξηγεί και τον αριθμό τους. Δεν πρόκειται για ομάδες εργατών, ή διαδηλώσεις του φοιτητικού κινήματος, ή εξεγέρσεις καταστηματαρχών που συνθλίβονται από τους φόρους, ή φεμινιστικές διαμαρτυρίες, ή οικολογικές προφητείες, ή περιφερειακές ή εθνικές διαφωνίες, ή διαμαρτυρίες των λεγόμενων μεταναστών τους οποίους εγώ αποκαλώ νομαδικό προλεταριάτο. Είναι λίγο απ’ όλα αυτά, κάτω από την καθαρά τακτική κυριαρχία μιας κυρίαρχης τάσης ή περισσότερων, ανάλογα με τον τόπο και τις περιστάσεις.
Δεύτερο, από αυτά προκύπτει πως η ενότητα αυτών των κινημάτων στην παρούσα κατάσταση των ιδεολογιών και των οργανώσεων είναι απόλυτα αρνητική. Αυτή η αρνητικότητα αφορά φυσικά διαφορετικές πραγματικότητες. Μπορούμε να εξεγειρόμαστε ενάντια στη δράση της κινεζικής κυβέρνησης στο Χονγκ Κονγκ, κατά της ανάληψης της εξουσίας από στρατιωτικές κλίκες στο Αλγέρι, κατά της κυριαρχίας της θρησκευτικής ιεραρχίας στο Ιράν, κατά του δεσποτισμού στην Αίγυπτο, κατά της δραστηριότητας της εθνικιστικής και φυλετικής αντίδρασης στην Καλιφόρνια, κατά της δράσης του γαλλικού στρατού στο Μάλι, κατά του νεοφασισμού στη Βραζιλία, κατά της δίωξης των μουσουλμάνων στην Ινδία, κατά του οπισθοδρομικού στιγματισμού της άμβλωσης και των αντισυμβατικών σεξουαλικοτήτων στην Πολωνία, και ούτω καθεξής. Όμως τίποτε άλλο, και κυρίως τίποτε που να αποτελεί αντιπρόταση γενικής εφαρμογής, δεν υπάρχει σε αυτά τα κινήματα. Ελλείψει μιας κοινής πολιτικής πρότασης, σαφώς απαλλαγμένης από τους περιορισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού, το κίνημα καταλήγει να ασκεί την αρνητική ενότητά του εναντίον ενός κύριου ονόματος, συνήθως αυτό του αρχηγού του Κράτους. Θα περάσουμε από την κραυγή «Μουμπάρακ, δίνε του» στο «φασίστα Μπολσονάρο, πάρε δρόμο», περνώντας από το «Μόντι ρατσιστή, φύγε», «Τραμπ, έξω!», «Μπουτεφλίκα πάρε σύνταξη». Δίχως να ξεχνάμε φυσικά τις ύβρεις, τις ανακοινώσεις αποπομπής και τον προσωπικό στιγματισμό του φυσικού μας στόχου, που εδώ δεν είναι άλλος από τον μικρό Μακρόν. Προτείνω λοιπόν να λέμε ότι όλα αυτά τα κινήματα, όλοι αυτοί οι αγώνες είναι τελικά «παρεδρομισμοί». Θέλουν αυτός που κυβερνά να «πάρει δρόμο», χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα, ούτε ποιος θα τον αντικαταστήσει, ούτε ποια διαδικασία θα διασφαλίζει, αν υποθέσουμε πως φεύγει, την αλλαγή της κατάστασης. Εν ολίγοις, η άρνηση που ενώνει δεν ενέχει διακήρυξη, δημιουργική βούληση, ενεργητική αντίληψη των καταστάσεων και του τι μπορεί ή πρέπει να είναι μια πολιτική νέου τύπου. Ελλείψει όλων αυτών, καταλήγει (αυτό αποτελεί σημάδι του τέλους των κινημάτων) προς εκείνη την τελική μορφή της ενότητάς του, που είναι η εξέγερση ενάντια στην αστυνομική καταστολή της οποίας υπήρξε θύμα, στην αστυνομική βία που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει. Εν ολίγοις, στην άρνηση της άρνησής του από τις αρχές. Αυτό το έχω ήδη βιώσει τον Μάη του 68, όταν, λόγω έλλειψης κοινών διακηρύξεων, τουλάχιστον στο ξεκίνημα του κινήματος, φωνάζαμε στους δρόμους «CRS, SS!» (σ.σ. οι CRS είναι τα γαλλικά ΜΑΤ). Ευτυχώς υπήρξαν αργότερα, εκείνη την εποχή, όταν πέρασε η πρωτοκαθεδρία του εξεγερμένου αρνητικού, πιο ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά με τίμημα, φυσικά, μια σύγκρουση μεταξύ αντιτιθέμενων πολιτικών αντιλήψεων, μεταξύ διακριτών διακηρύξεων.
Τρίτο, σήμερα ο παγκόσμιος «κινηματισμός» καταλήγει σε ενισχυμένη διατήρηση της εξουσίας, ή σε εντελώς επιφανειακές αλλαγές που μπορεί να αποδειχθούν χειρότερες από εκείνο εναντίον του οποίου εξεγειρόταν. Ο Μουμπάρακ έφυγε, αλλά ο Αλ Σίσι, που τον αντικαθιστά, είναι μια άλλη, χειρότερη ίσως, εκδοχή στρατιωτικής εξουσίας. Η κυριαρχία της Κίνας πάνω στο Χονγκ Κονγκ τελικά ενισχύθηκε με νόμους παραπλήσιους προς εκείνους που ισχύουν στο Πεκίνο και με μαζικές συλλήψεις εξεγερμένων. Η θρησκευτική καμαρίλα στο Ιράν παραμένει άθικτη. Οι πιο ενεργοί αντιδραστικοί όπως ο Μόντι ή ο Μπολσονάρο, ή η πολωνική κλίκα των κληρικών, είναι πολύ καλά, ευχαριστώ. Και ο μικρός Μακρόν συγκεντρώνοντας 43% θετικές γνώμες, βρίσκεται σε πολύ καλύτερη εκλογική θέση σήμερα, όχι μόνο σε σχέση με το ξεκίνημα των αγώνων και των κινητοποιήσεων, αλλά ακόμη και σε σχέση με τους προκατόχους του, είτε πρόκειται για τον υπεραντιδραστικό Σαρκοζί, είτε για τον πολύ σοσιαλιστή της πεντάρας Ολάντ, οι οποίοι στο ίδιο διάστημα της θητείας τους, συγκέντρωναν γύρω στο 20% περίπου θετικές γνώμες.
Μια ιστορική σύγκριση, λοιπόν, κυριαρχεί στη σκέψη μου. Ανάμεσα στο 1847 και στο 1850, υπήρχαν, σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, μεγάλα εργατικά και φοιτητικά κινήματα, μεγάλες μαζικές εξεγέρσεις, ενάντια στη δεσποτική εξουσία που θεσπίστηκε μετά την παλινόρθωση του 1815 και εδραιώθηκε εντέχνως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1830. Ελλείψει μιας ισχυρής αντίληψης για το τι θα αποτελούσε μια ουσιαστικά διαφορετική πολιτική, ο αναβρασμός των επαναστάσεων του 1848 χρησίμευσε μόνο για να ανοίξει μια νέα οπισθοδρομική ακολουθία. Συγκεκριμένα, στη Γαλλία, το αποτέλεσμα ήταν η ατέρμονη βασιλεία ενός τυπικού εκπροσώπου του αρχόμενου καπιταλισμού, του Ναπολέοντα Γ’, γνωστού, κατά τον Βίκτωρα Ουγκώ, και ως «Ναπολέων ο Μικρός».
Ωστόσο, το 1848, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, που είχαν λάβει μέρος στις εξεγέρσεις στη Γερμανία, εξάγουν τα διδάγματα αυτής της υπόθεσης, τόσο σε κείμενα ιστορικής ανάλυσης, όπως το τεύχος με τίτλο Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, όσο και το επιτέλους διακηρυκτικό εγχειρίδιο με τίτλο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, που περιγράφει, κατά κάποιον τρόπο για πάντα, αυτό που οφείλει να είναι μια εντελώς νέα πολιτική. Γύρω από αυτήν την διακηρυκτική δομή που διατυπώνει το «μανιφέστο» ενός Κόμματος που δεν υπάρχει, αλλά το οποίο πρέπει να υπάρχει, ξεκινά μια άλλη ιστορία της πολιτικής. Ο Μαρξ θα επανέλθει, αντλώντας, είκοσι τρία χρόνια αργότερα, τα διδάγματα μιας αξιοθαύμαστης προσπάθειας, από την οποία, για άλλη μια φορά, λείπει, πέρα από την ηρωική της άμυνα, η αποτελεσματική οργάνωση της διακηρυκτικής ενότητάς της, δηλαδή της Παρισινής Κομμούνας.
Φυσικά, οι συνθήκες μας είναι πολύ διαφορετικές! Πιστεύω όμως πως σήμερα όλα περιστρέφονται γύρω από την αναγκαιότητα τα αρνητικά συνθήματα και οι αμυντικές ενέργειες να υποταχθούν τελικά σε ένα όραμα σαφές και συνεκτικό των δικών μας στόχων. Και είμαι πεισμένος ότι για να το πετύχουμε, πρέπει οπωσδήποτε να θυμόμαστε αυτό που ο Μαρξ δήλωνε πως είναι η επιτομή της σκέψης του. Επιτομή επίσης αρνητική, αλλά σε κλίμακα τέτοια που να στηρίζεται μόνο από μια μεγαλειώδη διακήρυξη. Πρόκειται για το σύνθημα «κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας».
Με μια προσεκτικότερη ματιά, συνθήματα όπως «υπερασπίζουμε τις ελευθερίες μας» ή «όχι στην αστυνομική βία» είναι εντελώς συντηρητικά. Το πρώτο υπονοεί ότι έχουμε πραγματικές ελευθερίες να υπερασπιστούμε, ενώ το κεντρικό μας πρόβλημα θα έπρεπε να είναι πως χωρίς ισότητα, η ελευθερία αποτελεί φενάκη. Πώς θα μπορούσε ο χωρίς χαρτιά νομάς προλετάριος, του οποίου η έλευση εδώ είναι μια σκληρή εποποιία, να πει ότι είναι «ελεύθερος» με την ίδια έννοια με τον δισεκατομμυριούχο κάτοχο πραγματικής εξουσίας, ιδιοκτήτη ιδιωτικού αεροπλάνου και του πιλότου του, προστατευόμενου από την εκλογική βιτρίνα του αντιπροσώπου του στο Κράτος; Και πώς να φανταστεί κανείς, αν είναι συνεπής επαναστάτης, αν επιθυμεί διακηρυκτικά και ορθολογικά έναν κόσμο αλλιώτικο από αυτόν που αμφισβητεί, πως η αστυνομία της εξουσίας μπορεί να είναι πάντα φιλική, ευγενική και ειρηνική; Που να λέει στους επαναστάτες, μερικοί από τους οποίους είναι κουκουλοφόροι και οπλισμένοι: «Ο δρόμος προς το Ελιζέ (προεδρικό μέγαρο); Η μεγάλη πύλη, στον δρόμο δεξιά.»
Ας επιστρέψουμε καλύτερα στην καρδιά του ζητήματος: στην ιδιοκτησία. Το γενικό ενωτικό σύνθημα μπορεί άμεσα να είναι, διακηρυκτικά: «κολεκτιβοποίηση όλης της παραγωγικής διαδικασίας». Η ενδιάμεση αρνητική αναλογία του, με άμεσο πεδίο εφαρμογής, μπορεί να είναι «κατάργηση όλων των ιδιωτικοποιήσεων που αποφάσισε το κράτος από το 1986 και μετά». Όσο για ένα καλό σύνθημα τακτικής, που να δίνει πεδίο δράσης σε όσους κυριαρχούνται από επιθυμία άρνησης, θα μπορούσε να είναι: καταλαμβάνουμε τις εγκαταστάσεις ενός πολύ σημαντικού τμήματος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που ονομάζεται: Επιτροπή συμμετοχών και μεταβιβάσεων. Ας το κάνουμε γνωρίζοντας πως αυτή η αποκρυφιστική ονομασία, «συμμετοχές και μεταβιβάσεις», δεν είναι παρά η διάφανη μάσκα της Επιτροπής ιδιωτικοποιήσεων, που δημιουργήθηκε το 1986. Και ας δημοσιοποιήσουμε ότι θα παραμείνουμε σε αυτήν την επιτροπή ιδιωτικοποιήσεων, μέχρι την κατάργηση κάθε μορφής ιδιωτικής περιουσίας που να αφορά, άμεσα ή έμμεσα, σε κάποιο κοινωνικό αγαθό.
Και μόνο με τη διάδοση αυτών των στρατηγικών και τακτικών στόχων, θα εγκαινιάζαμε, πιστέψτε με, μια άλλη εποχή, μετά από εκείνη των «αγώνων» των «κινημάτων» και των «διαμαρτυριών», των οποίων η αρνητική διαλεκτική εξαντλείται και μας εξαντλεί. Θα ήμασταν οι πρωτοπόροι ενός νέου μαζικού κομμουνισμού του οποίου το «φάντασμα», για να μιλήσουμε όπως ο Μαρξ, θα επέστρεφε για να στοιχειώσει όχι μόνο τη Γαλλία ή την Ευρώπη, αλλά τον κόσμο ολόκληρο.
Απόδοση κειμένου από τα γαλλικά: Λίτσα Φρυδά