Θεοπίστη Καπέτα
▸ Πολλές φορές η «υγεία» μιας κοινωνίας φαίνεται από τα επίπεδα ενσυναίσθησης που δείχνει και τα αντανακλαστικά της απέναντι σε θέματα μείζονος σημασίας.
Σωρεία καταγγελιών και σχολίων αποτροπιασμού ξέσπασαν μετά τη αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου. Ακολούθησαν πολλές νέες αποκαλύψεις για σεξουαλικές παρενοχλήσεις από γυναίκες σε όλη την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερα πολλές ήταν εκείνες που προέρχονται από τον χώρο του αθλητισμού. Όσον αφορά ειδικά τον χώρο της ιστιοπλοΐας, μετά από πλήθος παραιτήσεων στην Ομοσπονδία και καταγγελιών συνελήφθη και ο προπονητής που κατηγορείται ότι βίασε πριν μερικά χρόνια τότε 11χρονη αθλήτριά του.
Η καταγγελία της Μπεκατώρου, της αθλήτριας που κακοποιήθηκε σε ηλικία μόλις 11 ετών και της κοπέλας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο εξαιτίας της σεξουαλικής παρενόχλησης από καθηγητή της δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους στα ΜΜΕ και στα social media. Στα πλαίσια του δημόσιου διαλόγου ξέσπασε ένα πολύ μεγάλο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης για όλες τις κακοποιημένες γυναίκες που βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν.
Παράλληλα, οι επίδοξοι υποστηρικτές των θυτών κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια με λογικοφανή επιχειρήματα να μετατρέψουν τα θύματα σε θύτες και να προσδώσουν ευθύνες. Από το χρονικό πλαίσιο της αποκάλυψης μέχρι το κατά πόσο ευθύνονται για τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστησαν.
Ακριβώς αυτή η λογική ευθύνεται σε τεράστιο βαθμό για το σφραγισμένο στόμα κάθε γυναίκας που φοβάται να φανερώσει κατευθείαν ότι ήταν θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης ή βιασμού. Η εσωτερίκευση της ενοχής, η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης, η αίσθηση αδυναμίας να αντισταθεί επαρκώς, η αμφισβήτηση και η ντροπή εξαναγκάζουν πολλές γυναίκες καθημερινά να μην αντιδράνε και να μην φέρνουν στο φως τέτοιου είδους περιστατικά.
Τι κάνει όμως η κυβέρνηση και οι θεσμικοί παράγοντες με τους οποίους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι; Βγαίνουν δημόσια να μιλήσουν για το σοκ που υπέστησαν από τα γεγονότα και τη συμπαράσταση τους στα θύματα χωρίς να παίρνουν ούτε ένα μέτρο για την αποκλιμάκωση της ολοένα και αυξανόμενης βίας κατά των γυναικών. Ούτε λόγος για κατάλληλες δομές και καταφύγια για κακοποιημένες γυναίκες, ούτε λόγος για θεσμοθέτηση νόμων που θα προστατεύουν τις γυναίκες.
Καμία ενέργεια για την αποδόμηση των στερεότυπων όσον αφορά στους ρόλους των φύλων και τη σεξιστική συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες ούτε και για τη στήριξη των γυναικών που έχουν υπάρξει ήδη θύματα. Στις κλειστές δομές, όπως τα camps των προσφύγων και οι φυλακές όπου γίνονται διαρκώς καταγγελίες για νέα περιστατικά, όμως πάλι καμία ενέργεια. Όλα αυτά, σε μια περίοδο όπου πολλές γυναίκες λόγω καραντίνας είναι εγκλωβισμένες στο ίδιο σπίτι με τον άνδρα που τις κακοποιεί είτε λεκτικά είτε σωματικά.